Για το Χρέος και την αποφυγή της λησμονιάς

C
Έλενα Χουσνή

Για το Χρέος και την αποφυγή της λησμονιάς

Η «Μάκινα» είναι ένα μηχάνημα διαλογής της σταφίδας. Ένα μηχάνημα που ξεχωρίζει τον καρπό από τη φύρα, από αυτό που δεν χρειάζεται, από το «άχρηστο». Και η «Μάκινα» στις ιστορίες του Ανδρέα Νικολακόπουλου είναι η ίδια η ζωή που συντρίβει τους ανθρώπους με την εκάστοτε «διαλογή» της: στα όνειρα, στις ελπίδες, στις διαψεύσεις, στην πάλη τους για επιβίωση. Στις δεκατρείς ιστορίες που συγκροτούν αυτό το άτυπο σπονδυλωτό μυθιστόρημα, μια περιδίνηση στον χρόνο και τον τόπο, η σταφίδα, η σταφιδική κρίση, η ζωή των ανθρώπων που ζουν από αυτήν είναι το πρόσχημα, ο καμβάς πάνω στον οποίο γράφονται οι ιστορίες των πρωταγωνιστών.  Άνθρωποι που προσπαθούν να «ψηλώσουν» κόντρα στη ζωή που τους κονταίνει στην προκρούστειο κλίνη της. Να σηκωθούν λίγο πιο πάνω από το αυτό το λίγο που τους επιτρέπουν η φτώχεια, η άγνοια, η προκατάληψη, οι δεισιδαιμονίες, ο ρατσισμός. Να κάνουν τα βήματά τους να αποκτήσουν νόημα, ξεστρατίζοντας από τον προδιαγεγραμμένο δρόμο που τους ορίζεται, αυθαίρετα, καταναγκαστικά, τελεσίδικα.

Η σταφίδα είναι το πρόσχημα για να ειπωθούν οι ιστορίες αυτών που έντυσαν με αίμα τη δική της ιστορία.

Πόσες μορφές παρελαύνουν σε αυτές τις δεκατρείς ιστορίες...

Μαυροντυμένες νύφες που ξεπουλιούνται για το φαΐ που δεν αξίζουν να τρώνε. Ναύλο και εξορία για να αγοραστούν από έναν άγνωστο.

Δεν αξίζετε το φαγητό που τρώτε. Στα χωράφια δεν δουλεύετε, να σηκώσετε ένα σακί ή το ξινάρι δεν μπορείτε. Χάρη σάς κάνω που σας έχω εδώ. Όλες σεις είστε πεταμένα λεφτά.

Δίψα για μάθηση σε κοινωνίες που αγαπούν το σκοτάδι τους. Λαχτάρα για το διαφορετικό μακριά από κοινωνίες που μεγεθύνουν τη μικρότητά τους για να νιώσουν σημαντικές.

Άλλωστε ήδη τον θεωρούσαν τρελό και λόγω χαρακτήρα, για τα νεύρα του, για τους αφορισμούς του στη ζωή του χωριού και για το ότι δεν άντεχε να βλέπει τους γέρους γύρω του να ασχολούνται με πράγματα χωρίς τόσο μεγάλη σημασία και να τα παρουσιάζουν ως τεράστια.

Εισιτήρια σε πλοία ποντοπόρα για να σπάσει η αλυσίδα που κρατά τους ανθρώπους δεμένους στη γη, διαψευσμένες προσδοκίες, οργή, ελπίδα μια διαρκής τραμπάλα ανάμεσα σε αυτό που έχεις και σε αυτό που θέλεις, στο «εδώ» που είσαι και στο «εκεί» που θέλεις να φτάσεις.

Η θάλασσα ήταν το δικό μου το μαράζι. Δε σκόπευα η σταφίδα να με φάει και μένα όπως τόσους άλλους σε αυτά τα μέρη. Ακόμα και μέσα στην οικογένειά μου είδα πολλούς να σκεβρώνουν από τη δουλειά στα αμπέλια και άλλους να πεθαίνουν με μια τσάπα στα χέρια για δέκα ρώγες μαύρης σταφίδας παραπάνω. Το δικό μου το ριζικό σταφίδα δε θα ’χε μέσα.... Τόσους έφαγε η σταφίδα. Εμένα δε θα με χαντάκωνε σαν και τους άλλους.

Η ιστορία της σταφίδας είναι η ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Το βιβλίο διαβάζεται με πολλούς τρόπους σε πολλά επίπεδα. Μπορείς νε βουτήξεις στα ιστορικά στοιχεία, στα έξοχα λαογραφικά και κυρίως στη ζωντανή γλώσσα —η περιδιάβαση στον χρόνο συνοδεύεται και από μια γλώσσα τοπική, με ιδιωματισμούς, απόλυτα συμβατή στην εποχή, τον τόπο και αυτόν που μιλά—, στις σφιχτοδεμένες ιστορίες, στους τραγικούς ήρωες. Αλλά δεν θα καταφέρεις να επιμερίσεις σε ένα μόνο από αυτά γιατί ο λιτός και συνάμα τόσο δεμένος λόγος του Ανδρέα Νικολακόπουλου σε αναγκάζει να συνταιριάξεις όλες τις ψηφίδες στην ολότητα της ατμόσφαιρας που δημιουργούν.

Κάθε ιστορία κουβαλά και μια διάψευση. Ή την επιβεβαίωση της συντριβής που επιφέρει η «Μάκινα» — αυτή η κρεατομηχανή της ζωής. Όμως κάθε ιστορία μετρά τον κόσμο με ηρωικά βήματα. Μετρά με επαναστάσεις, μετρά με την τρεχάλα της ψυχής που ξανοίγεται. Κι αν συντριβεί καμιά φορά, δεν έχει σημασία. Η συντριβή έχει ένα νόημα. Και πάντως κάτι λιγότερο πένθιμο από την παραίτηση. Αυτοδικία, αγανάκτηση, σιωπή που ξεσπά. Αξιοπρέπεια στον βούρκο: όση μπορεί να περισώσει κανείς στον δύσκολο καθημερινό αγώνα.

Αυτά όλα, και άλλα πολλά, βρίσκονται εκεί, στις δεκατρείς ιστορίες των ξεχασμένων.

«Τα ονόματα αυτών των πρωταγωνιστών δε θα τα ακούσουμε σε κανένα δημοτικό τραγούδι ούτε θα τα δούμε χαραγμένα σε κάποιο μαρμάρινο μνημείο Ηρώων, παρά μόνο θα φθάσουν σε μας μέσα από προφορικές παραδόσεις, από μπερδεμένες μνήμες, από κιτρινισμένα χαρτιά κατεδαφισμένων ληξιαρχείων, από πεταμένες ξέθωρες φωτογραφείς και από σπασμένα κάδρα ερειπωμένων σπιτιών», λέει ο συγγραφέας στον επίλογο του βιβλίου.

Λέει επίσης ότι ήταν ο νόστος που τον οδήγησε να γράψει τις ιστορίες του:

«Έτσι έφυγε ο παππούς μου και μαζί του χάθηκαν πολλά ακόμα εκείνο το μεσημέρι του Νοεμβρίου, ενώ λίγο πιο μακριά αποφάσιζα να πάρω μολύβι και χαρτί και να σώσω τις λέξεις, τις μνήμες, τα ονόματα των τόπων και τις ιστορίες που με διαμόρφωσαν. Έτσι για το Χρέος και την αποφυγή της λησμονιάς».

Ανάμεσα στις ιστορίες και δύο όπου είναι έντονο το στοιχείο του μαγικού ρεαλισμού και τις ξεχώρισα. Το «Λιόκρινο» και «Οι φωτιές στα τζάκια». Δοξασίες, άγνοια και μια ροπή προς το φανταστικό που δικαιολογεί τα άδικα, ίσως και τα ύστερα του κόσμου. Ζωντανοί και νεκροί στοιχειώνουν τις ζωές των ανθρώπων. Μα κάποιες στιγμές είναι οι νεκροζώντανοι που κυριαρχούν. Ειδικά στο Λιόκρινο είναι μαγευτικό το ποίημα με δεκαπεντασύλλαβο που περιγράφει τη ζωή και τον θάνατο μιας κοινωνίας. Τα περασμένα και τα μελλούμενα. Ένα μικρό δείγμα:

Έτσι σχεδόν θεότρελος στα μάτια τα δικά σας

γύρισα πίσω να σας πω μελλοντικό σεβντά σας

μιας κι όποιος κόπους λησμονεί και βάσανα ξεχνάει

είν’ από μένα πιο τρελός κι ας νιώθει πως νογάει.

Τέλος, ξεχωρίζει για τη θεατρική γραφή του το διήγημα το «Κατερινιώ».

Πρόκειται για το πρώτο βιβλίο του Ανδρέα Νικολακόπουλου, που όμως δείχνει ήδη συγγραφική ωριμότητα και στόφα διηγηματογράφου.