Για την ορθή αποκατάσταση των αριθμών

D
Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη

Για την ορθή αποκατάσταση των αριθμών

Δεν ξέρω πόσοι το θυμάστε. Έχουν περάσει και τόσα χρόνια… Δυο νέες γενιές γεννήθηκαν από τότε. Ίσως να το θυμάστε σαν παραμύθι. Μια ιστορία που σας διηγήθηκε μια γιαγιά, κάποιος παππούς. Όχι. Δεν θα το βρείτε στα βιβλία της ιστορίας. Όχι, πάντως, έτσι όπως έγιναν τα πράγματα. Αυτά δεν γράφονται. Καλά-καλά δεν λέγονται. Ενοχλούν οι αλήθειες. Ντροπής πράματα, είπαν άλλοι. Κρατικά μυστικά, είπαν κάποιοι τρίτοι. Τι σημασία έχει το γιατί;

Σημασία έχει πως έτσι, ανείπωτα κι άγραφα, άφησαν ένα κενό. Κι όχι πως πειράζει, μα να… έτσι επιτρέπουμε να γίνονται τα λάθη. Κυρίως στη μέτρηση. Αυτό πιο πολύ με νοιάζει. Τα λάθη στη μέτρηση. Είμαι στατιστικός, και για μένα έχουν τεράστια σημασία οι αριθμοί.

Γι’ αυτό· για την ορθή αποκατάσταση των αριθμών θέλησα σήμερα να σας γράψω κι εγώ ένα γράμμα. Όπως έκανε τότε ο ποιητής μας, ο Κώστας Μόντης. Όπως τα μέτρησε κι εκείνος· το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο γράμμα στη Μητέρα. Ήθελα να σας γράψω, λοιπόν, και να πω πως αυτό που ζούμε σήμερα, τώρα, δεν είναι ο πρώτος, ούτε ο δεύτερος. Αυτός, ο σημερινός, είναι ο τρίτος γύρος της εισβολής στην πόλη μας. Στην Αμμόχωστο.

Ο πρώτος —Ιούλιος ήταν και τότε— μας ήρθε κυριολεκτικά ουρανοκατέβατος. Κρυμμένοι κάτω, στα υπόγεια των πολυκατοικιών, ακούγαμε μόνο τον βόμβο των βομβαρδιστικών αεροπλάνων τους, το παιδικό σχεδόν κροτάλισμα των αντιαεροπορικών μας, πού και πού κάποιες σκόρπιες εκρήξεις.  Μόνο όταν  βγήκαμε στο φως μάθαμε πως ο μεγάλος χαμένος ήταν η πανέμορφη Κερύνεια.   

Τον δεύτερο —Αύγουστος πια και παραμονές της Παναγίας— τον μετρήσαμε στο πόδι. Ή, πιο σωστά, στον δρόμο· τον μετρήσαμε στον δρόμο για την προσφυγιά. Κι αφού η ιστορία αρνήθηκε το δικό μας μέτρημα, το μέτρησε  για μας ο ποιητής μας:

Την περιμέναμε μέσʼ απʼ τους καπνούς και τις φλόγες της κοιλάδας των Κέδρων,

Την περιμέναμε απʼ το ξάγναντο του Τρίπυλου,

την περιμέναμε βουτηγμένοι ως το λαιμό

στη θάλασσα της Κερύνειας,

συγκρατούσαμε το ξεψύχισμά μας να μας προφτάξει.

Φυλλομετρούσαμε την Ιστορία της.

Φυλλομετρούσαμε σαν ευαγγέλιο την Ιστορία της

—«να εδώ κʼ εδώ κʼ εδώ»

και την περιμέναμε,

κι «όχι, δεν μπορεί να μην έρθει», λέγαμε

κι «όχι, δεν γίνεται να μην έρθει», λέγαμε

κι όπου να ʼναι άκου την με τους Σπαρτιάτες της

και τα «Υπό σκιάν» και τα «Μολών λαβέ» και τον «Αέρα»,

κι όπου να ʼναι άκου την!

Και πραγματικά μια νύχτα έφτασε το μήνυμα πως η Ελλάδα ήρθε.

Τι νύχτα ήταν εκείνη, μητέρα,

τι αντίλαλος ήταν εκείνος,

τι βουητό ήταν εκείνο που σάρωσε το νησί!

Αγκαλιαστήκαμε κλαίγοντας και πηδούσαμε

και φιλιόμαστε και νιώθαμε ρίγη να μας περιλούουν

και τα στήθια μας φούσκωναν να διαρραγούν

κʼ η καρδιά μας χτυπούσε να της ανοίξουμε να βγει.

Οι χαροκαμένοι ξέχασαν τα παιδιά τους

και τους αδελφούς και τους πατέρες

κʼ έκλαιγαν για την Ελλάδα πια,

κʼ έχασκαν μʼ ένα γελόκλαμα.

Κʼ έλεγαν οι δάσκαλοι «Είδατε;»

Και λέγαμε όλοι «Είδατε;»

Ώσπου την άλλη μέρα πέσαμε ως το βυθό

ώσπου την άλλη μέρα πέσαμε πέρα απʼ το βυθό,

ώσπου την άλλη μέρα βούλιαξε το Τρίπυλο,

ώσπου την άλλη μέρα πισωπάτησε σιωπηλό το Τρόοδος να βρει βράχο να καθίσει,

ώσπου την άλλη μέρα γούρλωσε τα μάτια η Αίπεια,

ώσπου την άλλη μέρα γούρλωσαν τα μάτια οι Σόλοι και το Κούριο

κʼ οι αγχόνες της Λευκωσίας

γιατί η Ελλάδα δεν ήρθε,

γιατί ήταν ψεύτικο το μήνυμα,

ψέμα η ελληνική μεραρχία στην Πάφο,

γιατί μας είπαν ψέμα οι ουρανοί και ψέμα οι θάλασσες

και ψέμα τα χελιδόνια και ψέμα η καρδιά

και ψέμα οι Ιστορίες μας,

ψέμα, όλα ψέμα.

Είχε λέει, άλλη δουλειά η Ελλάδα,

κάτι πανηγυρισμούς,

κ ήμαστε και μακριά και δεν μπορούσε, λέει,

λυπόταν, δεν το περίμενε,

ειλικρινά λυπόταν,

ειλικρινά λυπόταν πάρα πολύ.

Κʼ οι δάσκαλοί μας έσκυψαν ντροπιασμένοι,

και τα «Εγχειρίδια» έσκυψαν ντροπιασμένα

κʼ οι δάσκαλοί μας τρέμουν τώρα πια,

και τα «Εγχειρίδια» τρέμουν τώρα πια

όσο πλησιάζουν τα περί Θερμοπυλών και τα περί Σαλαμίνος…

Δεν κάνω ποίηση, μητέρα,

έχω αντίγραφα.

Δεν έχω πολλά άλλα να σας πω. Μόνο  πως σήμερα, που ο Οζερσάι ανέβηκε στην ταράτσα του ξενοδοχείου Μάρκος, εκεί όπου οι παιδικές φωνούλες από απέναντι, το δημοτικό σχολείο του Σταυρού, έχουν παγώσει εδώ και δυο γενιές, σήμερα, που από εκεί πάνω ο Οζερσάι σήκωσε ψηλά το δάχτυλο στιγματίζοντας για άλλη μια φορά τα σπίτια μας, εμείς, οι πολίτες της Αμμοχώστου, μετράμε τον τρίτο γύρο της εισβολής.

Αυτό ήθελα να σας γράψω στο γράμμα μου· κι ακόμα, πως με πίκρα βλέπουμε πως όχι μόνον τυχαίνει και πάλι να «έχει άλλη δουλειά η Ελλάδα», όχι μόνο έχει άλλη δουλειά ο κόσμος όλος, μα αυτή την τρίτη και φαρμακερή φορά, άλλη δουλειά φαίνεται να έχει και ο υπόλοιπος, ο ελεύθερος κόσμος της Κύπρου.

[Το ποίημα του Κώστα Μόντη έχει τίτλο «Το τρίτο γράμμα στη Μητέρα»].