Φίλιπ Κ. Ντικ, «Το ηλεκτρικό πρόβατο»
Κατά κάποιον τρόπο, ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι ο κόσμος που οραματίστηκε (υποφέροντας) ο Φίλιπ Ντικ, ή ένας από τους κόσμους που γεννήθηκαν από το μυαλό του. Σίγουρα, αν μη τι άλλο, φέρει το αποτύπωμά του, ή τις γρατσουνιές του. Και όχι μόνο επειδή τα βιβλία του διαμόρφωσαν μερικά εκατομμύρια συνειδήσεις ή επειδή γυρίστηκαν ταινίες και σημάδεψαν, άλλαξαν, τον κινηματογράφο. (Το «Blade Runner», βασισμένο στο «Ηλεκτρικό Πρόβατο», είναι μία από τις πέντε σημαντικότερες ταινίες Επιστημονικής Φαντασίας που γυρίστηκαν ποτέ — και ας δανείζεται στοιχεία, μόνο, από το βιβλίο). Αλλά γιατί ο Φίλιπ Ντικ ανέλαβε —μαζί με πολύ λίγους άλλους ακόμα— να γράφει ολοένα και να ξαναγράφει τον «Μόμπι-Ντικ», τη λογοτεχνική αποτύπωση της λύσσας του ανθρώπου να ψάχνει τη θεμελιώδη ερώτηση, εκείνη που ολοένα θα του ξεφεύγει και θα τον συντρίβει μέσα της και θα τον ξαναγεννά μόνο και μόνο για να συνεχίσει —πόσο σκληρό, και πόσο ανθρώπινο, είναι αυτό— τη σισύφεια αποστολή του: να βρει την ερώτηση, να αυτοσυντριβεί μέσα της, να ξαναγεννηθεί, και ξανά από την αρχή. (Αυτός είναι και ένας ορισμός της λογοτεχνίας, άλλωστε). Η αλλοπαρμένη Γη του Ντικ, οι έξαλλοι πλανήτες του, είναι ο ωκεανός του μεγάλου, γερασμένου Λεβιάθαν, και ο ίδιος ένας Ισμαήλ με χίλια ονόματα που μένει, μόνος αυτός, ζωντανός κάθε φορά από το ναυάγιο του Πίκουοντ, σαν μωρό που οφείλει να μεγαλώσει για να ξαναψάξει εκείνη την ερώτηση για το είναι, εκείνη που, άπαξ και τεθεί σωστά, θα δώσει ένα καλειδοσκοπικό μπουκέτο απαντήσεων για τα πάντα. Ο Φίλιπ Ντικ, ο δυστοπικός Κάφκα (αν ο ένας είναι ένας εντομολόγος στην έρημο της ενοχής, ο άλλος είναι κυνηγός σε σαφάρι στη σαβάνα της εντροπίας), βασανίστηκε για να κάνει αυτά τα ταξίδια, και βασανίστηκε μέχρι μέσα στο μεδούλι του. Η λογοτεχνία του τον ξέκανε, αλλά: ζήτω η λογοτεχνία του. Τα θέματα, οι ιδέες, οι αφορμές για «ταξίδια» και οι σπαρταριστές πλοκές που ξεπηδούν από τα κείμενά του με μία αδιανόητη, νωχελική απλότητα συνιστούν ένα πελώριο, ογκώδες, πεδίο λαβυρίνθου. Είναι μια εγκυκλοπαίδεια Επιστημονικής Φαντασίας (του μόνου βαθιά πολιτικού λογοτεχνικού είδους) από μόνος του. Και οφείλουμε να τον διαβάζουμε με επιμονή, ξανά και ξανά: αλλάζει κάθε φορά που νομίζουμε ότι τον ξεχνάμε.
Το ίδιο φυσικά συμβαίνει και με το «Ηλεκτρικό πρόβατο»: αν το διάβασες στα είκοσί σου, σήμερα είναι ένα άλλο βιβλίο — αλλά όχι με τον τρόπο που, για παράδειγμα, ο «Ηλίθιος» είναι ένα άλλο βιβλίο, δηλαδή επειδή μεγάλωσες εσύ. Το «Ηλεκτρικό πρόβατο» συνεχίζει να αλλάζει το ίδιο: διαβάζεται αλλιώς σήμερα από ό,τι το ’68 που γράφτηκε ή πάνω στην αλλαγή της χιλιετίας. Ίσως να φταίει η σκόνη που έχει σκεπάσει τον πλανήτη, ίσως να φταίνε οι «κοκορόμυαλοι», όσοι λίγοι δεν τα κατάφεραν να περάσουν τα τεστ και να φύγουν από τη διαλυμένη Γη, που την πνίγουν τα σκουπίδια και τα ερείπιά της, ίσως φταίνε οι νέοι Μεσσίες.
Το στόρι πάντως δεν έχει αλλάξει: κάποια ανδροειδή —τεχνητά όντα που ζουν περί τα τέσσερα χρόνια και μπορούν να κάνουν τα πάντα εκτός από το να συμπονέσουν, εκτός από το να νιώσουν ενσυναίσθηση— επαναστατούν, επιστρέφουν στη Γη από τις αποικίες στους άλλους πλανήτες όπου υπηρετούν για να ξεφύγουν από τη μοίρα τους, και ως εκ τούτου συνιστούν απειλή, άρα πρέπει να «αποσυρθούν». Η δουλειά του πρωταγωνιστή είναι ακριβώς αυτή: πρέπει να τα βρει και να τα εκτελέσει. Αυτό. Στην πορεία βέβαια, όλα θα αλλάξουν μορφή, όλα θα γίνουν κάτι άλλο, και όλα θα συμμιχθούν και θα γίνουν ένα: αλήθεια και ψέματα, άνθρωποι και ανδροειδή, ζωή και θάνατος, πραγματικότητα και τρέλα, θεοί και παλιάτσοι, ηλεκτρικά και αληθινά ζώα, αράχνες και φρύνοι, όλα θα πνιγούν στη σκόνη του τέλους. Που δεν θα είναι καν ένα τέλος: θα είναι η ζωή μέσα στη σκόνη.
Ένα αριστούργημα. Ένα ανεπανάληπτο βιβλίο.
Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κέδρος σε μετάφραση Δημήτρη Αρβανίτη.
[ Εικονογράφηση: καρέ από το κόμιξ «Do Androids Dream of Electric Sheep?» (#7) από τον Tony Parker, εκδ. BOOM! Studios, 2009 ].