Φίλε οδηγέ (και πεζέ)
Η κυκλοφορία οχημάτων και πεζών στους δρόμους της πόλης είναι μια καθημερινή περιπέτεια που πολλές φορές μοιάζει με βιντεοπαιχνίδι δράσης. Αυτοκίνητα που παίζουν τέτρις για να κερδίσουν λίγο χώρο, μηχανάκια που προσπαθούν να ελιχθούν ανάμεσά τους και πεζοί που διασχίζουν τον δρόμο λίγο περισσότερο αμέριμνοι από όσο θα έπρεπε. Η συνύπαρξη όλων αυτών των ομάδων κάθε άλλο παρά ειρηνική είναι.
Για τα αυτοκίνητα, η χρήση του φλας είναι πολύ πονεμένη ιστορία. Εκτός τού ότι σπανίως θα δεις να αναβοσβήνει το πολυπόθητο λαμπάκι, όταν, τελικά, το δεις, ο οδηγός θεωρεί ότι την ίδια στιγμή μπορεί να αλλάξει λωρίδα αδιαφορώντας για το όχημα που έρχεται καταπάνω του, και τις περισσότερες φορές η σύγκρουση αποφεύγεται λόγω της καλής θέλησης του άλλου οδηγού να φρενάρει ή χάρη στην καλή προαίρεση κάποιου αγίου που περνούσε από εκεί και σκέφτηκε να κάνει κανένα θαύμα για να περάσει η ώρα του.
Η αμέσως πιο πονεμένη ιστορία είναι η στάση και η στάθμευση στα πιο απίθανα σημεία: ουρά αυτοκινήτων γιατί κάποιος αποφάσισε ότι θέλει να πιει τον αγαπημένο του καφέ και τον θέλει ΤΩΡΑ, στάθμευση σε στροφές λεωφορείων γιατί, «Έλα, μωρέ, δεν θα περάσει τώρα», σε ράμπες για ανθρώπους με κινητικά προβλήματα, σε διαβάσεις πεζών, και όπου αλλού ο καθένας θέλει και νομίζει ότι μπορεί.
Το κορνάρισμα στο φανάρι είναι, επίσης, ένα φαινόμενο που ήταν από πάντα έντονο, αλλά που όσο πάει και χειροτερεύει. Το πρώτο μπιπ, συνήθως από το έβδομο αυτοκίνητο που δεν έχει έτσι κι αλλιώς καμία τύχη να περάσει το φανάρι με την πρώτη, ακούγεται, πλέον, όχι μόλις ανάψει το πράσινο, αλλά μόλις κάνει την εμφάνισή του το κόκκινο ανθρωπάκι. Η χρήση της κόρνας είναι επίσης εξίσου διαδεδομένη στις διαβάσεις πεζών που έχουν το θράσος να θέλουν να περάσουν απέναντι και κάποιος οδηγός έχει το ακόμη μεγαλύτερο θράσος να σταματήσει και να τους αφήσει.
Αυτό όμως που είναι πραγματικά επικίνδυνο, και συμβαίνει πάρα πολύ συχνά, είναι η παραβίαση του κόκκινου σηματοδότη και των σημάτων κυκλοφορίας. Αφού ανάψει κόκκινο, περνούν τουλάχιστον τρία αυτοκίνητα ή/και μηχανάκια μετά, και είναι πλέον τόσο διαδεδομένο που κανείς δεν διαμαρτύρεται!
Τα μηχανάκια έχουν και την άλλη εξαιρετική συνήθεια — δεν υπάρχει απαγορευτικό γι’ αυτά: «Αφού χωράω και δεν με βλέπει κανείς, θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό».
Η κόντρα των οδηγών αυτοκινήτων με εκείνους των οδηγών δικύκλων καλά κρατεί, ειδικά όταν το αυτοκίνητο είναι κίτρινο. «Κάνε, μωρή, λίγο πιο δεξιά» — την ίδια στιγμή που ένα άλλο μηχανάκι παρακαλεί, το ίδιο ευγενικά, τη μωρή να κάνει λίγο αριστερά.
Ο κοινός εχθρός είναι ο πεζός ο οποίος, όμως, κάνει κι αυτός ό,τι χειρότερο μπορεί: θα περάσει ανάμεσα από τα αυτοκίνητα στους πιο πολυσύχναστους δρόμους λες κι έχει βάλει κάποιο στοίχημα που θα το κερδίσει έτσι και φτάσει αρτιμελής απέναντι, θα πεταχτεί στον δρόμο ελάχιστα μέτρα πριν από τις ρόδες των αυτοκινήτων, θα περπατά στη μέση του δρόμου ακόμη και σε σημεία με μεγάλα και άνετα πεζοδρόμια.
Κοινός τόπος οδηγών και πεζών: η αδιαφορία τους για τους κανόνες. Ο καθένας κάνει την παρανομία που τον παίρνει, αυτή που μπορεί τέλος πάντων να κάνει χωρίς να έχει επιπτώσεις. Και δεν φτάνει που δεν τηρούνται οι κανόνες, η μεταξύ μας συμπεριφορά είναι, κατά κανόνα, πολύ σκληρή. Αν ο καθένας προσπαθούσε έστω για λίγη ώρα κάποιας ημέρας να έρθει στη θέση του άλλου —να κατανοήσει την αφηρημάδα του οδηγού που οδηγεί αργά γιατί μπορεί να είναι πολύ στεναχωρημένος, τη βιασύνη του πεζού να περάσει απέναντι γιατί έχει καθυστερήσει να πάρει το παιδί του από το σχολείο—, η συνύπαρξη στους δρόμους θα γινόταν πολύ πιο ανθρώπινη. Προς το παρόν, είμαστε έτοιμοι να κατασπαράξουμε ο ένας τον άλλο, και πρόθυμοι να κάνουμε οποιοδήποτε λάθος.
Αλλά να μη συγχωρήσουμε κανένα.