Το φουρνοδόν

C
Μιχάλης Γ. Τριανταφυλλίδης

Το φουρνοδόν

Δεν έχω καταλάβει ακόμη γιατί πρέπει τα καλοκαίρια πάντα να πηγαίνω να «απασχολούμαι» κάπου, μια-δυο μέρες τουλάχιστον, τη βδομάδα. Μια στο θείο Χρήστο, στο μανάβικο. Μια-δυο μέρες στο φούρνο, του κυρίου Σάββα, στη γωνιά της Μαυρομιχάλη με τη Ζουμετίκου. Τελικά θα πάμε ποτέ κι εμείς στα μπάνια, όπως όλα τα άλλα παιδιά;

Κοιτά να δεις, όσο το στριφογυρνάω στο μυαλό μου, εμείς ως οικογένεια, παραθερισμό, όπως ήτανε τότες το συνήθειο να πηγαίνουν, δεν κάναμε ποτές. Επειδή δεν είχαμε χωριό δικό μας, απλά πηγαίναμε κάθε χρονιά κι αλλού για δυο-τρεις βδομάδες το πολύ. Ούτε θέλανε οι γονείς μας αυτές τις κινητοποιήσεις όλου του σογιού, για να σε κουβαλιούνται όλο και πιο συχνά, νά, είπαμε, μιας και είστε κι εσείς εδώ, να κάνουν και τα παιδιά ένα μπάνιο, και πάει λέγοντας. Αλλά φυσικά ούτε παράδες υπήρχαν για τρεις μήνες παραθερισμό. Ούτε μετακομίσεις ολόκληρου νοικοκυριού, επομένως ούτε επαφές και σχέσεις με άλλους παραθεριστές, ούτε τίποτε.

Μόνο στη θεια Λίτσα και το θειο Γιάννη, που παραθέριζαν τρεις μήνες κάθε καλοκαίρι στο Αρσακλί, πηγαίναμε και τους βλέπαμε.

Περπατούσα κλοτσώντας τις πέτρες. Πήγαινα, από γύρω-γύρω, στο φούρνο, για να κάνω κύκλο και να καθυστερήσω, όσο γίνονταν περισσότερο. Η παρέα έφευγε για πουλιά, πάνω στη Νέα Ελβετία. Ο Σούλης είχε ετοιμάσει τις νέες παγίδες και τα δίχτυα. Πήγαιναν για καρδερίνες, που κατεβαίνουν στα χωράφια αυτή την εποχή, προς το κεραμοποιείο. Για πούλημα, φυσικά.

— Έλα, ρε μαλάκα, τι δουλειά και τρίχες κατσαρές; Θα μαζέψουμε τις καρδερίνες που θέλουν οι άλλοι και θα γυρίσουμε. Το μεσημέρι θα ’μαστε πίσω.

— Γυρνάει και η μάνα μου και η Λίτσα, πετάχτηκε ο Μπουλέτσος, από το κομμωτήριο και θα πρέπει να είμαι σπίτι όταν έρθουν. Α, και πού ’σαι; Κράτα και δυο ψωμιά, γιατί με είπαν να πάρω ψωμί και πού να το κουβαλάω τώρα στα πουλιά. Το πρωινό το έφαγα όλο και θα με πλακώσουν αν δεν πάρω άλλο. Το καρντάσι μου βαράει άσχημα άμα τσαντιστεί.

Ο Στέλιος, το καρντάσι του Μπουλέτσου, μάθαινε τεχνίτης σε αργυροχρυσοχοείο, στην αγορά, κάτω. Έφευγε το πρωί και γύρναγε το βράδυ.

— Άσε ρε Μπουλέτσο, δεν είμαι τώρα για άλλες φασαρίες. Προχτές ακόμη είχαμε πλακώματα, που φύγαμε πρωί και γυρίσαμε βράδυ από τα Καμινίκια. Κι εκεί πήγαμε να παίξουμε μπάλα και να γυρίσουμε με τα φλώρια από του Τερζόπουλου το σχολείο και γυρίσαμε αργά το απόγευμα. Πλακωθήκαμε στις φάπες μαζί τους, κυνηγήσαμε τις γάτες της τρελής δίπλα στο σινεμά, τη Βικτώρια, και νύχτωσε σχεδόν, ρε μαλάκα. Το τι ξύλο έφαγα, πού να σε λέω, τώρα. Η γιαγιά, η Τράντα, μ’ έσωσε.

Συνέχιζα, έστριβα δεξιά από του Βακαλέρη, καλημέριζα την κυρα-Στέλλα, αδερφή του ψάλτη του κυρ Βασίλη, που χήρεψε πρόσφατα, και κατευθυνόμουνα προς το φούρνο. Είχε ένα γιο η κυρα-Στέλλα, που τον έλεγαν κι εκείνον Στέλιο, αν θυμάμαι καλά. Τερατάκι μπρατσωμένος και αρπάζονταν εύκολα. Είχε μια φλωρέτα κόκκινη, που χάνονταν ανάμεσα στα μπούτια του. Άμα δε μάλωνε με άλλους, πλάκωνε μάνα κι αδερφή στο ξύλο και γινότανε το έλα να δεις. Κι άμα τον έβλεπες έξω, ήταν ένα ήσυχο παιδί, μια χαρά.

Έστριψα από τη γωνία. Φτάσαμε.

Μπροστά στο φούρνο, ήταν σταματημένο ένα μεγάλο φορτηγό σκεπαστό. Τι να κουβαλάει άραγε αυτό εδώ. Από πίσω, είδα τους τρεις χαμάληδες που ξεφόρτωναν ξύλα για το φούρνο.

— Άκρια, αγόρι μου, μη σε χτυπήσουμε.

Τα στοίβαζαν στο πίσω μέρος και περνώντας, σε κάθε δρομολόγιό τους, έκοβαν και από κανένα καΐσι, από τη βερικοκιά στο διπλανό άδειο οικόπεδο. Τη ρήμαξαν οι άτιμοι και κόβανε τα χαμηλά, τώρα για να φας καΐσι έπρεπε ν’ ανέβεις στο δέντρο και να γεμίσεις μυρμήγκια και να ξύνεσαι. Στο πίσω μέρος είχε ένα στηθεί πρόχειρο ξυλάδικο. Ένας έμπειρος εργάτης έκοβε τα μεγάλα ξύλα στην κορδέλα και άλλοι δυο έφτιαχναν τις στοίβες. Όλη η τελευταία παρτίδα στοιβάχτηκε κάτω από τον πάγκο, όπου χωρούσε πολύ πράμα. Ξύλα για τουλάχιστον μια βδομάδα. Και για το κυριακάτικο άναμμα, που ήταν μόνο για σπιτικά ψηστικά και παξιμάδια. Από κει έπαιρνα κι εγώ τα ξύλα όποτε έλεγε ο κυρ Σαββας και τάιζα το φούρνο.

Θυμάμαι ότι και η γιαγιά μου μάζευε το περίσσεμα του ψωμιού, όλη τη βδομάδα, το έκοβε σε φέτες και το έφερνε για ψήσιμο στη λαμαρίνα, για τα παξιμάδια του βραδινού, που συνόδευαν το τσάι. Ο παππούς Γρηγόρης ήταν εκεί παντού, πανταχού παρών, ακόμη και εν τη απουσία του. Στον ημιώροφο απάνω ήταν το ζυμωτήριο και ο χώρος που φούσκωνε το ζυμάρι, που ήθελε ζέστη. Μια γλυκιά ζέστη απλώνονταν σε όλο το χώρο, όχι υπερβολική, αλλά ήπια και ζαλίστρα. Ακριβώς πάνω από το θόλο του φούρνου.

Εκεί λοιπόν έγερνε και ο παππούς κι έπαιρνε έναν υπνάκο σχεδόν κάθε πρωί που περνούσε από το φούρνο κι έδινε οδηγίες ή έδειχνε άλλους τρόπους πλασίματος.

Εκεί στο φουρνοδόν, όπως το έλεγε, στη γλώσσα τη δική τους.

Τρεις άντρες γειτόνοι και φίλοι και κουμπάροι στην πορεία, στα διπλανά σπίτια, και οι τρεις αρτεργάτες έμπειροι και διαλεχτοί, περιζήτητοι στην αγορά. Ο παππούς Γρηγόρης από τα Σούρμενα, οι άλλοι δύο τα αδέρφια οι Σπανοπουλαίοι, ο Μούχον και ο Στάθον, από την Γκιουμουσχανά. Ο παππούς είχε φύγει μικρός από τα Σούρμενα, για να ξενιτευτεί και να μάθει καμιά δουλειά, αλλά και για ν’ αποφύγει τη στράτευση στον τούρκικο στρατό. Πήγε πρώτα στο Βατούμ κι από κει πέρασε στην Οδησσό.Έμαθε τη δουλειά του ψωμιού, αλλά και τα μυστικά από τα ρουσικά πιτοειδή και τα γλυκά τους, του φούρνου. Κάποια στιγμή δούλεψε και για το στρατό τους, τον κόκκινο, φτιάχνοντας ψωμιά και πιροσκί όλη μέρα. Τους ακολούθησε περίπου τέσσερα χρόνια.

Ως τέτοιος έτοιμος μάστορης ήρθε από την Οδησσό στη Θεσσαλονίκη.

Όλοι οι μεγάλοι φούρνοι στην Όλγας, του Παλάσκα, του Ορφανίδη κλπ. τον περίμεναν αυτόν και τα δυο αδέρφια, τους Σπανοπουλαίους, πώς και πώς, κάθε χάραμα, να πιάσουν δουλειά. Χρόνια ολόκληρα. Κι ο θείος Γιάννης, ο γιος του και αδερφός της μανούλας μου, αρτεργάτης έμαθε. Δούλεψε αρκετά χρόνια και μετά το γύρισε σε διάφορα επαγγέλματα, ώσπου καταστάλαξε στο καφενείο.

Θυμάμαι σαν τώρα, όταν πέθανε ο παππούς, στο δημοτικό νοσοκομείο, εμείς ήμασταν στο σπίτι και ήρθε η γιαγιά με το νονό μου, μ’ ένα ταξί από το νοσοκομείο. Τον είχα δει από νωρίς το απόγευμα της προηγουμένης και φαινότανε ευδιάθετος, αλλά μονολογούσε: «Έεε, φτάνει τόσο, κανίτε. Κουράστηκα, επουγαλεύτα».

Ήταν του ’87 και πέθανε το ’75.

Την άλλη μέρα στην κηδεία, η Κιτσούλα μου μουρμούριζε συνέχεια: «Και τώρα ποιος θα με φτιάξει τα τσουρέκια μου, τις γιορτές;»

Ήταν του αγίου Νικολάου, ανήμερα.

 Τα μεσημέρια, από την πίσω αυλή, εκεί από της Θυμίας το σπίτι, κάτω από τα πεύκα, κάθονταν ο Στάθης. Έπιανε την κεμεντζέ κι άρχιζε να ξεδιπλώνει την πίκρα και την περηφάνια του. Εκείνο το αγέρωχο του βηματισμού και της φιγούρας, που συγκρατώ ακόμη, είναι συναρπαστικό. Μά το θεό, κι αυτός κι ο νουνός μου, ο Δήμος, είχαν κορμοστασιές ζηλευτές, λαμπάδες και κυρίως περήφανες. Κι όταν χόρευαν, ούι, ψυχη μου, όταν χόρευαν. Ένιωθα πολύ βαθιά μέσα μου το «και κουδουνίζανε τα γυαλικά στα ράφια» του Ρίτσου που έμαθα κάποια χρόνια μετά. Και η κυρα-Φτυχία, με τις κόρες της, την Ωραιοζήλη και τη Λισάφ, έφτιαχνε κι έστελνε έξω κάτι για μεζέ, με τη ρετσίνα από του Δαγκλή την ταβέρνα, λίγο παραπάνω, μπροστά από του Βακαλέρη και την πολυκατοικία του Μπακαλούδη, την πρώτη που χτίστηκε στην περιοχή, πριν ακόμη και από της Μπεμπάρας, μέσα στο τολ. Άμα δεν κουτσοπίνανε εκεί, το μουχαμπέτι μετακόμιζε στη διπλανή αυλή των Σπανοπουλαίων.

Όλη η γειτονιά μια οικογένεια. Από το σπίτι στη γωνία μέχρι της θείας και νονάς, σχεδόν δεν είχαν φράχτες, μεταξύ τους, τα σπίτια. Περνούσες μέσα από τις αυλές κι όλο και κάτι θα σε φίλευαν.

Η θεία Ελένη με τον Οδυσσέα, από μεγάλη οικογένεια στην περιοχή της Αργυρούπολης. Οι Βελονάδες με τ’ όνομα. Εκεί στη γειτονιά ο θείος Οδυσσέας ήταν ο μόνος που έφτιαξε μια μικρή στέρνα κι έβαλε μέσα χρυσόψαρα. Κι η γιαγιά η Πηνή, η μάνα του, όλο και κάτι θα είχε στην ποδιά της για κέρασμα, που τότε, στα παιδικά μου μάτια, φάνταζε θησαυρός. Λίγο αργότερα, ο γαμπρός του ο Γιώργος, Καλαματιανός σε ποντιακό μιλέτι, έφερε και το πρώτο τρίτροχο όχημα, που άνοιγε από μπροστά, μια μπε εμ βέ Ιζέττα. Μετά ο θείος Μιχάλης αγόρασε ένα Φίατ Νέκαρ κι έτσι το στενό απόκτησε και δείγματα της αυτοκίνησης, που αναπτύσσονταν δειλά-δειλά στην πόλη.

Ακόμη και οι ξένοι, όμως, ενσωματώνονταν γρήγορα στο κλίμα της γειτονιάς και δένονταν με δεσμούς άρρηκτους. Έτσι ακριβώς και ο κυρ Σάββας, ο φούρναρης, με την κυρία του, τη Ρίτα, και τα παιδιά τους, το Γιάννη και το Γιώργο, τον δίμετρο, που έπαιζε μπάσκετ στον Άρη, άθλημα άγνωστο τελείως, που μόνο κάτω στη ΧΑΝΘ μπορούσες να δεις. Και ποιος θα μας πήγαινε εμάς, παρακαλώ, εκεί κάτω να διούμε μπάσκετ; Ο Γιώργος μάς έβαζε σε ένα καραβάν που είχε και πηγαίναμε η τσακαλοπαρέα και φωνάζαμε κιόλας, ακόμη και στις προπονήσεις.

Είχαν γίνει κομμάτι της κλειστής κοινωνίας, παρά το ότι εδώ στη γειτονιά βρίσκονταν μόνον ο φούρνος κι όχι το σπίτι τους. Αλλού έμεναν, κάπου προς την Όλγας. Ο θείος Χρήστος εκ Γαλέων της Χαβίανας προερχόμενος, συγγενής στενός κι αυτός της γιαγιάς, διατηρούσε μανάβικο στην πλατεία Αίνου. Είχε μετατρέψει σε μανάβικο το ένα από τα δυό μικρά κτίσματα του γαλλικού στρατού, από τον πρώτο πόλεμο, μάλλον φυλάκια. Το απέναντι, ο Μπότης το είχε ως ηλεκτρολογείο και μετά αγόρασε καμιά επτά-οκτώ ποδήλατα, άρχισε να τα νοικιάζει και μετατράπηκε σε ποδηλατά. Ο δεύτερος στην περιοχή μας. Ψηλός, παλικάρι δυνατό ο θείος Χρήστος, φωνακλάς και αγαπητός στους γύρω γειτόνους, έμενε λίγο πιο πάνω στα σπίτια του συνοικισμού, με τη θεία Αθηνά, ολίγον αξαδέρφη του, που φυσικά δεν πείραξε και τίποτε ο βαθμός συγγενείας τους, εις τον δεσμό και το γάμο τους. Έφερνε κάθε πρωί φρέσκα λαχανικά και φρούτα για το μικρό, μια τρύπα, μανάβικο, που το μεγάλο μέρος του αναπτύσσονταν έξω από το μικρό κτίσμα.

Εγώ έφτανα δυο μέρες τη βδομάδα στις επτάμισι, αφού ο θείος Χρήστος είχε απλώσει το εμπόρευμα στα καφάσια, σε αναβαθμούς. Έπιανα δουλειά αμέσως, βρέχοντας το χώμα γύρω από το μαγαζί, και μετά σκούπιζα προσεκτικά, σχεδόν να γυαλίσει ο χώρος. Τα δυο δέντρα, που σκίαζαν ως παραστάτες το μικρό κτίσμα, πάντα ασπρισμένα προσεκτικά, έπρεπε να είναι καθαρές οι σκαμμένες ρίζες τους. Μετά καθόμουν σε ένα σκαμνάκι, περιμένοντας τους πελάτες. Γύρω στις εννιά πήγαινα στον άλλο φούρνο, μετά τη Μαρτίου, δίπλα στο σινεμά το Ηραίον, που ήταν διώροφο, θερινό-χειμερινό. Έπαιρνα μια τυρόπιτα για το θείο Χρήστο, να τη φάει με τον καφέ, τον δεύτερο της ημέρας, που έφερνε ο απέναντι καφετζής. Χάζευα βλέποντας τις φωτογραφίες από τα έργα που έπαιζε ο σινεμάς και θα πήγαινα πίσω το μεσημέρι, να το κουβεντιάσω με την τσακαλοπαρέα, ή και με τη μαμά μου, για να ζητήσω να μας πάει ο παππούς Γρηγόρης, με τη Ρουλίτσα μου, να μας βάλει μέσα και να ’ρθει να μας πάρει στο σχόλασμα.

Έμαθα να ζυγίζω με τα δράμια, μια χαρά. Βέβαια δεν πολυχαίρονταν ο θείος Χρήστος, λόγω του ότι ούτε πέταγα τα φρούτα και τα ζαρζαβάτια, ανατρέποντας την ισορροπία και άρα και το μπαλαμούτιασμα στο ζύγισμα, ούτε έβαζα λάθος δράμια πεταχτά για να κλέψουμε στο ζύγι. Έμαθα να κόβω από τα μαρούλια και τη σγουρή, τα φύλλα που άρχιζαν να μαυρίζουν, ή τα φύλλα που φύραιναν από τα κρεμμυδάκια. Να ραντίζω με φρέσκο νερό τα φρούτα και κυρίως τα ζαρζαβατικά, για να δείχνουν φρέσκα και λαχταριστά. .

Από κει όμως έμαθα και σχεδόν όλες τις διαδρομές και τις γύρω γειτονιές, μιας και πήγαινα τα ψώνια που δεν μπορούσαν κάποιες κυρίες να κουβαλήσουν ή που τα ζητούσαν από το θείο Χρήστο με το τηλέφωνο. Έπιασα φιλίες με την κυρία Αγάπη, τη μητέρα της Χαρούλας της πρωταθλήτριας, και με τον κύριο Ηλία, της εταιρείας ύδρευσης του Χαρίλαου, που έλεγχε την υδροδότηση όλης της περιοχής, με το καλύτερο νερό, από το Χορτιάτη.

Ποτέ όμως δεν έπαιξα μπάλα με τα υπόλοιπα παιδιά της γειτονιάς εκείνης, που έπαιζαν μέσα στο πάρκο, με εστίες ανάμεσα στα παγκάκια σχεδόν κάθε πρωί. Ήτανε τάχα η επαγγελματική μου συνείδηση, που δεν μου επέτρεπε να εγκαταλείψω το πόστο μου και τη δουλειά, που αμείβονταν οχτώ φράγκα τη μέρα; Ήταν η εχθρότητα ανάμεσα στις δύο γειτονιές, που δεν μου επέτρεπε να προδώσω τη δική μου γειτονιά και παρέα, ή μηπως το ότι δεν επέμεναν όταν με προσκαλούσαν, κι έμεναν μόνο σε ένα, Θες να ’ρθεις, ρέεε;

Τι με κρατούσε μακριά από το παιχνίδι της γειτονιάς εκείνης;

Μήπως τελικά ντρεπόμουν μπας και με δει η Αννούλα, που έβλεπε διαρκώς, κάθε μέρα, από την αυλή της, και δεν ήθελα να χάσω καθόλου από τη θέση που κατείχα στα μάτια της και την ψυχή της;