Generation Y: Ένα χρονικό

C
Παναγιώτης Χατζηγιαννάκης

Generation Y: Ένα χρονικό

1988. Μια κοιμισμένη πόλη, το Μορναί, στο μαλακό υπογάστριο της Γαλλίας. Όμορφη μα. κατά τον τοπικό θρύλο. καταραμένη. Η ζωή κυλά ήρεμα, αβίαστα, με τα μικρά τοπικά κουτσομπολιά και σκάνδαλα. Στο προαύλιο του δημοτικού σχολείου ο οχτάχρονος Μπαζίλ γίνεται έρμαιο στις διαθέσεις των νταήδων. Το ίδιο και η Μαντλέν, ένα αγοροκόριτσο που δεν το αφήνουν να παίξει ποδόσφαιρο. Όλα αυτά μέχρι να εμφανιστεί ο Μεχντί Φαμπέρ, γιος Αλγερινών μεταναστών που τον εγκατέλειψαν. Τον ανέλαβαν από την πρόνοια οι Γκαρόν, ένα μεσοαστικό ζευγάρι που του περίσσευε η αγάπη. Ο Φαμπέρ, σαγηνευτικός, με λεπτή ευγένεια και όψη σκωπτικού εφήβου, θα κατακτήσει τους πάντες. Ενήλικες και παιδιά. Η σπάνια εξυπνάδα και ωριμότητά του θα τον κάνουν βασιλιά. Θα ανατρέψει τις ισορροπίες, αποδίδοντας «δικαιοσύνη» πρώτα στο σχολείο, μετά στις οικογένειες των φίλων του και τέλος σε ολόκληρη την πόλη. Ο Μπαζίλ και η Μαντλέν θα γίνουν οι κολλητοί του, οι αιώνια πιστοί θαυμαστές που θα τον ακολουθήσουν για χρόνια. Η βασιλεία του θα κρατήσει μέχρι το 1995, όπου ένα τραγικό συμβάν θα τον αναγκάσει να εγκαταλείψει την πόλη. Να κρυφτεί πληγωμένος, να εξαφανιστεί.

2005. Η Μαντλέν έχει επιλέξει το επάγγελμα της μητέρας της — δουλεύει ως φαρμακοποιός μερικής απασχόλησης. Παντρεμένη, με μια μικρή κόρη, είναι στα όρια της κατάθλιψης. Ο Μπαζίλ είναι φιλόλογος, επίδοξος συγγραφέας, γεμάτος συμπλέγματα. Οι δυο τους βρίσκουν και φέρνουν πίσω τον Φαμπέρ για να πάρουν εκδίκηση. Του φορτώνουν όλες τις αποτυχίες τους, όλα τα νικημένα όνειρά τους. Αλλά και ο Φαμπέρ δεν είναι ο ίδιος: έχει μεταμορφωθεί σε έναν δαίμονα, σε έναν εκπεσόντα άγγελο, με πληγωμένη μορφή και περηφάνια. Οι τρεις τους, άρρηκτα δεμένοι, θα οδηγηθούν στο αναπόδραστο τραγικό τέλος.

Ήμαστε παιδιά της μεσαίας τάξης μιας μεσαίας χώρας της Δύσης, δυο γενιές μετά από έναν πόλεμο κερδισμένο, μια γενιά από μια επανάσταση χαμένη. Δεν ήμαστε ούτε φτωχοί ούτε πλούσιοι, δεν νοσταλγούσαμε ούτε την αριστοκρατία, δεν ονειρευόμαστε καμιά ουτοπία και η δημοκρατία μάς ήταν αδιάφορη. Μας μόρφωσαν και μας διαμόρφωσαν τα βιβλία, οι ταινίες, τα τραγούδια — η υπόσχεση ότι θα γίνουμε αυτόνομα άτομα. Νομίζω ότι είχαμε το δικαίωμα να περιμένουμε μια ζωή διαφορετική. Όμως για να επιβιώσουμε όπως όλος ο κόσμος, όταν ενηλικιωθήκαμε, καταλάβαμε ότι επρόκειτο απλώς να δουλέψουμε κι εμείς, όπως οι προηγούμενοι.

Ένα sui generis μυθιστόρημα. Μπορείς να το πεις μυθιστόρημα ενηλικίωσης ή πολιτικό, φιλοσοφικό, ακόμα και θρίλερ. Μια λεπτομερής τοιχογραφία μιας ολόκληρης εποχής. Από την ευημερία του τέλους των 80s στις μεταρρυθμίσεις του Ζιπέ το 1995, που ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων, μέχρι τον Σαρκοζί και τη σημερινή οικονομική κρίση. Θα μπορούσε να έχει τον τίτλο «Χαμένες ψευδαισθήσεις: Millennium ». Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, με διαρκείς μεταθέσεις στο παρελθόν και στο τώρα, εναλλάσσεται στους τρεις πρωταγωνιστές. Ο Μπαζίλ, η Μαντλέν, ο Φαμπέρ καίγονται να πουν τη δική τους ιστορία. Μια ιστορία που αναδύεται αργά. Τα στοιχεία ακολουθούν το ένα το άλλο κάνοντας ομόκεντρους κύκλους, όπως η κωδικοποιημένη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν μικροί όταν χρειάζονταν βοήθεια. Στο τέλος ο συγγραφέας, χρησιμοποιώντας το τέχνασμα του μυθιστορήματος μέσα στο μυθιστόρημα, δίνει τον λόγο στη νεότερη γενιά. Ο Τριστάν, ένας νεότερος χαρισματικός Φαμπέρ, θα μας πει τον επίλογο.

Το τοπίο όπου κινούνται οι ήρωες, η πόλη του Μορναί, αν και φανταστική όπως τονίζει ο συγγραφέας, έχει μέσα στην ησυχία της, στα μηδαμινά της σκάνδαλα, μια ατμόσφαιρα ζοφερή. Το θνησιγενές όνομά της δεν είναι τυχαίο. Αν και η περιγραφή της ζωής έχει τις ρίζες της στη γαλλική παράδοση —η επιρροή του Φλομπέρ και του Μπαλζάκ είναι εμφανής στον ειρωνικό τόνο που χρησιμοποιεί ο Garcia—, φιγούρες όπως του αιώνια εκλεγμένου Δημάρχου Ερσάν ή του καθηγητή Μεζιέρ —που γράφει την ιστορία της πόλης μα που δεν θα την ολοκληρώσει ποτέ—, είναι τόσο οικείες. Παράλληλα όμως εισάγει έναν τόνο πιο ρομαντικό, σχεδόν μεταφυσικό. Οι πάντες ασφυκτιούν μέσα στον κλοιό αυτής της πόλης κι ελπίζουν να φύγουν μια μέρα. Και κανείς δεν θα καταφέρει να ξεφύγει:

Ιδωμένη από ψηλά, σε μια προοπτική που έφερνε ίλιγγο, η λεωφόρος Γκραν-Κουρ φαινόταν σχεδόν έρημη: μερικά ζευγάρια τριγύριζαν γύρω από το θέατρο «Μπελζ»· πολλοί τουρίστες ψάχνοντας το ξενοδοχείο τους, στο Σατλέ· μεθυσμένα παιδιά του λυκείου, που ετοίμαζαν την γιορτή των αποφοίτων. Και να φανταστεί κανείς ότι θεωρούσα την Γκραν-Κουρ κάτι σαν το Σανζ-Ελυζέ του Ομπρ! Τα περισσότερα παντζούρια ήταν ακόμα ανοιχτά. Οι λευκές προσόψεις των αστικών κατοικιών έπαιρναν κιτρινωπή απόχρωση από τις λάμπες του δρόμου, που μεταμορφώνουν τις φιλύρες και τις ανοιξιάτικες καστανιές σε ευτελή φαντάσματα. Τα δέντρα θύμιζαν κούκλες μιας γιγάντιας βιτρίνας. Σε μια ανοιχτόχρωμη γκρίζα λίμνη επέπλεαν μερικά παγκάκια πάνω στα πλακοστρωμένα ροζ πεζοδρόμια. Στη γωνία της Προβιντάνς, φωτισμένα σιντριβάνια, γαλαζωπά. Πιο ψηλά, υψώνονται χλωμοί οι οβελοί του καθεδρικού ναού. […] Ο σιτοβολώνας της Γαλλίας, βυθισμένος σε μια γαλήνη που μας αποκάλυπτε την απόλυτη ουσία της επαρχίας. Η ζωή χωρίς πρωτεύουσα. Το «μέτριο» σε όλα τα πράγματα. Αυτό που είναι καθησυχαστικό και καταπιεστικό συγχρόνως.

Οι ενήλικες μετά τα παιδιά θα μαγευτούν από τον ιδιαίτερο νέο. Ο πρεσβύτερος Ολσέν, πατέρας της Μαντλέν, θα προσπαθήσει να τον προσηλυτίσει:

Όμως ο πατέρας μου ρώτησε τον Φαμπέρ, που καθόταν σιωπηλός στην άλλη άκρη του κεραμικού τραπεζιού, αν πίστευε. Η βροχή άρχισε να πέφτει πιο δυνατή. «Αν πιστεύω; Εννοείτε στο Θεό;» Ο Φαμπέρ ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία του. Μπορούσε να μιλήσει για ένα πραγματικό θέμα. Ήταν μόλις έντεκα χρονών Ωστόσο, όταν θυμάμαι αυτή τη συζήτηση, εύκολα θα τον θεωρούσα είκοσι δύο. «Όχι».

Ο πατέρας κούνησε το κεφάλι σοβαρός. «Καταλαβαίνω. Όμως τι γίνεται με το Κακό, Φαμπέρ;»

Ο μπαμπάς ήταν παράξενος, του μιλούσε σαν να ήταν ενήλικος. Με μάτια που έκαιγαν, ο Φαμπέρ άνοιξε το στόμα — μετά το ξανάκλεισε. Ενώ σκεφτόμουν ότι θα παραμείνει σιωπηλός, είπε γρήγορα: «Δεν υπάρχει Κακό κύριε Ολσέν. Δεν υπάρχει Κακό, υπάρχει μόνο ταπείνωση». Ο πατέρας μου τον άκουγε. «Δεν υπάρχει Καλό». Ο Φαμπέρ έκανε μια παύση.  «Δεν υπάρχει δικαιοσύνη. Υπάρχουν μόνο τιμωρίες». Η φωνή του ερχόταν από μακριά.

Κοιτάζοντας τον ο πατέρας μου είχα την φευγαλέα εντύπωση ότι είχε πιει· ρίγησε: «Πού τα διάβασες αυτά;»

«Δεν τα διάβασα, κύριε».

Ο θετός του πατέρας θα προσπαθήσει να απολογηθεί για όλη του τη γενιά:

Η Μάρθα διέκοψε τον σύζυγό της ακουμπώντας το χέρι στον ώμο του: «Σταμάτα, θα πεις ανοησίες. Είναι πιο έξυπνοι από μας, Ζαν, τι ιστορίες θα πεις;»

«Εσείς» (με έδειχνε με το δάχτυλο, αλλά ήξερα ότι σκεφτόταν πρώτα τον Φαμπέρ), «αφού είστε σοφοί νέοι, πείτε μου πώς θα είναι το μέλλον; Πείτε μου, περιμένω!» Σταύρωσε τα μπράτσα και το μουστάκι του τρεμούλιασε.

«Ζαν», διαμαρτυρήθηκε αδύναμα ο Φαμπέρ.

[…]

«Ξέρεις το μέλλον, όταν ήμουν στην ηλικία σου…» Ο Ζαν κοίταξε τον Φαμπέρ, που καθόταν με σκυμμένη πλάτη και γυρτούς ώμους. «Ήθελα μια τίμια ζωή. Όχι για να κερδίσω χρήματα, όχι, όχι. Αλλά, μαζί με τη μητέρα σου, να δουλέψουμε, για να κάνουμε, πώς το λένε, για να αναγνωρίσουμε το σφάλμα μας, αυτό είναι;»

«Δεν σημαίνει αυτό», ψιθύρισε ο Φαμπέρ, «είναι άλλο πράγμα».

«Τέλος πάντων… με καταλαβαίνεις… Το μέλλον… πίστευα ότι θα είναι όταν όλοι θα είχαν μια τίμια ζωή. Και τώρα… Τώρα, δεν νομίζω ότι αυτό το μέλλον θέλετε εσείς οι νέοι. Κάνω λάθος ή όχι;»

«Δεν ξέρω τι θες να πεις».

Οι καθηγητές στο σχολείο, όλοι τους γοητευμένοι, τον καμαρώνουν. Ονειρεύονται για αυτόν ένα μέλλον λαμπρό, γεμάτο κατακτήσεις: πρώτα η Γαλλία, ύστερα ολόκληρος ο κόσμος. Όμως θα ξεχάσουν ότι έχουν μπροστά τους ένα παιδί. Δεν θα του πουν ότι η κοινωνία έχει την τάση να κόβει τα κεφάλια που ξεχωρίζουν. Ότι υπάρχουν κανόνες στο παιχνίδι, που πρέπει να τους ακολουθήσεις. Με την απειρία του, ο Φαμπέρ θα ριχτεί στην περιπέτεια της ζωής και θα συντριβεί. Η πτώση του θα είναι εκκωφαντική. Σύντομα και φίλοι του θα δουν τα όνειρά τους να καίγονται. Οδυνηρά θα συνειδητοποιήσουν ότι οι καιροί άλλαξαν. Όλοι τους, ο Μπαζίλ, η Μαντλέν, ο δυνατός Παπ, η γοητευτική Σαμιρά, η όμορφη Εστέλ. Ένας-ένας θα συμβιβαστούν, αφού γνωρίσουν πρώτα την εκμετάλλευση, την αναξιοκρατία, τον σεξισμό, τον ρατσισμό, την άνοδο της ακροδεξιάς. Θα παραδεχτούν ότι, «…η Δύση στην εποχή μας, έχει ξεχάσει τα γεγονότα, τις επαναστάσεις, και έχει βολευτεί σε μια άμορφη δημοκρατία. Είχαμε γεννηθεί πολύ αργά για την Ιστορία».

Μια ανάγνωση που μπορεί να γίνει μια ξεχωριστεί εμπειρία, αφού το μυθιστόρημα είναι γεμάτο αναφορές σε συγγραφείς και βιβλία, μια και οι ήρωες κυριολεκτικά κυκλοφορούν με ένα βιβλίο στην τσέπη. Τα διαβάσματά τους έχουν απίστευτο εύρος, και ο φιλοπερίεργος αναγνώστης θα χρειαστεί, αν το θελήσει, να ανατρέξει σε παλιά του διαβάσματα, κατεβάζοντας τη μισή βιβλιοθήκη του. Να σπαταλήσει ώρες στο διαδίκτυο. Το soundtrack του, πολυποίκιλο κι αυτό. Από τον Μοντεβέρντι, τον Μπαχ και τον Βιβάλντι, στους Pink Floyd, τους Νιρβάνα και την αγγλική σκηνή των 90s, μέχρι το γκοθ και το γαλλικό ραπ και χιπ-χοπ.

O Garcia μάς παρουσιάζει ένα πυκνό, πολύπλευρο μυθιστόρημα, όπου η μυθοπλασία διαπλέκεται με τη φιλοσοφία, την πολιτική τον κοινωνικό σχολιασμό, ακόμα και τον εσωτερισμό. Ένα βιβλίο που οι ήρωες του εκπέμπουν ταυτόχρονα το φως και το σκοτάδι. Συναρπαστικό, όπως τα εκλεπτυσμένα χαρακτηριστικά του πρωταγωνιστή του. Τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη. Αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί παρέκβαση αποδεικνύεται πρόσθετο στοιχείο για την κατανόησή του.

Ο Φαμπέρ είναι ένας από τους πιο συναρπαστικούς ήρωες που συνάντησα τα τελευταία χρόνια. Η ικανότητά του για το απόλυτο καλό ή κακό είναι μοναδική. Θα αποδώσει δικαιοσύνη. Θα τηρήσει τον προσωπικό του κώδικα τιμής μέχρι τέλους. Πιστός στους φίλους του, θα κερδίσει μάχες για αυτούς. Μπορεί να χειραγωγήσει και να ταπεινώσει τους πάντες. Η εκδίκηση που σχεδιάζει για τον καθηγητή Βεριτά είναι ανατριχιαστική. Ένας υπεράνθρωπος χωρίς αμαρτίες και ταυτόχρονα ο δαίμονας του χάους. Το πεσμένο είδωλο μιας ολόκληρης γενιάς. Αυτό που θέλουμε να είμαστε όλοι, αλλά που τελικά δεν θέλουμε. Ένας θεός της εφηβείας, το σύμβολο μιας υπόσχεσης, που ούτε ο ίδιος ούτε κανείς μας δεν θα μπορούσε να κρατήσει.

Άψογη μετάφραση από την Αλεξάνδρα Κωσταράκου, σχόλια που χωρίς αυτά ο αναγνώστης θα ήταν πολλές φορές χαμένος και ένα ξεχωριστό εξώφυλλο.