Για έναν επίλογο

P
Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη

Για έναν επίλογο

Η ιστορία αρχίζει έτσι:

Πέρα από τους έξι ποταμούς και τις τρεις οροσειρές, ορθώνεται η Ζόρα, πόλη που όποιος είδε έστω και μία φορά δεν μπορεί πλέον να ξεχάσει. [...] Η Ζόρα έχει την ιδιότητα να μένει ζωντανή στη μνήμη σημείο προς σημείο, στην ακολουθία των δρόμων και στα σπίτια κατά μήκος των δρόμων και στις πόρτες και στα παράθυρα των σπιτιών, παρότι δεν έχει να επιδείξει σε αυτά ιδιαίτερες και σπάνιες ομορφιές. [...] Ο άνθρωπος που ξέρει απέξω πώς είναι φτιαγμένη η Ζόρα, όταν δεν μπορεί να κοιμηθεί τη νύχτα, φαντάζεται τον εαυτό του να περπατά στους δρόμους της και θυμάται τη σειρά με την οποία διαδέχονται το ένα το άλλο το χάλκινο ρολόι, η ριγέ τέντα του κουρέα, το σιντριβάνι με τους εννέα πίδακες, ο γυάλινος πύργος του αστρονόμου, το κιόσκι του πωλητή καρπουζιών, το άγαλμα του ερημίτη και του λιονταριού, το τούρκικο χαμάμ, το καφενείο στη γωνία, η διαγώνιος που οδηγεί στο λιμάνι. Η πόλη αυτή που δεν διαγράφεται από τη μνήμη είναι σαν μια πανοπλία ή ένα δίχτυ στις τρύπες του οποίου ο καθένας μπορεί να τοποθετήσει τα πράγματα που θέλει να θυμάται: ονόματα επιφανών ανδρών, αρετές, αριθμούς, ταξινομήσεις φυτών και ορυκτών, ημερομηνίες μαχών, αστερισμούς, αποσπάσματα μιας ομιλίας. [...] Έτσι, οι πιο σοφοί άνθρωποι του κόσμου είναι εκείνοι που γνωρίζουν από μνήμης τη Ζόρα.

Όχι, δεν τελειώνει εδώ. Σας κρύβω για λίγο τον επίλογο.

Όσοι έχουν διαβάσει το αφήγημα του Ίταλο Καλβίνο «Οι αόρατες πόλεις» θα έχουν, ασφαλώς, αναγνωρίσει το πιο πάνω απόσπασμα από την πρώτη ενότητα του βιβλίου, εκεί όπου ο Μάρκο Πόλο αναφέρεται στη φανταστική πόλη Ζόρα. Δεν διάλεξα τυχαία να αναφερθώ σήμερα σε αυτό. Από το 2004 που διάβασα αυτό το βιβλίο, στη μετάφραση του Ανταίου Χρυσοστομίδη για τις Εκδόσεις Καστανιώτη, το συγκεκριμένο κεφάλαιο κυριολεκτικά με στοίχειωσε. Όσο προχωρούσα στο διάβασμα, στη μνήμη μου ξύπναγε μια άλλη πόλη. Μια πόλη, που αν και εγκαταλειμμένη έρημη στην άμμο για σαράντα πέντε χρόνια, επιμένει, εις πείσμα όλων, να στέκεται όρθια. Οι αναφορές στη Ζόρα ταιριάζουν απόλυτα στην πόλη μου· την Αμμόχωστο.

Ανάμεσα στα όσα τραγικά ακολούθησαν την τουρκική εισβολή το 1974, πρωταρχική θέση είχε —και συνεχίζει να έχει— η παρανοϊκή κατάσταση στην οποία περιέπεσε η Αμμόχωστος. Η Τουρκία, αναγκάζοντας τους κατοίκους της σε φυγή και κρατώντας σε ομηρία την πόλη, τη μετέτρεψε στη συνέχεια σε πόλη-φάντασμα, θεωρώντας ότι θα μπορούσε να την παζαρέψει για να νομιμοποιήσει τα τετελεσμένα που δημιούργησε η παράνομη εισβολή στο νησί.

Πέρασαν από τότε σαράντα πέντε χρόνια, επτά διαδοχές Προέδρων της Κυπριακής Δημοκρατίας, ατέρμονες συζητήσεις διακοινοτικές αλλά και ευρύτερες, επανειλημμένες αναφορές στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, πολλά ψηφίσματα. Ανάμεσά τους, και δύο πολύ συγκεκριμένα που προβλέπουν την άμεση επιστροφή της πόλης στους νόμιμους κατοίκους της υπό τον έλεγχο της UNFICYP.

Οι Τουρκοκύπριοι έβαλαν την Αμμόχωστο στο παζάρι επανειλημμένα όλα αυτά τα χρόνια. Την πόλη, για την αναγνώριση του αεροδρομίου στα Κατεχόμενα. Την πόλη, για τη λειτουργία του λιμανιού κάτω από κοινή διοίκηση. Προτάσεις δίπλα στις οποίες προστέθηκαν κι άλλες, που είχαν τη σφραγίδα διεθνών παραγόντων, ή ακόμα και Ελληνοκυπρίων εμπειρογνωμόνων. Τα συρτάρια στο Προεδρικό γέμισαν με προτάσεις που απορρίφθηκαν. Γιατί οι δικές μας ηγεσίες είχαν πάντα διαφορετικό προσανατολισμό. Γιατί έκριναν πως το θέμα της Αμμοχώστου δεν θα έπρεπε να προηγηθεί των υπόλοιπων συζητήσεων. Γιατί το Κυπριακό δεν έπρεπε να αμμοχωστοποιηθεί.

Πάνε κι έρχονται στις Ευρώπες οι ηγέτες μας συζητώντας το σύνολο. Και απορρίπτουν· και κουνάνε το δάχτυλο προς πάσα κατεύθυνση· προς τους Τούρκους· προς τους μεγάλους του κόσμου· προς εμάς, τους πολίτες της Αμμοχώστου· τους ανυπόμονους. Εμάς τους πολίτες της Αμμοχώστου που οφείλουμε να σιωπούμε. Που οφείλουμε να συμπλέουμε με τις πολιτικές τους. που οφείλουμε να περιμένουμε. Μας κουνάνε το δάχτυλο κι εμείς χώνουμε τα πόδια στη χρυσή αμμουδιά ατενίζοντας την πόλη που ρημάζει. Και, κάθε τόσο, μετριόμαστε κι όλο βγαίνουμε λειψοί.

Με στοιχειώνει η Ζόρα. Όχι τόσο γιατί βλέπω την πόλη μου πίσω από τις περιγραφές της. Με στοιχειώνει κυρίως γιατί, στο πέρασμα των χρόνων, με τις πολιτικές που επέλεξαν οι ηγεσίες μας, φοβάμαι πως το αποτέλεσμα θα είναι να ταυτιστούμε και με τον επίλογο της διήγησης του Μάρκο Πόλο για τη Ζόρα.

Καταλήγει ο Καλβίνο:

Ματαίως όμως βάλθηκα να ταξιδεύω για να επισκεφτώ την πόλη. Αναγκασμένη να παραμένει αναλλοίωτη και ίδια με τον εαυτό της για να τη θυμούνται καλύτερα, η Ζόρα μαράζωσε, διαλύθηκε και εξαφανίστηκε. Η Γη την ξέχασε.

Δεν διάλεξα τυχαία να αναφερθώ σήμερα στη Ζόρα. Γιατί σήμερα οι πολίτες της Αμμοχώστου, οι εναπομείναντες, όλοι πια γιαγιάδες και παππούδες, «οι πιο σοφοί άνθρωποιτου κόσμου» αυτοί «που τη γνωρίζουν από μνήμης», θα σταθούν μπροστά στο προεδρικό μέγαρο για να εξηγήσουν στους ηγέτες πως απαιτούν να δώσουν μόνοι τους το τέλος της ιστορίας. Πως ο επίλογος που γράφτηκε για τη Ζόρα δεν τους αφορά.

Σήμερα, οι πολίτες της Αμμοχώστου θα μιλήσουν. Θα απαιτήσουν.

Σήμερα, θα ορκιστούμε στην Αμμόχωστο, την πόλη που ενέπνευσε μεγάλους λογοτέχνες όπως τον Καζαντζάκη και τον Σεφέρη, την πόλη που υμνήθηκε όσο καμιά άλλη στο νησί, πως εμείς, οι πολίτες της, δεν θα την εγκαταλείψουμε ποτέ. Θα ορκιστούμε στα ονόματα αυτών που έφυγαν πως, όσο υπάρχουμε, η Γη δεν θα την ξεχάσει ποτέ.