Για μια μετα-ψυχολογική κατανόηση του έρωτα
Αν σταθεί κανείς μονάχα στον τίτλο του βιβλίου και παραλείψει τον υπότιτλο, κινδυνεύει να πιστέψει ότι έχουμε να κάνουμε εδώ για μια ακόμα προσπάθεια διαλεύκανσης των μυστηρίων του έρωτα από την πλευρά της ποπ ψυχολογίας. Δεν πρόκειται όμως καθόλου γι’ αυτό.
Η Εύα Ιλλούζ, γαλλομαροκινής καταγωγής καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ, προσπαθεί να αποτινάξει το βάρος του εθισμού στην ψυχολογική ερμηνεία του φαινομένου της ερωτικής οδύνης και να εστιάσει στις κοινωνιολογικές ρίζες του φαινομένου. Αντιπαραθέτει το μοντέλο του έρωτα της βικτωριανής εποχής στο νεωτερικό πρότυπο, παρατηρώντας ότι στην περίοδο της ύστερης νεωτερικότητας (δηλαδή μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) έχει ήδη συντελεστεί ό,τι ο Μαξ Βέμπερ ονόμαζε «απομάγευση». Η απομάγευση του έρωτα έχει εισαγάγει στο πεδίο περισσότερη ορθολογικότητα και περισσότερη διανοητικοποίηση με σκοπό την εξυπηρέτηση της κεντρικής σημασίας της εποχής, της αυταξίας του ατόμου.
Η Ιλλούζ, κινούμενη στον χώρο που έχουν οριοθετήσει οι πιο εμβριθείς σύγχρονοι κοινωνιολόγοι, προσπαθεί και καταφέρνει να σκιαγραφήσει τον «μεγάλο μετασχηματισμό του έρωτα» στην ατομικιστική εποχή. Εντοπίζοντας τις αλλαγές που έχει επιφέρει στο συναισθηματικό πεδίο η διάδοση της καταναλωτικής κουλτούρας, η φιλελευθεροποίηση των σεξουαλικών ηθών, η διάδοση του αιτήματος για ατομική αυτονομία, ο κατακλυσμός της εικόνας που χαρακτηρίζει τα σύγχρονα ΜΜΕ, η επικυριαρχία της αφήγησης και της λεκτικότητας επί της σωματικότητας στο Διαδίκτυο, καταλήγει σε μια συνετή υπεράσπιση της νεωτερικότητας και στην ανάγκη της επανηθικοποίησης του έρωτα, της υπέρβασης της ανδρικής κυριαρχίας μέσω του ξεπεράσματος της συναισθηματικής αποστασιοποίησης των ανδρών, της επανοικειοποίησης της δέσμευσης, της επινόησης νέων μορφών ερωτικού πάθους.
Το βιβλίο της Ιλλούζ, παρότι μερικές φορές φαίνεται να εγκλωβίζεται σε δεσμεύσεις που μοιάζουν ιδεολογικές —όπως η υιοθέτηση του νεομαρξιστικού σχήματος του Αντόρνο για την ανάλυση της φαντασίας ή η προσήλωσή της στη μαχητικότητα του ριζοσπαστικού φεμινισμού που την οδηγεί να αφήσει εκτός εξέτασης ολόκληρη την ανδρική διάσταση της ερωτικής οδύνης—, είναι έργο αναφοράς. Καταφέρνει να διανοίξει με επιτυχία ένα ολόκληρο πεδίο, αυτό της μετα-ψυχολογικής κατανόησης των συναισθημάτων, σε ένα εξ ορισμού σκοτεινό, μύχιο πεδίο, το πεδίο του έρωτα.
Τόσο το σύνολο της έκδοσης από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου όσο και η μετάφραση του Διονύση Παπαδουκάκη είναι εξαιρετικές, με τον λόγο να ρέει απρόσκοπτα και την επιλογή των όρων να είναι άψογη, ενώ η κατά περίπτωση διατήρηση του αγγλικού όρου εντός παρενθέσεων βοηθά στην κατανόηση.