Fiction: ξένη πεζογραφία
Ήταν μια δύσκολη χρονιά για την αγορά του βιβλίου αυτή. Και ήρθε μάλιστα μετά από μια παρατεταμένη εποχή δυσπραγίας σε έναν κλάδο που, καθώς είναι λογικό και ευεξήγητο, πλήττεται από τους πρώτους σε περιόδους κρίσης. Παρά ταύτα, και κυρίως παρά την καταστροφική φετινή καλοκαιρινή περίοδο (τη δεύτερη κυριότερη σε όλο το έτος, μετά από αυτή του Δεκεμβρίου) λόγω των capital controls, στο τέλος της έδειξε, όχι να συνέρχεται, αλλά να προσαρμόζεται, να αγωνιά και να αντιστέκεται με μία ποικιλία τρόπων: κυκλοφορώντας λιγότερα βιβλία, εκδίδοντας πιο προσεκτικά νέους τίτλους, επενδύοντας σε όσο το δυνατόν λιγότερα αλλά ταυτοχρόνως πιο δυνατά χαρτιά. Δεν μπορούσε να γίνει κάτι άλλο: η αγορά του βιβλίου πρέπει να ζήσει, και θα ζήσει.
Έτσι, έχουμε το φαινόμενο να βρισκόμαστε απέναντι σε μία «καθαρή» προθήκη, με λιγότερα αλλά σαφώς καλύτερα στο σύνολό τους — το ποσοστό των βιβλίων που θα απογοητεύσουν κάποιους είναι μικρότερο από ότι άλλες χρονιές. Κι αυτό είναι καλό για όλους.
Στην πεζογραφία, που μας απασχολεί εδώ, η προσφορά είναι μεγάλη, παρά τη μείωση της παραγωγής που έφτασε σε κάποια εκδοτικά έως και το 40% — πολύ μεγάλο ποσοστό. Σήμερα θα ασχοληθούμε μόνο με το μυθιστόρημα (με μία εξαίρεση), παρουσιάζοντας με δυο κουβέντες δέκα μεταφρασμένους τίτλους που πρέπει να αποκτήσει κανείς: κυκλοφόρησαν όλοι από το φθινόπωρο και μετά. Η σειρά που θα τους παρουσιάσουμε δεν είναι αξιολογική, αλλά μάλλον τυχαία.
Καλές αγορές σε όλους, και καλή ανάγνωση.
1. Harper Lee, «Βάλε ένα φύλακα» (μετάφραση Σώτη Τριανταφύλλου, Εκδόσεις Bell).
Ένα εκδοτικό φαινόμενο, για τους γνωστούς αλλά διόλου τετριμμένους λόγους, είναι όλοι τους πολύ σοβαροί: η συνέχεια του εμβληματικού και πρωτοπόρου «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια» εκδίδεται 55 χρόνια μετά, η παγκόσμια αγορά αναταράσσεται, οι συγκρίσεις είναι επιβεβλημένες, το βιβλίο μεταφράζεται και εκδίδεται αμέσως σε όλο τον κόσμο, όλοι μας ξέρουμε τα «Κοτσύφια» καλά, ο «Φύλακας» δεν μπορεί παρά να διαβαστεί. Ακόμη καλύτερα, να διαβαστεί μαζί με το πρώτο βιβλίο, μέσα σε μία κατανυκτική εβδομάδα. Ήταν ένα δώρο αυτό, αναπάντεχο και ευπρόσδεκτο. Και ένα δώρο, επιπροσθέτως, που αναφέρεται στο μείζον θέμα και των καιρών μας: τον ρατσισμό και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
2. Χάινριχ Μπελ, «Ομαδικό πορτρέτο με μία κυρία» (μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Εκδόσεις Πόλις).
Το «Πορτρέτο» δεν θεωρείται από λίγους σαν το βασικό μεταπολεμικό ευρωπαϊκό μυθιστόρημα (για άλλους είναι το υπ’ αριθμόν ένα αγαπημένο τους σύγχρονο μυθιστόρημα), καθώς ο Μπελ είναι ο μεγάλος, πολύ μεγάλος μοντέρνος αφηγητής, ένας σύγχρονος Τόμας Μαν, επιεικής και λυτρωτικός όταν θέλει, σκληρός και ρεαλιστής, περίπλοκος και γλαφυρός, πολιτικός και αισθητής, εξαίσιος παραμυθάς και αμείλικτος ιστοριογράφος. Η Λένι Πφάιφερ, δηλαδή η δική του Γερμανία, δηλαδή η δική μας Ευρώπη, είναι ανατριχιαστικά οικείες, γιατί εκεί μέσα συναντούμε τον εαυτό μας, διαρκώς, και με τρόμο. Μια νέα του μετάφραση έλειπε εμφαντικά, και τώρα έχουμε στα χέρια μας μία ολοκαίνουρια, και μάλιστα εξαιρετική.
3. Μισέλ Ουελμπέκ, «Υποταγή» (μετάφραση Λίνα Σιπητάνου, Εκδόσεις Εστία).
Πολύ σημαντικό βιβλίο, προβοκατόρικο, ειλικρινές, αυστηρό και ακραίο, που δεν μασά τα λόγια του και που δίκαια —υπό την έννοια ότι φαίνεται επιβεβλημένο να το κάνεις: Μα, μουσουλμάνος πρόεδρος στη Γαλλία; είναι ποτέ δυνατόν;— σήκωσε κατηγορίες και ενστάσεις, αν και ποσώς όλες αυτές άγγιξαν τον συγγραφέα του, που έχει συνηθίσει από αυτά. Με μία άλλη ανάγνωση, ο Ουελμπέκ εδώ γράφει για τον εαυτό του, για την τρομερή καμπή τής (ανδρικής) ηλικίας του, για την αίσθηση να γερνάς και να ονειρεύεσαι μιαν ακόμη αχόρταγη νιότη, για το σώμα που σε προδίδει και που σου γυρνά την πλάτη — κάτι απείθαρχο και τρομερό.
4. Colm Tóibín, «Νόρα Γουέμπστερ» (μετάφραση Αθηνά Δημητριάδου, Εκδόσεις Ίκαρος).
Ο Τομπίν γράφει καλά. Πολύ καλά, και ξεχωριστά. Με έναν τρόπο που θυμίζει κλασικούς συγγραφείς, ίσως Βικτωριανούς, με γλυκύτητα και συναισθηματισμό, με μιαν απλότητα συναρπαστική και τέτοια που σε κρατά κολλημένο με τα μάτια στις σελίδες του. Αγαπά τις γυναίκες, αγαπά την Ιρλανδία (το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται μία ταραχώδη περίοδο, τέλη της δεκαετίας τού ’60), και η Νόρα είναι μια ηρωίδα που ταυτίζεσαι μαζί της, και που συμπάσχεις μαζί της, με εκείνο τον παλιό, καλό, δοκιμασμένο τρόπο των παλιών. Είναι δε πάντα τρομερά ενδιαφέρον πώς ένας πραγματικά καλός συγγραφέας μπορεί να μιλά για τα πιο απλά πράγματα με προκλητικά ελκυστικό τρόπο.
5. Χαρούκι Μουρακάμι, «Ο Κάφκα στην ακτή» (Αργυρώ Μαντόγλου, Εκδόσεις Ψυχογιός).
Η πρώτη επαφή με τον μαγικό και ονειροπαρμένο κόσμο του Μουρακάμι είναι σαν ένα πυροτέχνημα που μένει παγωμένο στον ουρανό για ώρες. Έπειτα, οι σπίθες πέφτουν φτιάχνοντας σχήματα, που είτε θα σε αιχμαλωτίσουν, είτε θα ορκιστείς να τα αποφύγεις. Οι φαν του δρομέα έχουν ήδη απολαύσει τον «Κάφκα», οι εχθροί του δεν θα πειστούν να τον αγοράσουν: οι υπόλοιποι ας πάρουν το βιβλίο, και ας μοιραστούν τις εντυπώσεις τους με άλλους: θα γοητευτούν. (Κι αν όχι, ήταν ο πρώτος τους Μουρακάμι — όφειλαν να το κάνουν). Όσοι αγαπούν περισσότερο ή λιγότερο κάποια βιβλία του, θα εντάξουν το εν λόγω στα πρώτα.
6. Ορχάν Παμούκ, «Κάτι παράξενο στο νου μου» (μετάφραση Στέλλα Βρετού, Εκδόσεις Ωκεανίδα).
Ο Παμούκ είναι πολύ μεγάλος συγγραφέας, ενδεχομένως ο μεγαλύτερος Ευρωπαίος. Και αυτό εδώ είναι το πρώτο του μυθιστόρημα εδώ και καιρό, οπότε έχουμε να κάνουμε με μία από τις βασικές ειδήσεις του χειμώνα. Πρωταγωνίστρια και σ’ αυτό το βιβλίο του είναι η Πόλη, και οι ιστορίες της: ιστορίες μισού αιώνα, μέσα στον οποίο έχουν αλλάξει τα πάντα — ακόμη και η ίδια η παράδοση. Κεντρικός αφηγητής και αυτόπτης μάρτυς των κατακλυσμιαίων αλλαγών είναι ένας πλανόδιος μικροπωλητής, κι αν σε κάποιους φανεί γραφικό αυτό, είναι: με την παλιά, ωραία, σπουδαία έννοια, έτσι όπως μπορεί να την επανασυστήσει ένας πανέξυπνος και υπερμοντέρνος συγγραφέας.
7. Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ, «Ένας ερωτευμένος άντρας» (μετάφραση Σωτήρης Σουλιώτης, Εκδόσεις Καστανιώτη).
Ο δεύτερος τόμος της εξαλογίας υπό τον γενικό τίτλο «Ο αγώνας μου». Ένα βιβλίο που δεν έχει όμοιό του, και που μάλλον δεν θα αποκτήσει ποτέ: μία αυτοβιογραφία που γράφτηκε κατά ριπάς, και που ξεγυμνώνει τον πρωταγωνιστή της (και τους οικείους του), καθώς του αναθέτει τον απίθανο ρόλο της δημόσιας εξομολόγησης, όχι (μόνο) ανομημάτων: των πάντων. Είτε λειτούργησε ψυχαναλυτικά όλο αυτό είτε όχι, οφείλουμε να καθυστερήσουμε λίγο εδώ — ή πολύ: άλλοι θα μείνουν στον ένα τόμο, άλλοι σπεύδουν να προμηθευτούν την αγγλική μετάφραση, άλλοι απλώς τον ερωτεύονται. Ο Κνάουσγκορντ είναι ένα φαινόμενο. Λογοτεχνικό, όχι ποπ. (Ή μάλλον και τα δύο).
8. Richard Powers, «Ορφέας» (μετάφραση Μάτα Σαλογιάννη, Εκδόσεις Λιβάνη).
Μεγάλης ολκής μυθιστοριογράφος, σπουδαίος τεχνίτης με τις λέξεις (δεν θυμάμαι να έχω διαβάσει κάτι τόσο σύνθετο, τόσο έξοχα και αρμονικά πλεγμένο, τον τελευταίο πολύ καιρό), με μία πελώρια σκευή γύρω από τις επιστήμες και τις τέχνες (σε βαθμό που σε θαμπώνει), ο Πάουερς συνέθεσε ένα μυθιστόρημα που δεν μπορούν παρά να λατρέψουν πρώτα-πρώτα όσοι αγαπούν την κλασική μουσική — αλλά και τη βιοχημεία — αλλά και τις σύγχρονες σειρές τού ΗΒΟ. Κι αν ο συνδυασμός ακούγεται (και είναι) περίεργος, άλλο τόσο περίεργο είναι και αυτό το θυελλώδες μουσικό θρίλερ, το πιο απροσδόκητο βιβλίο που κυκλοφόρησε φέτος. Μοιάζει δύσκολο, είναι απαιτητικό, διαβάζεται ασκαρδαμυκτί.
9. Ρέιμοντ Κάρβερ, «Διηγήματα» (μετάφραση Γιάννης Τζώρτζης, Εκδόσεις Μεταίχμιο).
Η επίτομη έκδοση των διηγημάτων του Κάρβερ (τρεις συλλογές σε έναν τόμο 850 σελίδων: «Λοιπόν, θα πάψεις, σε παρακαλώ;», «Αρχάριοι», «Καθεδρικός ναός») συνιστά μείζον λογοτεχνικό νέο και ουσιαστικά μάς προσφέρει το μεγάλο «μυθιστόρημα» του πελώριου αυτού διηγηματογράφου: οι ιστορίες του, ενταγμένες σε ένα πλαίσιο και διαβασμένες μαζί, συναποτελούν ένα όλον. Οι μικροί του ήρωες, οι μικροί, συνηθισμένοι του άνθρωποι, είναι όλοι εδώ, για να συνομιλήσουν με τον αναγνώστη. Ο τόμος είναι απαραίτητο απόκτημα των βιβλιοφίλων, αλλά κυρίως σκέφτομαι τους αναγνώστες που θα έρθουν πρώτη φορά σε επαφή με έναν από τους πιο επιδραστικούς πεζογράφους μικρής φόρμας που υπήρξαν ποτέ: αποκάλυψη.
10. Garth Risk Hallberg, «Πόλη στις φλόγες» (μετάφραση Γιώργος Κυριαζής, Εκδόσεις Κέδρος).
Το πολύ μεγάλο μυθιστόρημα του χειμώνα, και μάλλον όλης της χρονιάς. Επιβλητικό και καθηλωτικό. Ο Χάλμπεργκ, πατώντας γερά στις πλάτες μεγάλων δασκάλων, εικονογραφεί την Αμερική της δεκαετίας τού ’70 με μία σπαρταριστή πρόζα, σε ένα βιβλίο που οι κριτικοί, όταν δεν το εκθειάζουν απροκάλυπτα, δεν μπορούν παρά να σταθούν με δέος δίπλα του. Σχεδόν από το πουθενά, ένας τριανταεπτάχρονος από τη Λουιζιάνα άφησε πάνω στο τραπέζι το νέο Μεγάλο Αμερικανικό Μυθιστόρημα. Έχουν πράγματι έτσι τα πράγματα; Ο χρόνος θα το δείξει. Το σίγουρο είναι πως έχουμε εδώ χίλιες σελίδες σπουδαίας σύγχρονης πεζογραφίας που διαβάζεται απνευστί, με απόλαυση και αναγνωστικό πάθος.