Για μια στέγη

D
Ρένα Ματαλλιωτάκη-Fouchaux

Για μια στέγη

Όταν έφτασα στη Γαλλία, το 2000, η ζωή μου ήταν πυροτέχνημα. Ενθουσιασμός και αδρεναλίνη χωρίς διακοπή — τότε το σώμα μπορούσε να αντέχει συνεχώς τέτοιες ακραίες καταστάσεις. Όχι τίποτε ακραίο με ουσίες ή εξόδους μέχρι το πρωί και τέτοια, αλλά από την άποψη ότι πρέπει να επιβιώσεις μόνος στην πιο δύσκολη πόλη της Ευρώπης μαζί με τον ενθουσιασμό ότι ζεις σε έναν τόσο όμορφο, τόσο ενδιαφέροντα τόπο. Συν το ότι έπρεπε να είμαι επιμελής στις διδακτορικές σπουδές μου σε μια ξένη γλώσσα.

Γιατί η πιο δύσκολη πόλη στην Ευρώπη; Η πρώτη δυσκολία ήταν να βρεις πού θα μείνεις. Είχα γνωρίσει φοιτητές που έμεναν σε ένα foyer στα προάστια και έμοιαζαν δυστυχισμένοι. Περιορισμός στην ώρα επιστροφής, περιορισμός στα άτομα που θα υποδεχτείς, δυσκολία μετακίνησης γιατί ήταν μακριά από το μετρό, καρτιέ χωρίς κανένα ένδιαφέρον.

Μετά, υπήρχε αυτό από το οποίο περάσαμε όλοι: οι ουρές. Ουρά από την πόρτα του διαμερίσματος στον τέταρτο, μέχρι το πεζοδρόμιο στο διπλανό τετράγωνο, για ένα βρόμικο «διαμέρισμα» 15 τετραγωνικών με ενοίκιο 500-600 ευρώ το μήνα. Αφήνεις μαζί με 50 άλλα άτομα το ντοσιέ σου — που αποτελείται από τα τρία τελευταία σου δελτία μισθοδοσίας (bulletins de paie) ή, αν είσαι φοιτητής, με τα αντίστοιχα των εγγυητών σου, καθώς και τη φορολογική τους δήλωση με ό,τι ακίνητη περιουσία διαθέτουν. Ο ιδιοκτήτης θα διαλέξει τον καλύτερο στα στεγαστικά καλλιστεία: τον βλέπεις ήδη να καμαρώνει που το ερειπιάκι του έχει τόση ζήτηση.

Όταν σκάλιζα τις αγγελίες, είχα πέσει σε ένα «χωρίς ντους αλλά με μεγάλο νιπτήρα», και ερχόμενη από την άνετη ελληνική διαβίωση είχα σοκαριστεί. (Ίσως πρέπει να σκεφτούμε ότι υπάρχουν στον κόσμο άνθρωποι που δεν έχουν καν πρόσβαση σε καθαρό νερό για να μετριάσουμε τις αντιδράσεις μας, θα πεις, αλλά και πάλι…) Ένας φίλος είχε δει δωμάτιο όπου η τουαλέτα ήταν μέσα — μέσα στο δωμάτιο. Το να χωρίζεται η τουαλέτα μόνο με μια κουρτίνα από τον υπόλοιπο χώρο ήταν κάτι που μου το είχαν περιγράψει πολλές φορές φίλοι φοιτητές, όμως ομολογώ ότι δεν είχα φανταστεί ως τότε ότι κάποιος θα είχε το θράσος να θέλει να νοικιάσει δωμάτιο με την τουαλέτα ξεκάρφωτη εκεί μέσα.

Αλλά το στεγαστικό πρόβλημα είναι τέτοιο που πιθανώς θα βρήκε και ενοικιαστή…

Υπήρχε και η Cité internationale, βέβαια, στην οποία έμεινα τρία χρόνια. Μετά, το περιβόητο entretien με τον τότε —και για πάρα πολλά χρόνια— διευθυντή του Ελληνικού Σπιτιού, αείμνηστο Κώστα Γεωργούλη, ο οποίος σου έλεγε χαριτολογώντας ότι σε διάλεξαν οι φοιτητές βάσει της φωτογραφίας σου — αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να μείνεις εκεί αν δεν σε ενέκρινε ο ίδιος.

Τη Cité τη χωρίζαμε στα δύο: δυτικά του κεντρικού château λέγαμε ότι ήταν τα banlieues και ανατολικά η bourgeoisie. Τα κτίρια των διαφορετικών εθνικοτήτων μέσα στο μεγάλο άλσος της Cité ήταν πολύ πιο καλοφτιαγμένα, μοντέρνα και πολυτελή στην bourgeoisie παρά στα «προάστια».

Τον πρώτο χρόνο έμεινα στο Αρμένικο Σπίτι, στα προάστια, και τα δύο επόμενα πήγα στην bourgeoisie, και μάλιστα στο «Ριτζ» της Cité Internationale, στο βελγολουξεμβουργιανό σπίτι Biermans Lapôtre. Εκεί, σε ένα κτίριο που έμοιαζε με παλάτι, δοκίμασα όλες τις πιθανές και απίθανες βελγικές μπίρες, έκανα φίλους πολλών εθνικοτήτων, είδα την ομαλή συμβίωση των πολύ διαφορετικών μεταξύ τους Βαλόνων-Φλαμανδών και έμαθα όλα τα λουξεμβουργιανά κουτσομπολιά — μια σταλιά χώρα είναι, γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους.

Το να ψάχνεις σπίτι στην ευρύτερη περιοχή του Παρισιού είναι ένα τρανταχτό χαστούκι σε ό,τι πιστεύεις μέχρι τότε ότι αξίζεις ως άνθρωπος. Ακόμα και τώρα βλέπω όνειρα ότι ψάχνω για σπίτι, ότι περιμένω στην ουρά για να δω το διαμέρισμα, ότι κατεβαίνω αμέτρητες σκάλες γιατί δεν υπάρχει ασανσέρ. Στο όνειρο μπερδεύονται τοποθεσίες, χρονικές περίοδοι και άνθρωποι με τους οποίους μοιραζόμουν την καθημερινότητά μου, ενώ σχεδόν πάντα οι περίπλοκοι δρόμοι μπροστά από το σπίτι του ονείρου οδηγούν στην Ιπποκράτους — στο κέντρο της Αθήνας.

Όμως, όμως, να, όταν βρεις το μέρος όπου θα μείνεις και τακτοποιηθείς, ακόμη και συνυπολογίζοντας όλα του τα δυσάρεστα, νιώθεις ότι έχεις εγκατασταθεί στον Παράδεισο. Όλα τα διαμερίσματα που έχω δει πηγαίνοντας σε φίλους για σουαρέ ή απερό ήταν μαγευτικά. Με τη γοητεία των κτιρίων haussmannien, τα τζάκια, τα σκαλιστά ταβάνια, τα μεγάλα παράθυρα, τα ξύλινα πατώματα και τις εσοχές στους τοίχους που χρησιμεύουν για βιβλιοθήκες. Μικρά τα περισσότερα αλλά γοητευτικά, και το καθένα με κάτι που δεν έχουν όλα τα υπόλοιπα.

Από εκεί, από το παράθυρό σου, βλέπεις την παριζιάνικη ζωή να περνά μπροστά στα μάτια σου και νιώθεις ότι βρίσκεσαι στο σωστό μέρος, εκεί όπου οι εθνικότητες, οι ιστορίες και οι επικαιρότητες διασταυρώνονται — και όλες οι ταλαιπωρίες που πέρασες, αλλά κι αυτές που έρχονται, δεν έχουν υπολογίσιμη ισχύ μπροστά σ’ αυτό το δώρο.