Φλεγόμενη Κάμπρια
Είναι γνωστή η αγάπη μου για τις Εκδόσεις Bell, δεν την έκρυψα ποτέ άλλωστε. Μέσα από τα Bellάκια, εκτός όλων των άλλων μού ανοίχτηκε ένας κόσμος φόνων, μίσους, σκοταδιού, αρρωστημένων μυαλών (το λες και παράνοια όλο αυτό που μου συμβαίνει, αλλά δεν συμβαίνει μόνο σε μένα: και είμαστε όλοι μας καλά παιδιά), αγαπημένων χαρακτήρων και σπουδαίων συγγραφέων. Και μέσα από τις Εκδόσεις Bell έκανα φίλους, άρα το λες και win-win όλο αυτό.
Είναι επίσης γνωστή η αγάπη μου για τον Chris Carter, οπότε όταν ο Χάρης Νικολακάκης μού αποκάλυψε πως είχε κλείσει έναν καινούργιο συγγραφέα και ένα καταπληκτικό βιβλίο περίπου ίδιας θεματολογίας, διατήρησα τις επιφυλάξεις μου γιατί θεωρούσα δύσκολο να βρεθεί κάποιος που θα μπορούσε ν’ ανταγωνιστεί τον πολυαγαπημένο ντετέκτιβ Ρόμπερτ Χάντερ και τις αιματοβαμμένες υποθέσεις του. Επίσης ανήκω σ’ εκείνους που θεωρούν πως όπου ακούς πολλά κεράσια και υποψηφιότητες για βραβεία, κράτα και μικρό καλάθι. Κάποιοι λένε πως υπάρχουν κυκλώματα που προωθούν συγκεκριμένους συγγραφείς. Ίσως έχουν δίκιο, δεν ξέρω. Ποτέ κανείς δεν με έπεισε/ανάγκασε να μου αρέσει ένα βιβλίο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, οι υποψηφιότητες και τα βραβεία ήταν σωστά (έχω διαβάσει τα περισσότερα) και του άξιζε το Gold Dagger Αστυνομικού Μυθιστορήματος της Χρονιάς 2019. Και, ναι λοιπόν —το λέω με πόνο ψυχής—, ο νέος μου έρωτας ακούει στο φοβερό όνομα Ουάσιγκτον Πόου. Πώς γίνεται να μην ερωτευτείς κάποιον που ονομάζεται έτσι; (Συγγνώμη, Ρόμπερτ).
Ας ξεκινήσουμε από το εξώφυλλο που σε τραβάει σαν μαγνήτης. Ελάτε, παραδεχτείτε το, σε όλους αρέσει ένα καταχθόνιο εξώφυλλο, και η Άννα Σταθοπούλου έκανε φοβερή δουλειά με τις φλόγες και το καμένο ξύλο, το μαύρο και το πορτοκαλί. Και μετά το γυρνάς και διαβάζεις την υπόθεση στο οπισθόφυλλο για έναν σίριαλ κίλερ που καίει τα θύματά του ζωντανά στους προϊστορικούς λίθινους κύκλους που βρίσκονται διάσπαρτοι στην Κάμπρια της Αγγλίας. Για έναν αστυνομικό σε διαθεσιμότητα που αναλαμβάνει να βρει τον δολοφόνο. Για τη βοηθό του, μια μαθηματική ιδιοφυΐα με αδέξια όμως κοινωνική συμπεριφορά. Αν δεν σας τραβήξει αυτή η περίληψη, δεν ξέρω τι μπορεί να το κάνει. Και μετά ανοίγεις την πρώτη σελίδα που σε προδιαθέτει για ό,τι ακολουθήσει:
Πυρπόληση
- Πρόκληση πυρκαγιάς, κυρίως από πρόθεση
- Τελετουργική θανάτωση για θρησκευτικούς λόγους
Και από τις επόμενες ξεδιπλώνεται μπροστά σου η παράνοια ενός μυαλού, το σκοτάδι, η αγριότητα.
Προς μεγάλη μου ευχαρίστηση, ήταν όπως το περίμενα. Υπήρχαν άγριοι φόνοι, φωτιές, πέτρινοι σχηματισμοί και ένα σπάνιελ με το όνομα Έντγκαρ. Θα ακουστεί κλισέ, αλλά δεν ήθελα να το αφήσω από τα χέρια μου: το καταβρόχθισα («κυριολεκτικά»). Από την άλλη, καθώς είχα προσωπικές και επαγγελματικές υποχρεώσεις, μου πήρε μερικές μέρες να το τελειώσω. Αν ήταν στο χέρι μου, θα είχα παρατήσει τα πάντα και θα το είχα διαβάσει σε λίγες ώρες, χωρίς ν’ απαντώ όταν με φωνάζουν και χωρίς να υπάρχει ο κόσμος γύρω μου. Με ξετρελαίνει όταν μου το κάνει αυτό ένα βιβλίο. (Κάπως ακούστηκε αυτό, αλλά καταλαβαίνετε τι εννοώ). Συμβολισμούς, περιγραφές, χαρακτήρες, υπόθεση, δημιουργική γραφή: αυτά ψάχνω. Περιμένω από ένα βιβλίο να είναι έξυπνο, να με κάνει να γυρίζω συνέχεια τις σελίδες, να είναι αστείο όπου πρέπει, να «ρέει» άνετα. Θα παραδεχτώ πως μπορώ να κρίνω σκληρά κάτι που δεν μου αρέσει, ακόμα και αριστουργήματα. Όμως οι «Μαριονέτες» ήταν όλα τα παραπάνω. Πνευματώδες, καλογραμμένο, δημιουργικό και με εξαιρετική έρευνα. Ο M.W. Craven γράφει Κ Α Τ Α Π Λ Η Κ Τ Ι Κ Α ! Το έχει ο άνθρωπος, πως να το κάνουμε!
Θα παραδεχτώ πως στην αρχή είχα κάποιους ενδοιασμούς όσον αφορά την εξέλιξη των χαρακτήρων, πως θα μπορούσαν να καταλήξουν περισσότερο καρικατούρες, παρά πραγματικοί άνθρωποι. Και το λέω γιατί έχει συμβεί πολλές φορές. Ο πρώην μπάτσος και η αντικοινωνική βοηθός του; Χμμ… κάπου έχω ξαναδιαβάσει κάτι παρόμοιο. Όμως αυτό που μου άλλαξε γνώμη ήταν οι εκπληκτικοί μεταξύ τους διάλογοι και η αδιαμφισβήτητη χημεία τους. Ήταν απόλαυση να βλέπεις τον Πόου και την Μπράντσο να εξελίσσονται και να γίνονται τόσο πραγματικοί. Η φιλία που αναπτύχθηκε ανάμεσα στους χαρακτήρες, το πώς εργάστηκαν τόσο άψογα μεταξύ τους αλλά και ο τρόπος που ο Πόου υπερασπιζόταν την Μπράντσο κάθε φορά κάποιος την κορόιδευε μου έφερε δάκρυα στα μάτια — μελό, εντάξει, το παραδέχομαι. Τόσο ο Πόου όσο και η Μπράντσο έδειξαν πραγματική συμπάθεια για τα θύματα, δεν ήταν αποστασιοποιημένοι. Σοκαρίστηκαν, στενοχωρήθηκαν, οργίστηκαν, έκλαψαν, πράγμα που τους έκανε περισσότερο πραγματικούς, ανθρώπινους και ευάλωτους. Συγχρόνως, το βιβλίο είναι γεμάτο από άφθονο αγνό, φλεγματικό βρετανικό χιούμορ στα καλύτερά του. Υπάρχουν ανατροπές και εκπλήξεις αρκετές για να ικανοποιήσουν και τον πλέον απαιτητικό. Και ένα τέλος που δεν το περίμενα και με άφησε με το στόμα ανοιχτό, πράγμα σπάνιο γιατί είμαι αρκετά καλή στο να μαντεύω τον δολοφόνο.
Εξαιρετική η μετάφραση του Βαγγέλη Γιαννίση, απλή χωρίς να είναι απλοϊκή — νομίζω πως όλοι μας καταλαβαίνουμε τη διαφορά αυτών των δύο.
Αν όλα τα παραπάνω δεν σας έπεισαν να διαβάσετε τις «Μαριονέτες», δεν ξέρω τι μπορεί να το κάνει.
Εγώ προσωπικά ανυπομονώ πλέον για το επόμενο του M.W. Craven με την ίδια λαχτάρα που ανυπομονώ για το επόμενο του Chris Carter, μιας και στα τελευταία κεφάλαια μας δίνει κάποια στοιχεία για το τι μας περιμένει αργότερα. Ελπίζω οι Εκδόσεις Bell να ανταποκριθούν σύντομα. Διαφορετικά… (Αφήνω την απειλή να αιωρείται).
[ Eικονογράφηση: Γιώργος Αφεντάκης ]