Φρεντερίκ Φαζαρντί

C
Γρηγόρης Αζαριάδης

Φρεντερίκ Φαζαρντί

(Οι σκέψεις που ακολουθούν έχουν γραφτεί από έναν απλό αναγνώστη αστυνομικών μυθιστορημάτων. Προσοχή όμως… Αν ανήκετε σε «ευπαθείς» αναγνωστικά ομάδες ή/και οι πολιτικές προτιμήσεις σας φτάνουν μέχρι τα όρια της πολιτισμένης σοσιαλδημοκρατίας, καλό θα ήταν να αγνοήσετε τη συνέχεια. Το ίδιο αν η ακραία χρήση χιούμορ και η «σκληρή» γλώσσα σάς φέρνουν μια αναγούλα στο στομάχι. Στόχος του μικρού αυτού άρθρου είναι να παρακινηθούν κάποιοι αναγνώστες και να γνωρίσουν το έργο του Φαζαρντί. Ευχαριστώ τον Αριστοτέλη Σαΐνη και τον Αντώνη Γκόλτσο για κάποιες αναφορές από σχετικά άρθρα τους και συζητήσεις).

 

O Φρεντερίκ Α. Φαζαρντί (Frédéric H. Fajardie) ανήκει σε εκείνη τη γενιά των στρατευμένων αριστερών συγγραφέων (μαζί με τον Zαν-Πατρίκ Mανσέτ, 1942-1995), που μπορούν να θεωρηθούν ως δημιουργοί του neo-polar, του άκρως ιδιαίτερου αστυνομικού μυθιστορήματος που χρησιμοποίησαν σαν μέσο σκληρής κοινωνικής και πολιτικής κριτικής. Ακόμη καλύτερα, του αστυνομικού μυθιστορήματος που ευαγγελίζεται την άμεση ρήξη με την αστική κοινωνία, «του μυθιστορήματος της βίαιης κοινωνικής παρέμβασης», κατά τον πρωτοπόρο του είδους Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ.

Στο έργο του κυριαρχούν οι απόηχοι των κοινωνικών προβληματισμών του Μάη του ’68, και γενικότερα αντανακλάται η αριστερίζουσα ατμόσφαιρα της εποχής και η απόφαση για ανελέητη επίθεση κατά της καθεστηκυίας τάξης. Ως γνήσιο τέκνο του Γαλλικού Μάη, ο Φαζαρντί δεν εκσφενδονίζει πλέον πέτρες ξηλωμένες από το καλντερίμι των δρόμων, αλλά χρησιμοποιεί σαν ακραίο όπλο τη γραφή του, απειλώντας τη σταθερότητα της αστικής κοινωνίας.

O Μανσέτ έχει αρχίσει να δημοσιεύει από το 1971 στη μαύρη σειρά του Γκαλιμάρ: το «Nada» («Νάδα», μτφρ. Γιάννης Καυκιάς, Ελληνικά Γράμματα, 2007) εκδίδεται το 1973 και το «Que d’os!» («Τι λούκι!», μτφρ. Γιάννης Καυκιάς, Στάχυ 1996, Ελληνικά Γράμματα 2009) κυκλοφορεί το 1976. Το «Tueurs de flics» («Φονιάδες μπάτσων», μτφρ. Γιάννης Καυκιάς, Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων) είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Φαζαρντί. Γράφτηκε το 1975, και μετά από εκδοτικές περιπέτειες βγήκε το 1979 στις εκδόσεις Phot’Oeil και στη σειρά Sanguine. Ο πρώτος είναι ιδιαίτερα γνωστός και αγαπητός στην Ελλάδα, ο δεύτερος μάλλον άγνωστος μέχρι σήμερα, αν και στη Γαλλία θεωρείται μετρ του είδους.

Ο Φρεντερίκ Φαζαρντί γεννήθηκε το 1947 στο Παρίσι με το πραγματικό όνομα Ρολάν Μορό (Ronald Moreau). Γιος βιβλιοπώλη, σπούδασε Φιλοσοφία, Ιστορία και Κοινωνιολογία και άσκησε διάφορα χειρωνακτικά επαγγέλματα. Δραστηριοποιήθηκε γρήγορα στην επαναστατική Αριστερά μέσα από τις «Επιτροπές Βιετνάμ» και αργότερα την «Προλεταριακή Αριστερά» και την «Κόκκινη Αλληλοβοήθεια», μετέχοντας, εν τω μεταξύ, ενεργά στην εξέγερση του Μάη του ’68. Ήταν ένας από τους σπάνιους αυτής της γενιάς που παρέμειναν ώς το τέλος πιστοί στη νιότη τους. Και, παρά τη διάψευση των οραμάτων και τη συνακόλουθη μελαγχολία του αριστεριστή, ο Φαζαρντί παρέμεινε συνεπής στις θέσεις του, δηλώνοντας ο «τελευταίος αναρχομπολσεβίκος» και ότι προτιμούσε να θυσιαστεί παρά να αρνηθεί τις ιδέες του.

Αρχικά συγγραφέας δεκάδων βίαιων και ανατρεπτικών νουάρ, στράφηκε γρήγορα σε μια πιο παραδοσιακή γραφή και στο ιστορικό μυθιστόρημα, πάντα όμως προσανατολισμένος στην κοινωνική κριτική. Υπήρξε πολυγραφότατος. Συνολικά, έγραψε πάνω από σαράντα μυθιστορήματα (αστυνομικά, αλλά και ιστορικά), τριακόσια πενήντα διηγήματα, πολιτικά δοκίμια, σενάρια για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο κλπ. Επίσης, αρθρογραφούσε τακτικά σε εφημερίδες και περιοδικά (υπήρξε για πολλά χρόνια μόνιμος αρθρογράφος της Humanite και του περιοδικού Charlie Hebdo, μεταξύ άλλων). Πέθανε κι αυτός σχετικά νωρίς (όπως ο Μανσέτ), την Πρωτομαγιά του 2008, στα 60 του χρόνια.

Η πλοκή των μυθιστορημάτων του είναι σαφώς μοναδική. Εδώ, ξεφεύγουμε λίγο (έως και πολύ) από το ρεαλιστικό και σε πολλές περιπτώσεις φτάνουμε με άνεση στο σουρεαλιστικό. Άλλωστε, για τον Φαζαρντί αυτό δεν είναι και ιδιαίτερα σημαντικό. Η εξέλιξη της υπόθεσης των μυθιστορημάτων είναι μια καλή αφορμή γι’ αυτόν να αναπτύξει τη στρατευμένη πολιτική της άμεσης και βίαιης ρήξης με την κοινωνία, ακολουθώντας πιστά τις επιταγές της αντιεξουσιαστικής ιδεολογίας του Μάη του ’68.

Το ύφος, η γραφή, το στιλ του Φαζαρντί είναι ανεπανάληπτα. Η κατά μέτωπον επίθεση που εξαπολύει ξεπερνούν παρασάγγας άλλους συναδέλφους του. Δεν είναι απλά καυστικά, τα μυθιστορήματά του εξαπολύουν υγρό πυρ «κατά των ασεβών», όπου «ασεβείς» οι κάθε μορφής κοινωνικοί αντίπαλοι των στρατευμένων αριστερών της γενιάς του. Η χρήση της σάτιρας και του χιούμορ στα μυθιστορήματα του Φαζαρντί δεν έχει προηγούμενο. Είναι κάτι παραπάνω από ισοπεδωτική. Εξουθενώνει. Σπάει κόκαλα. Ο αναγνώστης, πέραν της ευρείας αντίληψης περί χιούμορ, χρειάζεται να διαθέτει γερό στομάχι. Γιατί ο συγγραφέας μέσω του χιούμορ επιχειρεί (και καταφέρνει) να δώσει τρομακτικά χτυπήματα στην αστική κοινωνία. Να τη στριμώξει στα σχοινιά και, με συνεχή γρονθοκοπήματα, να τη ρίξει νοκ άουτ. Κάτι που τελικά βέβαια δεν έγινε ποτέ εφικτό, αναγκάζοντας τον μέγιστο Μανσέτ να εγκαταλείψει τη συγγραφή αστυνομικών μυθιστορημάτων και τον Φαζαρντί να αποδεχτεί τη ματαιότητα των προσπαθειών του.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι «Φονιάδες μπάτσων», όπου ο Φαζαρντί αποδίδει μια ζοφερή εικόνα του πολυπολιτισμικού Παρισιού και ιδιαίτερα των καταθλιπτικών νότιων προαστίων, όπου κινούνται οι φονιάδες. Πέρα από τις παραμορφωμένες από μίσος φάτσες και τα ξυρισμένα κεφάλια των ακροδεξιών και τις επιθέσεις στα γραφεία του Γαλλικού Κομουνιστικού Κόμματος υπό τη διακριτική ανοχή της αστυνομίας, είναι κυρίως ο υφέρπων φασισμός των ανθρώπων της διπλανής πόρτας στον οποίο στέκεται ο Φαζαρντί. Όλοι είναι έτοιμοι να ενδώσουν στο σαράκι του ρατσισμού, να εκμεταλλευτούν την αδυναμία του διπλανού τους, να λιντσάρουν τον υποτιθέμενο ένοχο, να συνταχτούν αμέσως δίπλα στον ισχυρότερο… Και βέβαια, πιστός στις αρχές της αντιεξουσιαστικής ιδεολογίας, ο συγγραφέας καταγγέλλει με τον πιο σκληρό τόνο τη διεφθαρμένη αστυνομία, την κατάχρηση εξουσίας, την επιτακτική ανάγκη της για δύναμη και εξουσία, το αναφαίρετο δικαίωμα (;) των μπάτσων να αιματοκυλίζουν τον τόπο αναίτια, τη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων, τα πολιτικά παιχνίδια με τους κυβερνητικούς παράγοντες και τις σχέσεις τους με τον υπόκοσμο και τη μαφία.

Ο Φαζαρντί διηγείται μια εντελώς σουρεαλιστική, παράλογη ιστορία με πρωταγωνιστές που κινούνται στα όρια μιας μεγαλειώδους παραφροσύνης. Κι όμως αυτοί οι ήρωες του παράλογου τελικά δεν δείχνουν καρικατούρες, αλλά τείνουν να μας θυμίζουν ήρωες και της σύγχρονης κοινωνίας. Κι αυτό αναδεικνύει την απειλή που εκφράζουν οι σύγχρονες αστικές κοινωνίες. Στο τέλος βέβαια, ο Φαζαρντί αφήνει ανοιχτό ένα μικρό παράθυρο ελπίδας για έναν λίιιγο πιο φωτεινό κόσμο, όπως τουλάχιστον τον οραματίστηκε αυτός και οι σύντροφοί του του neo-polar, με πρώτο τον Μανσέτ. Καθώς ο ήρωάς του αντιμετωπίζει τον ένδοξο, αλλά και αναπόφευκτο, θάνατο, χλευάζει τους εκπρόσωπους της αστικής τάξης, με την απειλή: «Εμένα θα με καθαρίσετε, αλλά στις υποβαθμισμένες γειτονιές και στις λαϊκές πολυκατοικίες γεννιούνται και μεγαλώνουν εκατομμύρια μικρά βαμπίρ! Άαα… θα γελάσουμε πολύ τις επόμενες δεκαετίες!»

Υπενθυμίζουμε ότι το μυθιστόρημα αυτό εκδόθηκε πριν από περίπου σαράντα πέντε χρόνια. Οι «επόμενες δεκαετίες» έχουν έρθει.

ΥΓ. Βρείτε και διαβάστε τα πέντε μυθιστορήματα του Φαζαρντί που κυκλοφορούν στα ελληνικά: τρία από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων σε μετάφραση Γιάννη Καυκιά («Φονιάδες μπάτσων», 2014, «Η θεωρία του 1%», 2015, «Με κομμένη την ανάσα», 2018) και δύο από τις εκδόσεις Angelus Novus («Η νύχτα των παπουτσωμένων γάτων», μτφρ. Βασίλης Παπακριβόπουλος, 2016, και «Μετά τη βροχή», 2017).