Φ. Σ. Φιτζέραλντ, «Τρυφερή Είναι η Νύχτα»

C
Βιβή Γεωργαντοπούλου

Φ. Σ. Φιτζέραλντ, «Τρυφερή Είναι η Νύχτα»

Ευρώπη, 1917-1930. Ο Αμερικανός Ρίτσαρντ (Ντικ) Ντάιβερ, γιος κληρικού από το Μπάφαλο των ΗΠΑ, καλή πάστα ανθρώπου και φέρελπις ψυχίατρος που πήρε μέρος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και κατάφερε να μην είναι ένας από τα εκατομμύρια εκείνων που θυσιάστηκαν στα πεδία των μαχών, συναντιέται με την όμορφη δεκαοχτάχρονη Νικόλ, επίσης Αμερικανίδα, κόρη του ανόητου πάμπλουτου Ντεβρού Γουόρεν από το Σικάγο και μικρή αδελφή της Μπεθ ή Μπέιμπυ, φαντασμένης νεαρής που θαρρεί —και επιβεβαιώνεται συνεχώς— ότι οι πλούσιοι, οι πλούσιοι Αμερικανοί στην ταλαιπωρημένη από τον πόλεμο Ευρώπη, μπορούν να αγοράζουν σχεδόν τα πάντα με τα λεφτά τους, μεταξύ τους και με άλλους συναλλασσόμενοι. Η Νικόλ έχει σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα και έρχεται στην Ελβετία με τον πατέρα της για να βρεθεί αποτελεσματική θεραπεία χωρίς να μαθευτεί πώς ξεκίνησαν αυτά. Ο Γουόρεν είναι η κύρια πηγή τους και, αν και έχει, και πάλι καλά, συναίσθηση της ηλίθιας πράξης που έκανε σε μια στιγμή αδυναμίας, και οπωσδήποτε ανηθικότητας, το μόνο που θέλει, και ανεπίτρεπτα και βλακωδώς, είναι να ξεφύγει από το μπλέξιμο και τις πιθανές του συνέπειες, εξ ου και, χωρίς να πει περισσότερα, αφήνει τη Νικόλ και το θλιβερό μυστικό στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, και στα χέρια τρίτων, και επιστρέφει. Έτσι κι αλλιώς, δεν είναι ό,τι καλύτερο γι’ αυτήν το να τον βλέπει, εξάλλου εκείνοι στα χέρια των οποίων την παραδίδει είναι οι ειδικοί και θα τους πληρώσει αδρά προκειμένου η μικρή να γίνει καλά. [1]

Ο Φιτζέραλντ βάζει, αν και δεν εστιάζει σ’ αυτό, το πρώτο γερό καρφί στο άρρωστο σώμα ενός συμπαθούς κομματιού της αστικής τάξης, της τάξης του, της οποίας στη συνέχεια —στα δικά μου τα μάτια τουλάχιστον— θα αποκαλύψει την κενότητα και τη μικρή ή μεγάλη, συχνά άκρως επιζήμια και πάντα εξοργιστική, ηθική πτώση και παθητικότητα σε όλα τα επίπεδα της καθημερινής της ζωής, με έναν έξοχο, ασυνήθιστο, αφοπλιστικά αποκαλυπτικό τρόπο, μα δίχως, ευτυχώς, αφοριστικές πολιτικές κραυγές και βολικές απαντήσεις, με γλυκόπικρες αναφορές στα όποια καλά των τυχερών αυτής της τάξης —δεν είναι φασιστόμουτρα ούτε δηλωμένοι λακέδες του σκοτεινού κεφαλαίου οι ήρωές του, είναι τρωτοί άνθρωποι που είχαν τύχη και με τα χρήματά τους, είτε οι ίδιοι τα απέκτησαν συχνά δουλεύοντας πάρα πολύ είτε είναι των οικογενειών τους, επιθυμούν να περνάνε καλά και τίποτα, μα τίποτα παραπάνω—, και πάντως ο Φιτζέραλντ, (μεσο)αστός και ο ίδιος, ιδιαίτερα καλλιεργημένος και αυτοαναφορικός, γνώστης από πρώτο χέρι, άρα ειλικρινής και πειστικός όσο δεν παίρνει άλλο, δεν θα επικαλύψει την κενότητα της βουτηγμένης στην γκλαμουριά του εφήμερου ζωής τους και με περίσσια χρυσόσκονη. (Ανήθικοι φυσικά δεν είναι αποκλειστικά και μόνο οι πλούσιοι και οι αστοί, η αιμομιξία και τα υπόλοιπα αισχρά και σάπια που κάνουν οι άνθρωποι από καταβολής κόσμου, και πολύ πριν γεννηθεί ο Μαρξ και οι άγιοι προλετάριοί του, δεν έχουν ταξική βούλα, αλλά, όσο να ’ναι, το χρήμα καλύπτει πολύ περισσότερη μπόχα. Συνήθως).

Ο Φιτζέραλντ θα ήθελε, έχω την εντύπωση, να μην είναι έτσι τα πράγματα και να ζούμε όλοι σε έναν ανέμελο κόσμο, όμορφο και χλιδάτο, σαν αυτόν της καλής φάσης των ηρώων του. Ο σχεδόν απελπισμένος εστετισμός τους και η φινέτσα, η εκλεκτικότητα της ίδιας του της γραφής αυτό μαρτυρούν· αφού όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι μα τουναντίον εφήμερα και ρηχά, εκείνος μέσω των σπουδαίων ανθρωποκεντρικών μυθιστορημάτων του εντοπίζει και βγάζει στο άπλετο φως όσες περισσότερες χέουσες πληγές μπορεί —και μπορεί πολλές και αβίαστα, σαν να είναι το πιο απλό έργο ενός οποιουδήποτε σκεπτόμενου ανθρώπου, κάτι που βέβαια δεν είναι, είναι προϊόν της δικής του ευφυΐας—, και αυτό που κάνει δεν έχει ασχήμια ή μάλλον δεν ξερνάει ασχήμια στον αναγνώστη, η αλήθεια δεν επηρεάζει την ομορφιά αυτή καθαυτή της αφήγησης, ίσα-ίσα κατά μοναδικό και περίεργο τρόπο, έναν ολότελα δικό του τρόπο, κάνει την εκπληκτική πένα του ακόμα πιο κλασάτη — και δεν είναι υπερβολικό αν ισχυριστώ ότι αυτή τη δύναμη και την αξιοπρέπεια της εξομολόγησης δεν την επικοινώνησε έτσι άψογα ούτε ο Τζον Τσίβερ, ας πούμε, αργότερα, ούτε καν στο αριστούργημά του, τον έξοχο «Κολυμβητή», και ας μην ξεχνάμε ότι ο Τσίβερ καταγράφηκε στην παγκόσμια αναγνωστική συνείδηση σαν ένας συγγραφέας ιδιαίτερα αποκαλυπτικός και αυτοαναφορικός, άξιος συνεχιστής του φιτζεραλντικού μοτίβου (από μιαν άλλη οπτική βέβαια και κάνοντας γενικές λογοτεχνικές σκέψεις και όχι σύγκριση, διότι δεν χωράει σύγκριση).

 Η Νικόλ, που μέσα στη θλίψη της έχει αποθέματα ενδιαφέροντος για το αντίθετο φύλο, πολιορκεί τον Ντάιβερ, ο οποίος τραβά από την πρώτη στιγμή την προσοχή της. Αρχικά συντηρεί την επαφή με τις ασυνάρτητες χαριτωμένες της επιστολές που δείχνουν τα σκαμπανεβάσματα της ασθένειάς της και αργότερα τον φλερτάρει και διά ζώσης με τον παιδιάστικο μα γοητευτικό της τρόπο. Ο Ντάιβερ τη συμπαθεί και ανταποκρίνεται, στην αρχή επιφυλακτικά και επειδή είναι πολύ μικρή αλλά και γιατί ως γιατρός —ιδιότητα που δεν ξεχνά αν και πρακτικά τη βάζει σε δεύτερη μοίρα λόγω των πολλών χρημάτων που τον περικυκλώνουν ασφυκτικά— αντιλαμβάνεται πλήρως την κατάστασή της.

 Σύντομα η Νικόλ γίνεται και ασθενής και σύζυγός του, σχεδόν της τον αγοράζουν οι δικοί της, η αδελφή της για την ακρίβεια η οποία συμφωνεί/παζαρεύει μαζί του να αναλάβει κατ’ αυτό τον συνδυαστικό πολλών καλών και για τους δυο τρόπο τη νοσηλεία της.

Εκείνος, καθώς δεν θίγεται η ιατρική του αξιοπρέπεια, δεν αρνείται το τερπνόν μετά του ωφελίμου, και έτσι, μαζί πια, νέοι, ωραίοι, πλούσιοι, μπον-βιβέρ, οπωσδήποτε καλλιεργημένοι, ευφυείς, λιγάκι ριψοκίνδυνοι στις επιλογές τους γενικότερα, μα ερωτευμένοι τελικά και θαμπωμένοι ο ένας από τον άλλο γίνονται μόνιμοι κάτοικοι Ευρώπης, αποκτούν δυο όμορφα, έξυπνα, γλυκά παιδιά (που δεν φαίνεται να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο ούτε στην αφήγηση ούτε, προφανώς, στη ζωή τους, ειδικά της Νικόλ, και αυτό δεν είναι άσχετο από την όλη νοοτροπία που είχαν και αιωνίως έχουν οι άνθρωποι της τάξης τους ), γκουβερνάντες, πολλούς υπηρέτες, φίλους και «φίλους» και ευρύ κοινωνικό κύκλο, όντας πάντα, και πιο πολύ η Νικόλ, γνήσιοι εστέτ. Απολαμβάνουν τη ζωή των πλουσίων με τρυφηλά πάρτι, με πλούσια εδέσματα και εκλεκτά κρασιά, με συντροφιές, με εκδρομές με γιοτ στη Μεσόγειο, περνώντας τους ήσυχους χειμώνες και τα ηλιόλουστα καλοκαίρια τους στα πιο ειδυλλιακά και ενδιαφέροντα για κάθε εποχή μέρη —Άλπεις, Παρίσι, Ριβιέρα, Νίκαια, Κάννες, Παλμύρα κλπ.—, σε ωραία εν γένει σπίτια και σε αριστοκρατικά, εκλεπτυσμένα περιβάλλοντα, τις κομψές πόρτες των οποίων δεν διαπερνά εύκολα, για παράδειγμα, η πολιτική επικαιρότητα, υφίστανται ώς ένα βαθμό τις πιέσεις της κι εκείνοι, μα, κι ας καίγεται ολοένα και πιο πολύ το πελεκούδι σε μιαν Ευρώπη που οδεύει πάλι σε επικίνδυνες εξελίξεις, εκείνοι δεν παίρνουν θέση, δεν θέλουν ούτε να χαλάσουν ούτε να διορθώσουν πράγματα που, αφημένα όπως είναι, τους προσφέρουν καθημερινή απόλαυση. Εκείνοι απλώς με μια εξωφρενική για ενήλικες αθωότητα δέχονται την τύχη τους στην καλύτερη εκδοχή και την απολαμβάνουν από την ωραία της και μόνο πλευρά, φτιάχνοντας σκηνικά και ξανά σκηνικά, φωλιές και προστατευτικά κουκούλια μέσα στα οποία ζουν σαν σε αστραφτερή, καλοσκηνοθετημένη θεατρική παράσταση, εξωραΐζοντάς τα και φέρνοντάς τα στα μέτρα τους — και ευτυχώς υπάρχει μπόλικο χρήμα για να το πετυχαίνουν σχεδόν πάντα.

Ο ορμητικός Τόμι Μπαρμπάν, θαυμαστής της Νικόλ με ομολογημένο τον έρωτά του γι’ αυτήν, και η νεαρή Αμερικανίδα ενζενί Ρόζμαρι Χόιτ που ερωτεύεται τον Ντικ, σύντομα παίρνουν κι αυτοί τις θέσεις τους στο φαινομενικά άψογο κοινωνικο-οικογενειακό σκηνικό των Ντάιβερ, οι οποίοι διασκεδάζουν εκτός των άλλων και με τα φλερτ τους, ανταποδίδουν με τακτ και κολακεύονται, όμως κρατούν για καιρό τη βιτρίνα τους άθικτη: είναι ένα συνδεδεμένο ζευγάρι που δείχνει να δίνει προτεραιότητα στην οικογενειακή του ζωή. Έχουν σπίτια, ρούχα, έπιπλα, παιδιά, κατοικίδια, κελάρια, πιάνο, βιβλία. Έχουν στάτους. Και πρεστίζ. Μαζί τους πορεύονται και άλλοι, στο ίδιο περίπου στιλ, οι Μακίσκο, οι Νορθ, οι Γκρεγκορόβιους, ζευγάρια ή εργένηδες, νέοι ή μεσήλικες, αριστοκράτες με τίτλους ή αστοί με περιουσίες, επίδοξοι συγγραφείς, λογής καλλιτέχνες, διανοούμενοι, γιατροί, σύζυγοι γιατρών, ένα ετερόκλητο μα που σφύζει από ζωντάνια, χορτάτο πλήθος αστών που κάνει πάνω-κάτω τις ίδιες επιλογές, δεν πειράζει κανέναν και μοιάζει να έχει αφήσει για τα καλά πίσω του τις κακές στιγμές του συλλογικού παρελθόντος φτωχών και πλουσίων (τον φρικτό Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) και τώρα ζει τη ζωή του ώς το μεδούλι της, χαίρεται τα χρήματα που έχει, όσα και όπως και από όπου τα έχει, ή αποκτώντας καινούργια, και παρατείνει με κάθε τρόπο την ανεμελιά του — άλλωστε, ακόμα κι όταν έχει προβλήματα, είναι ικανό να παλέψει και να τα υπερνικήσει.

Όμως οι Ντάιβερ δεν συνεχίζουν έτσι ξέγνοιαστα και καλά. Πώς να συνεχίσουν; Τα θεμέλιά τους δεν είναι γερά. Ο γάμος και η σχέση τους ξεφουσκώνουν σαν μπαλόνια χαρούμενου, πολύχρωμου, φασαριόζικου πανηγυριού σε πολύ λιγότερο χρόνο από όσο χρειάστηκαν για να τα γεμίσουν με τα χρήματα των Γουόρεν και με κοπανιστό αέρα και να αφεθούν σε πλασματικά απάνεμο ουρανό. Ο Ντικ με αφορμή τη Ρόζμαρι, χρόνια μετά την πρώτη τους συνάντηση, βουτηγμένος στο κυριλέ και πρώτης ποιότητας αλκοόλ που του ροκανίζει τις πιθανότητες μιας καλύτερης καριέρας, και η Νικόλ με αιτία και αφορμή τον Μπαρμπάν, που καιροφυλακτεί, αφήνουν χαλαρά —έτσι μοιάζει— στη λήθη, χωρίς να διστάσουν, και πιο πολύ η μάλλον αποθεραπευμένη πια Νικόλ, τα καλοκαίρια και τους χειμώνες που πέρασαν μαζί, με αυτόν τον οπωσδήποτε ρομαντικό με τα δεκανίκια των χρημάτων της και άνετο τρόπο, και χωρίζουν. Τα παιδιά τους όλα αυτά τα χρόνια έχουν μεγαλώσει με τη βοήθεια νταντάδων —αποσπώντας τους ένα μεγάλο ποσοστό αγάπης μα όχι και ουσιαστικής γονεϊκής επιμέλειας— και η σαφώς πιο έντονη διάθεση ποιοτικού, όπως σωστά τον λέμε σήμερα, χρόνου κατά καιρούς από τον πολύ πιο συναισθηματικό και επιρρεπή σε τύψεις Ντικ περισώζει την ύστατη ετικέτα του γονιού γι’ αυτόν και αναδεικνύει στο έπακρο την ανεπάρκεια της επιφανειακής Νικόλ, τη θλιβερή εκ του χαρακτήρα της ακαταλληλότητά της να αποκτήσει σοβαρές ευθύνες.

Στο τέλος επέρχεται κομψός συμβιβασμός. Πολιτισμένος και ωραιοποιημένος. Μοιάζει κατάκτηση της τέλειας διαπροσωπικής συμπεριφοράς ανάμεσα σε ανθρώπους που σχετίστηκαν τόσο στενά, και είναι πράγματι, μα ταυτόχρονα είναι και η απόλυτη επιβράβευση του συναισθηματικού κενού και της παθητικότητας που τα χρήματα δεν αποτρέπουν. Οι Ντάιβερ θα συνεχίσουν τα κοκτέιλ πάρτι, τις ερωτοτροπίες και τις κοινωνικές απολαύσεις, αλλού, με τον δικό του τρόπο και ξεχωριστά ο καθένας. Δεν ξέρουν να κάνουν τίποτε άλλο. Και, εντέλει, ποιο είναι αυτό το περιβόητο άλλο που στην εξατομικευμένη επανάληψή του δεν είναι παθητικό και δεν οδηγεί σε κενό; Αλλά και το κυνήγι της ευτυχίας τι είναι αν όχι σεβαστό δικαίωμα για κάθε ανθρώπινο πλάσμα; Γιατί να μην είναι; Ο Ντικ επιστρέφει στις ΗΠΑ και δεν κάνει ποτέ τη λαμπρή καριέρα που θα μπορούσε. Μετά τη Νικόλ που τον έχει απομυζήσει, το αλκοόλ έχει φροντίσει να τον κρατήσει στη μετριότητα. Στην αρχή όλο και κάτι μαθαίνει η Νικόλ γι’ αυτόν, ώσπου κάποια στιγμή χάνονται τελείως. Σαν να μην υπήρξαν ασθενής και θεράπων, φίλοι, εραστές και σύζυγοι, σαν να μην έκαναν τόσα πράγματα μαζί και κυρίως δυο παιδιά, οι όμορφοι, πλούσιοι και καλοζωισμένοι Ντάιβερ τράβηξαν μια λουστραρισμένη μονοκοντυλιά — κι αυτό ήταν και πάει.

Κάπως έτσι έζησαν εκατοντάδες, χιλιάδες εύποροι άνθρωποι, μια ολόκληρη γενιά,  και ο ίδιος ο Φ. Σ. Φιτζέραλντ (1896-1940) κυρίως με την πρώτη του γυναίκα, τη Ζέλντα Σάιρ (1900-48), και όχι άδικα το γοητευτικό και χαμηλών τόνων, μελαγχολικό και ταλαιπωρημένο, όπως λένε, από τις μεταφράσεις του ανά τον κόσμο «Τρυφερή Είναι η Νύχτα» —υποδεέστερο κατά πολλούς μα και για μένα, αν μετράει η γνώμη μιας απλής αναγνώστριας, σε λάμψη ή νοηματική πυκνότητα, σε σχέση τουλάχιστον με τον εκρηκτικό «Υπέροχο Γκάτσμπυ», που εκτιμάται ως το αριστούργημά του, και το βαθιά διεισδυτικό «Όμορφοι και Καταραμένοι», που είναι ένας αριστοτεχνικός ποταμός αφήγησης σύνθετων και πολύ πιο έντονων καταστάσεων, πολύ καλύτερα, πληρέστερα γραμμένο— θεωρείται, και νομίζω κι εγώ πως πράγματι είναι, το πιο αυτοαναφορικό και αδύναμο αν και όχι λιγότερο όμορφο από τα πέντε του μυθιστορήματα («Η όψη αυτή του Παραδείσου», 1920, «Όμορφοι και καταραμένοι», 1922, «Ο Υπέροχος Γκάτσμπυ», 1925, «Τρυφερή είναι η νύχτα», 1934, και «Ο τελευταίος μεγιστάνας», που αν και ημιτελές εκδόθηκε το 1941, ένα χρόνο μετά τον θάνατό του).

Γράφει στο επίμετρό του (στην ελληνική έκδοση που έκανε πρόσφατα το Μεταίχμιο) ο μεταφραστής του μυθιστορήματος Μιχάλης Μακρόπουλος: 

Στη 1 Μάη 1925, τρεις εβδομάδες μετά την κυκλοφορία του «Υπέροχου Γκάτσμπυ», ο Φιτζέραλντ έγραφε στον εκδότη του για το νέο του μυθιστόρημα: «Είναι κάτι αληθινά ΝΕΟ στη μορφή, την ιδέα, τη δομή — για την εποχή μας, αυτό το πρότυπο που αναζητούν ο Τζόις και η Στάιν και που δεν το βρήκε ο Κόνραντ». Η συγγραφή του πέρασε στη συνέχεια από σαράντα κύματα — η κατάρρευση της Ζέλντα το30 κι ο εγκλεισμός της σε κλινική στην Ελβετία, το ταξίδι της επιστροφής των Φιτζέραλντ στην Αμερική το ’31, η υποτροπή της Ζέλντα, ο εκ νέου εγκλεισμός της σε κλινική. Το μυθιστόρημα εκδόθηκε σε συνέχειες και, μ’ αναθεωρήσεις και περικοπές, σε μορφή βιβλίου τον Απρίλη του 1934, με τα επεισόδια βαλμένα σε άλλη σειρά, μπρος πίσω, κι όχι στην ευθύγραμμη χρονολογική τής κατοπινής έκδοσης — αυτής που έχετε ανά χείρας.

Η αλήθεια ή ένα μεγάλο μέρος της είναι ότι όντως το μυθιστόρημα είχε επικές περιπέτειες και, ενώ ο Φιτζέραλντ πειραματίστηκε με ενθουσιασμό αρχικά, στη συνέχεια ζορίστηκε και ρίσκαρε με τις αναποδιές που του έφερνε ο χρόνος στην οικογενειακή του ζωή —η Ζέλντα χειροτέρευε—, μα και με τη μορφή, την τεχνική και τη στρατηγική έκδοσης που επέλεξε. Ο Φιτζέραλντ θέλησε να αποφορτίσει τα δικά του βάρη διαχέοντάς τα στη σφαίρα της λογοτεχνικής αιωνιότητας, να τα πει, να κάνει τις έγνοιες του βιβλίο στο οποίο και άλλοι θα βρουν και θα ξορκίσουν ταυτιζόμενοι τα δικά τους φορτία, μα έτσι έχασε, θαρρώ, την ώθηση που δίνει η επινόηση, η φαντασία στη μυθοπλασία.

Η έντονη αυτοαναφορικότητα και η νοικοκυρεμένη αφήγηση λειτούργησαν σαν ένα είδος τροχοπέδης και συγκράτησαν την ορμή που έχει ένα τέτοιο θέμα από τη σύλληψή του και έτσι και το κλείσιμό του ήταν δυσανάλογα εσπευσμένο, σαν να ήθελε κι ο Φιτζέραλντ να τελειώνει πια με τις εξομολογήσεις. Έδωσε ένα τέλος σαν τους επεξηγηματικούς τίτλους ταινιών της εποχής μας λίγο πριν ρίξουν το «Τhe end» τους: Η Νικόλ έζησε ως τα… και δεν ξανασυναντήθηκε με τον Ντικ… ο Ντικ από τότε… εκεί αυτό… η κλινική στην Ελβετία υπάρχει ακόμα, αλλά έχει γίνει χειμερινό θέρετρο… ή η Παλμύρα που κάποτε το ζευγάρι επισκέφτηκε δεν υπάρχει πια γιατί την ισοπέδωσαν οι τζιχαντιστές σε έναν ακόμα αισχρό πόλεμο στην περιοχή κλπ. κλπ. — τι παθητικό και θλιμμένο τέλος, Θεέ μου, μετά από τόση ομορφιά και ζωντάνια!

Και πόσο άδικα και ντροπιαστικά εφήμερες και φορτωμένες λουσάτα προβλήματα, κοντά στα αληθινά, είναι οι ζωές των ανθρώπων.

 

[1] Νισάφι με την αρλούμπα του σπόιλ που έχει σκάσει σαν επιδημία. Η φειδωλή αποκάλυψη στοιχείων δεν χρειάζεται σε όλες τις αναγνώσεις, δεν ψάχνουμε τους δολοφόνους και τις εκπλήξεις σε όλα τα μυθιστορήματα, μια χαρά μπορούμε να μιλήσουμε για τα μεγάλα θέματα των νεότερων κλασικών βιβλίων όταν τα ξέρουμε κι από πριν, ναι;