Το φως και το σκοτάδι

C
Χρήστος Γραμματίδης

Το φως και το σκοτάδι

Λέγαμε την προηγούμενη εβδομάδα ότι το «Adieu au Langage», το πιο πρόσφατο φιλμ του Γκοντάρ, είναι δομημένο πάνω στους άξονες «La Nature» και «La Metaphor». Το αμέσως προηγούμενο φιλμ, με τον τίτλο «Film Socialisme», ήταν με τη σειρά του δομημένο πάνω στους άξονες «libérer» (ελευθερώνω) και «fédérer» (ομοσπονδοποιώ). Αυτό το φιλμ-διαθήκη είναι ένα οπτικό δοκίμιο που περιλαμβάνει: την πτώση και την επακόλουθη ταπείνωση της Ελλάδας (ο Γκοντάρ διαβάζει το όνομα της χώρας ως «HELL AS» που σημαίνει «όπως η Κόλαση» στα αγγλικά, και επίσης ως «hélas» που σημαίνει «αλίμονο» στα γαλλικά), τη διαφθορά και την οικονομική κατάρρευση της Wall Street και τον αντίκτυπό της στις διεθνείς αγορές («Το χρήμα επινοήθηκε για να μη χρειάζεται να κοιτάξουμε ο ένας τον άλλο στα μάτια», λέει ο Γκοντάρ), μια πετρελαιοκηλίδα στον Κόλπο του Μεξικού που απειλεί τα ζώα, το αντι-αραβικό αίσθημα στη Γαλλία, τον φιλο-παλαιστινιακό στολίσκο ακτιβιστών στον οποίο επιτέθηκαν Ισραηλινοί στρατιώτες.

Το φιλμ είναι λίγο δύσκολα προσβάσιμο (πρόκειται για οπτικό δοκίμιο, ενώ έχουμε συνηθίσει στα οπτικά αφηγήματα), αλλά πρόκειται για ένα έργο που με αίσθηση επείγοντος και πειραματική φόρμα αντιμετωπίζει τη σύγχρονη παγκόσμια πολιτική, τις ανεξέλεγκτες τεχνολογικές και αισθητικές αλλαγές που βιώνουμε, το περιβάλλον και την οικολογική καταστροφή, την πολιτιστική αφασία και τον πολιτισμό της χυδαιότητας, τον καταναλωτισμό και το αδύνατο της επικοινωνίας, το αναπόφευκτο της φθοράς και του θανάτου, ακόμη και το θέμα του αθλητισμού. Με όπλο τη δεξιοτεχνική οπτική αίσθησή του, ο Γκοντάρ αντιπαραθέτει την παραίτηση στην έμπνευση (με τη μορφή των παιδιών) και τον θυμό στην τρυφερότητα. «Δεν θέλω να πεθάνω πριν δω την Ευρώπη ευτυχισμένη», λέει κάπου ο αφηγητής.

Με την οπτική αταξία και τον απαιτητικό λόγο του Γκοντάρ να κυριαρχούν, το φιλμ φαίνεται να στοχεύει σ’ αυτό που ο Μπασελάρ ονομάζει «l’image implicite» (η λανθάνουσα, η υπονοούμενη εικόνα), την εικόνα που προέρχεται από την ποιητική της φαντασίας και οδηγεί σε ολόκληρη σειρά σκέψεων και ασύνειδων συνειρμών. Ο Γκοντάρ χρησιμοποιεί κείμενο, εικόνα και ήχο, με όπλο ένα σχεδόν «ιερογλυφικό» μοντάζ και επεξεργάζεται το υλικό του έτσι ώστε να αναδυθεί ως το οπτικοακουστικό ισοδύναμο μιας σειράς αφορισμών: ο Γκοντάρ δεν ενδιαφέρεται μόνο για τη σκέψη, αλλά για τα ίχνη της σκέψης στη ζωή μας.

Παρότι το «Film Socialisme» είναι απαιτητικό για τον θεατή, δεδομένης της ελεύθερης φόρμας του, της αποσπασματικής αφήγησης και του ριζικά παράφωνου, πολυφωνικού soundtrack, εντούτοις δεν απευθύνεται σε κάποιο «ειδικό κοινό»: όπως είπε κάποτε ο Ρολάν Μπαρτ, όταν πρόκειται για τον αθλητισμό και τον κινηματογράφο, είμαστε όλοι ειδικοί. Το φιλμ είναι «σοσιαλιστικό», όπως λέει και ο τίτλος του, κυρίως στη φόρμα, στη μορφή, χτισμένο καθώς είναι με υλικά την αντίθεση, την παραφωνία, τις εκατοντάδες αναφορές σε άλλα έργα (Ροσελίνι, Αϊζενστάιν, Τσάπλιν, Τζον Φορντ, Ανιές Βαρντά), την ποικιλία των εικόνων, την ποίηση, ολίγη από προφητεία, μια ιδιοσυγκρασιακή αντίληψη περί ιστορίας και μια γλώσσα-αραβούργημα: γαλλικά ανάκατα με ρωσικά, γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά, εβραϊκά και αραβικά. Η ταινία θα μπορούσε εντέλει να συνοψισθεί σε μια ερωταπάντηση μεταξύ ενός άντρα και μιας γυναίκας που ακούγεται κάποια στιγμή στο φιλμ: «Πού οφείλεται το φως;» ρωτάει αυτή. «Στο σκοτάδι», απαντάει αυτός.

Το φιλμ χρησιμοποιεί μια δομή τρίπτυχου (τα τρία τμήματα είναι άνισου μήκους) που υπονοεί ίσως το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον: το πρώτο τμήμα λαμβάνει χώρα σε ένα κρουαζιερόπλοιο που περιοδεύει στη Μεσόγειο («Ζήτωσαν οι διακοπές!» καθώς η Ευρώπη παρακμάζει), το δεύτερο ακολουθεί μια γαλλική οικογένεια που λειτουργεί ένα γκαράζ και ένα από τα μέλη της ανακοινώνει την υποψηφιότητά του για τις τοπικές εκλογές, και το τρίτο είναι ένα κολάζ που θριαμβευτικά κατατάσσεται ως ένα από τα πιο εμπνευσμένα κομμάτια της όλης καριέρας του Γκοντάρ.

Πρόκειται για έναν «κριτικό» κινηματογράφο, μια τέχνη που ανακρίνει τον εαυτό της, δίνοντας μορφή στην ιστορία της. Ο Γκοντάρ προβληματίζεται σχετικά με τη μετάβαση στην ψηφιακή εποχή (δείχνει κάπου μια παλιά φωτογραφική μηχανή, αλλού μια γραφομηχανή), αλλά χρησιμοποιεί τις πιο πειραματικές κινηματογραφικές τεχνικές, συνεχίζοντας να επεκτείνει το λεξιλόγιο του κινηματογράφου και την οπτική δυναμική του. Η ελεγεία του Γκοντάρ για το χαμένο παρελθόν εκφράζεται μέσα από εντελώς σύγχρονα μέσα, έχοντας επίγνωση των ηθικών συνεπειών των επιλογών του («Η κίνηση της κάμερας είναι ηθική επιλογή», είχε πει κάποτε ο ίδιος) και απολαμβάνοντας τον καινοτόμο χαρακτήρα της δημιουργίας.

Σε μια σκηνή, ο Γάλλος φιλόσοφος Αλέν Μπαντιού δίνει μια ομιλία σχετικά με τον Χούσερλ σε ένα μεγάλο, άδειο δωμάτιο: ο κενός χώρος υπογραμμίζει το βάρος της απουσίας. «Αυτό που διαγράφεται μπροστά μας είναι μια αδύνατη ιστορία – είμαστε αντιμέτωποι με το μηδέν», λέει ο Γκοντάρ. «Χρειάζεται δύναμη και κουράγιο για να σκεφτεί κανείς», συμπληρώνει. Όσο για την πολιτική του διαθήκη: «Τα χρήματα είναι ένα δημόσιο αγαθό, ακριβώς όπως το νερό», μας λέει. Και αλλού: «Το όνειρο του κράτους είναι να είναι ένα. Το όνειρο του ατόμου είναι να είναι δύο».

Αυτό που εναγωνίως μας λέει ο δημιουργός είναι πως έχουμε εισέλθει σε μια εποχή όπου, για διάφορους λόγους, η ανθρωπότητα βρίσκεται αντιμέτωπη με προβλήματα που, όχι μόνο δεν μπορεί να λύσει, αλλά δεν έχει καν την πολυτέλεια να μπορεί να τα εκφράσει, να τα περιγράψει.

Με το αιχμηρό του βλέμμα, ο Γκοντάρ είναι όλο και πιο επίκαιρος, εξαίσιος και συγκινητικός.