Το γαϊτανάκι των αναμνήσεων
Μετά το εντυπωσιακό της ντεμπούτο με το μυθιστόρημα «Κόμπος» που κυκλοφόρησε το 2018 και πάλι από τις Εκδόσεις Στερέωμα, η Ζωή Μπόζεμπεργκ, με στέρεα βήματα, προχώρησε στην έκδοση ενός πραγματικά καθηλωτικού μυθιστορήματος: «Παλιοί δεσμοί, νέοι τόποι».
Ένα βιβλίο που κατάφερε, βέβαια, να μου κεντρίσει το ενδιαφέρον από τον τίτλο του και μόνο. Παλιοί δεσμοί, νέοι τόποι. Ναι· δεν χρειάζεται να διαβάσει κανείς το οπισθόφυλλο για να μαντέψει πως ξεκινά εδώ ένα ταξίδι στον κόσμο της προσφυγιάς. Αυτό όμως που είναι αδύνατον να προβλέψουμε είναι πως η συγγραφέας θα μας μετατρέψει με το μαγικό της ραβδί σε πεταλούδες. Και πως θα μας αφήσει να πετάμε ανάμεσα στον κόσμο που σμίλεψε για μας· ανάμεσα στις οικογένειες που, με έναν μόνο μπόγο με προσωπικά αντικείμενα, φεύγουν κατατρεγμένοι από την πατρίδα τους για να βρεθούν σε άγνωστο τόπο, ανάμεσα σε ξένους ανθρώπους. Βρέθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Και αναρωτιέται ο αφηγητής:
Πόσοι άραγε από εκείνους τους Έλληνες που πρώτοι κατοίκησαν τη νεοϊδρυθείσα από τον Κάσσανδρο πόλη άφησαν απογόνους που συνέχισαν κι εκείνοι τη ζωή μέσα στα τείχη της κι επιβίωσαν από επιθέσεις, αλώσεις, σφαγές, λιμούς και διώξεις Σλάβων, Σαρακηνών, Νορμανδών, Φράγκων και Τούρκων; Και πόσα ελληνικά πλήθη ήρθαν στη διάρκεια του εικοστού αιώνα, ξεριζωμένα με τη βία από τη βασανισμένη Ανατολική Θράκη κι από την καθημαγμένη Μικρά Ασία, πόσοι μέτοικοι από όλες τις γωνιές της ελληνικής υπαίθρου, εξαθλιωμένοι από την κρατική αδιαφορία ή από τις πολεμικές συγκρούσεις, αναζητώντας στην πόλη μια καλύτερη ζωή, μα κουβαλώντας στην καρδιά τους το χωριό και τις συνήθειές του; Ποιους να πει κανείς ντόπιους και ποιους μέτοικους σ’ αυτή την πόλη…
Πετάμε πάνω από τις στέγες των σπιτιών τους, παρακολουθώντας τον χρόνο να τους σημαδεύει, πότε με μικρές ευτυχισμένες στιγμές, και πιο συχνά με βαθιές χαρακιές στις ήδη πληγωμένες καρδιές τους. Τους παρακολουθούμε να προσπαθούν να γαντζωθούν στο καινούργιο, να απαλύνουν τον πόνο που χαράζουν οι αναμνήσεις. Μα αλίμονο:
Όσο πολλαπλασιάζονται τα δύσκολα, όπως συμβαίνει στη ζωή όλων, τόσο αγκιστρώνονται στις αναπολήσεις του «ευτυχισμένου» παρελθόντος, με αποτέλεσμα να μεγαλώνει η δυσφορία τους για το παρόν.
Κι ακόμα:
Δέσμια της μνήμης και της φαντασίας, φύλαγε ως τον πυρήνα τού είναι της τα σπαράγματα της παιδικότητάς της, και πάσχιζε μάταια, όπως ήταν φυσικό, να τα συνθέσει στο νέο πλαίσιο του παρόντος.
Παρακολουθούμε την οικογένεια της Ευγενίας να πολλαπλασιάζεται και να απλώνεται. Πολλοί οι χαρακτήρες, πολύ καλά αναπτυγμένοι. Η κάθε ιστορία των απογόνων θα μπορούσε να αποτελέσει ένα νέο μυθιστόρημα. Η Ευγενία όμως είναι πάντα το κυρίαρχο πρόσωπο στο βιβλίο.
Την αγάπησα την Ευγενία που αγαπά όλο τον κόσμο. Στο σπίτι της, κέντρο διερχομένων (όπως ακριβώς ήταν και της αγαπημένης μου γιαγιάς Θεοδώρας…) πάνω από ένα φλιτζάνι καφέ που έφτιαχνε για κάθε άνθρωπο, κοντινό ή λιγότερο δικό της, περνά από μπροστά μας η ιστορία· όχι μόνο της Ελλάδας και της Κωνσταντινούπολης, αλλά και του Πόντου και της Μικρασίας, ακόμα και της δικιάς μου πατρίδας, της Κύπρου. Αλληλένδετα, άλλωστε, δεν ήταν και δεν είναι όλα;
Κι όσο κι αν εμφανίζονται σκόρπιες οι αναμνήσεις των ηρώων στο βιβλίο, όσο κι αν στις κουβέντες τους έχουμε πάντα μόνο κάποια ψήγματα ιστορίας, όλα ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια μας σαν πλεγμένο γαϊτανάκι. Χιλιάδες όμορφες στιγμές και αναμνήσεις στο βιβλίο, πανέμορφες, ζωντανές περιγραφές σαν πλούσιο πολίτικο τραπέζι. Σ’ ένα κλίμα νοσταλγίας που δεν φαίνεται να το προκαλούν μόνο όσοι από τους χαρακτήρες έζησαν στις χαμένες πατρίδες, καθώς το έχουν μεταδώσει, λες, και στα γονίδια των απογόνων τους. Μα τα παιδιά τους δεν είναι δυνατόν να τα γευτούν όλα:
Ό,τι και να τους έλεγε, ο λόγος δεν έχει την ικανότητα να κοινωνεί προσωπικά βιώματα, γι’ αυτό και πολλά έμειναν περίκλειστα μυστικά.
Οι περιγραφές της Μπόζεμπεργκ είναι γεμάτες λυρισμό:
Τι νύχτες πρωτόγνωρες είναι αυτές, όταν κάθεσαι στο πεζούλι της αυλής μες στο απόλυτο σκοτάδι, παρέα μ’ ένα νυχτοπούλι που ξενυχτάει πάνω στην αμυγδαλιά, μέσα σε μια σιωπή ολοζώντανη, που όλο και τη βαθαίνουν κάτι γαυγίσματα πολύ μακρινά και οι γρύλλοι που κρατάνε το ίσο. Και προπάντων οι ασέληνες νύχτες με τα χιλιάδες αστέρια στον κατάμαυρο ουρανό, που λαμπυρίζουν μέχρι χαμηλά· πλήθος τέτοιο δεν έχεις ξαναδεί, είσαι και δεν είσαι ολομόναχος μέσα σ’ έναν απέραντο κόσμο και η αίσθησή του σε γεμίζει εμπιστοσύνη, γιατί σου δίνει τις ακριβείς συντεταγμένες της ύπαρξής σου.
Το μυθιστόρημα ακολουθεί χρονολογική σειρά και είναι χωρισμένο σε κεφάλαια που το καθένα φέρει τον δικό του τίτλο. Το τελευταίο ονομάζεται: «Σπίτι. Επιτέλους». Το μεγάλο στοίχημα του πρόσφυγα· να καταφέρει να δημιουργήσει ρίζες στην νέα πατρίδα. Να χτίσει, να φτιάξει, να αγοράσει ένα δικό του σπίτι.
Σπίτι – επιτέλους. Για κάποιους. Γιατί για μένα —και νά που δεν μπορώ να αποστασιοποιηθώ— το νέο σπίτι σε ξένους τόπους είναι μια ακόμα πίκρα. Μια ακόμα προσπάθεια να αναπλάσω τις εικόνες του χαμένου σπιτιού· εκείνο που πάντα θα γεμίζει τη δική μου καρδιά, χωρίς να αφήνει χώρο για κανένα άλλο. Το σπίτι όπου ζει πάντα η αγαπημένη μου γιαγιά — που, ίσως τελικά ευτυχώς, έφυγε εγκαίρως.