Για μια χούφτα ευρώ
Η εξωτερική πολιτική μιας χώρας πρέπει να είναι ανοιχτή, εξωστρεφής, ευέλικτη· να εντοπίζει κοινά συμφέροντα και επιδιώξεις, να κυνηγά επωφελείς συμμαχίες και επενδύσεις κ.ο.κ. Ειδικά στο παρόν παγκόσμιο σύστημα, με τις ΗΠΑ σε πρωτοφανή και απότομη κρίση / στρατηγική κατάρρευση (η διάρκεια και κυρίως η μονιμότητα ή προσωρινότητα της οποίας είναι προς το παρόν άγνωστες), με την Ευρωπαϊκή Ένωση να μην μπορεί να λύσει θέματα όπως αυτά της Βρετανίας και της Ουγγαρίας, πόσο μάλλον άλλα εκτός των συνόρων της, με την Κίνα να βρίσκεται σε μία συγκεκριμένη οικονομική και στρατηγική τροχιά, και με την Ελλάδα σε μια προσπάθεια ανοικοδόμησης, είναι προφανές ότι η εξωτερική πολιτική δεν έχει την πολυτέλεια να αγνοήσει την Κίνα ή να την αντιμετωπίσει αφ’ υψηλού.
Ωστόσο, υπάρχουν δύο αστερίσκοι εδώ που πρέπει να μας προβληματίσουν: μία βεβαιότητα και μία πολύ ρεαλιστική πιθανότητα.
Η βεβαιότητα είναι ότι η κυβέρνηση της Κίνας βρίσκεται στη λάθος πλευρά της ιστορίας. Πρόκειται για ένα ολοκληρωτικό καθεστώς που χρησιμοποιεί τις χειρότερες μεθόδους παρακολούθησης και καταπίεσης της κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα έχει επιδοθεί σε μία ευρύτατη και στρατηγικά σχεδιασμένη εκστρατεία παγκόσμιας εξάπλωσης της επιρροής του. Για τις μεν θρησκευτικές μειονότητες δεν χρειάζεται να τηρεί ούτε τα προσχήματα, οπότε χρησιμοποιεί κανονικά στρατόπεδα συγκέντρωσης· για την υπόλοιπη κοινωνία, την εργατική και ανερχόμενη μεσαία τάξη, εφαρμόζει το εγχειρίδιο της Στάζι και της KGB σε συνδυασμό με τις τεχνολογίες ακμής του 21ου αιώνα που κάνουν την πρόσφατη σειρά (ήπιας) επιστημονικής φαντασίας του Netflix, Black Mirror, να μοιάζει ήδη ξεπερασμένη. Στη διεθνή σκηνή, η Κίνα, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, τοποθετεί τα πιόνια και τις μάρκες της παντού: στη Βόρειο και Νότιο Αμερική, στην Αφρική, στον Ειρηνικό και φυσικά στην Ευρώπη. Μέσα από επενδύσεις, υποδομές, εξαγορά γης, εγκατάσταση ελεγχόμενης τεχνολογίας, και μέσα από τη δημιουργία ενός εκτεταμένου δικτύου κατασκόπων και πληροφοριοδοτών που διεισδύουν σε οργανισμούς, πανεπιστήμια, επιχειρήσεις και τοπικές κοινωνίες. Όλα αυτά χτίζουν την υποδομή ενός νέου ψυχρού πολέμου που θα κάνει τον παλιό να φαντάζει με παιδικό πάρτι.
Και όλα αυτά συμβαίνουν για έναν και μόνο λόγο: επειδή οι περισσότεροι θεωρούν ότι η άνοδος και παγκόσμια κυριαρχία της Κίνας είναι αναπόφευκτη. Με άλλα λόγια, προσπαθούμε όλοι να πλασαριστούμε σαν σύμμαχοι και πελάτες του νέου ηγεμόνα. Αυτό είναι και λογικό και —με όρους ρεαλισμού στις διεθνείς σχέσεις— θεμιτό. Ωστόσο, η παγκόσμια κυριαρχία της Κίνας μπορεί να είναι πιθανή, δεν είναι όμως καθόλου αναπόφευκτη. Υπάρχει μια πολύ ρεαλιστική πιθανότητα: η Κίνα να μπει ξανά σε τροχιά μεγάλης κρίσης. Eδώ και χρόνια σοβαρoί αναλυτές υποστηρίζουν την άποψη ότι το μοντέλο ανάπτυξης και στρατηγικής επέκτασης της Κίνας δεν είναι βιώσιμο: πέραν των αμφιβολιών για τη βιωσιμότητα της ίδιας της οικονομίας, η Κίνα «κάθεται» πάνω σε μία δημογραφική ορολογιακή βόμβα: το εργατικό δυναμικό της γερνάει γρήγορα· η παγκόσμια πολιτισμική επιρροή της —η ήπια ισχύς της— είναι σχεδόν μηδενική· και, ίσως το κυριότερο, παρά τη δημιουργία μιας εντυπωσιακής γραφειοκρατίας, μιας νέας σχολής για τη διοίκηση του κράτους, όπως σημειώνει ο Niall Ferguson, στο εσωτερικό έχουν δημιουργηθεί τρεις τάξεις —τρία «σώματα»: η πολιτική ελίτ, οι διαννοούμενοι και οι μάζες— που κάποια στιγμή θα βρεθούν σε σύγκρουση με απρόβλεπτα αποτελέσματα.
Σε λίγες μέρες θα γιορτάσουμε τα 30 χρόνια από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου· 30 χρόνια από την πολιτική, οικονομική, πολιτισμική και κυρίως ηθική κατάρρευση ενός μοντέλου διοίκησης: ενός μοντέλου ζωής. Είναι απλώς αξιολύπητο ότι οι ίδιες χώρες της Ευρώπης που πολέμησαν το μοντέλο αυτό για δεκαετίες, που έκαναν τα πάντα για να μην ενταχθούν σε αυτό, και που οικοδόμησαν μια πρωτόγνωρη για την ανθρώπινη ιστορία υπερκρατική δομή, τρέχουν τώρα σαν επαίτες με προτεταμένη τη χούφτα για να εξασφαλίσουν μερικά ξεροκόμματα από τη νεόπλουτη Κίνα, ξεπουλώντας την επικράτεια και τις υπηκοότητές τους για μια χούφτα ευρώ — ευρώ, τα οποία, φυσικά, οι ίδιοι οι λαοί της Ευρώπης έδωσαν απλόχερα στις επιχειρήσεις της Κίνας με αντάλλαγμα φτηνά υλικά, φτηνά εργατικά χέρια, φτηνά προϊόντα: με αντάλλαγμα την ψευδαίσθηση της «οικονομίας».
Στο βαθύ μέλλον, η ιστορία αναμφίβολα θα κρίνει ηθικά αυτό τον προσανατολισμό. Ενδεχομένως όμως, στο άμεσο μέλλον, αυτός να κριθεί αρνητικά και με τα πιο πεζά κριτήρια ωμού ρεαλισμού.
[ Φωτ.: Τα χνάρια του Τείχους στο Βερολίνο, ΡΓ ].