Γιατί κλαίει ο κόσμος για τη Notre-Dame
Τα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης τις ώρες της κοινής ησυχίας συνήθως εποικίζονται από το στράτευμα της γλοιώδους κοινοτοπίας μας. Φαγητά, θάλασσες, βροχές και γκρίνιες, πολιτικά σχόλια εμπαθή και μια κινούμενη μικρο-εικονολογία που σκηνοθετεί την εφηβική παλινδρόμηση των ενηλίκων. Στις ώρες της κρίσης όμως, όταν υπάρχει φωτιά και καταστροφή, κινητοποιούνται άλλες δυνάμεις. Ο ναρκισσισμός απογυμνώνεται και παραδόξως αποκαλύπτεται πιο ανθρώπινος, η φλυαρία εξοικονομείται και ο λόγος γίνεται πιο λόγιος, πιο πεζός και πιο δραστικός.
Χτες στο βράδυ και ενώ η θλιβερή ελληνική τηλεόραση αδυνατούσε να οικειωθεί το μήνυμα της καταστροφής της Παναγίας των Παρισίων, το Facebook βγήκε από τον ρυθμό της άεργης αμεριμνησίας του και κοιτάχθηκε στον πολιτισμικό καθρέπτη του καθεδρικού ναού που καιγόταν. Όπως πάντοτε σε αυτές τις περιπτώσεις, κάποιοι κούνησαν το δάκτυλο θεωρώντας ότι οι εκδηλώσεις θλίψης για την καταστροφή ενός χριστιανικού μνημείου συμβολίζουν την υποκρισία και την υποταγή στον αποικιοκρατικό χριστιανισμό της Δύσης. Πιστεύοντας ακόμη ότι η ταύτιση με το παγκόσμιο τοπόσημο του ευρωπαϊκού τουρισμού αποκαλύπτει την υποκρισία κάποιων νοικοκυραίων που σέρνονται μεταξύ Βικτόρ Ουγκό και Ουόλντ Ντίσνεϊ μπας και συγκινηθούν.
Όμως, ακόμα και στην Ελλάδα των ταγμάτων πολιτισμικού μηδενισμού και της ριζοσπαστικής χρηστοήθειας και του ενδημικού αντιευρωπαισμού, πολλοί έκλαψαν ή έστω λυπήθηκαν πολύ με την πυρκαγιά του επί ώρες έκαιγε τη Notre-Dame. Τι είναι όμως αυτό που προκαλεί απόγνωση και θλίψη και που την απλώνει στα πέρατα του κόσμου;
Πέραν της τεράστιας αξίας του μνημείου και της οικειότητας της ίδιας της πόλης την οποία εν πολλοίς συνοψίζει, επιπλέον της μυθοπλαστικής συμμετοχής μας στη γέννηση του ρομαντικού έρωτα και στην επιτομή της άνισης συναισθηματικής διεκδίκησης, υπάρχουν δύο θεμελιώδη μεγέθη που κάνουν τον θρήνο απολύτως ουσιώδη.
Το πρώτο είναι αυτό που προχείρως θα αποκαλούσαμε κοινωνική οργανικότητα μιας εκκλησίας. Μέσα από πολλές ιστορικές περιπέτειες, ρυμοτομικές επιλογές, πολιτικές παρεμβάσεις, μέσα από τη μακρά πλέον ζωή της, η εκκλησία αυτή ενώνει με τον πιο παραδειγματικό —αν και άφατο— τρόπο δύο κόσμους. Τη λατρεία και την πίστη από τη μια και την εκκοσμίκευση από την άλλη. Σε μια από τις πλέον άθεες πρωτεύουσες του κόσμου, με τον βίο να έχει αποθρησκειοποιηθεί, η εκκλησία υποδέχεται τους πιστούς και η αρχική της λειτουργία —που είναι η Λειτουργία— διατηρείται. Η αρμονική διττότητα στη λειτουργία, ως τουριστικός χώρος και ως λατρευτικός τόπος, είναι μια καταπληκτική μετωνυμία πολλών τέτοιων ζευγμάτων που παράγουν τις πολιτισμικές νόρμες του δυτικού κόσμου. Η μυθοπλασία και η ιστορία —πάνω απ’ όλα, η χρήση του ιερού προς όφελος της εξουσίας—, η λιτότητα και η περιπλοκή, η δύναμη του εμπορίου και η ένθεη συγκίνηση, είναι εκδοχές του τρόπου με τον οποίο, σήμερα πλέον, ο αποϊεροποιημένος κοινωνικός κόσμος μπορεί να επικοινωνήσει με τον παλιό αντίπαλό του, με το σύμπαν της οργανωμένης υπερβατολογίας. Και, αντίστροφα, είναι δείγμα της χριστιανής διάχυσης —που είναι και ένας χημικού τύπου απεμπλουτισμός— μέσα στο σώμα του μοντέρνου κόσμου. Αν υπάρχει κάπου στον κόσμο μια επιβίωση της χριστιανικής υπερβατολογίας χωρίς την ηθική της δεσμευτικότητα και την πολιτική της παρεμβατικότητα, αυτή είναι στο Παρίσι και στους ομόκεντρους κύκλους που ξεκινούν από την Ile de la Cité και την Παναγία των Παρισίων. Ένθεο πλαίσιο για άθεους χρήστες. Χριστιανικό κέλυφος για εκκοσμικευμένες αγωνίες.
Το δεύτερο μέγεθος που οδηγεί τον θρήνο μας έρχεται ως ψυχική επέκταση του πρώτου. Η καταστροφή της Παναγίας των Παρισίων επιβεβαιώνει αυτό που γνωρίζουμε ήδη για το μνημειώδες. Το μνημειώδες, αυτό που τεχνοκρατικά και απαθώς έχει εκπέσει σε εκφράσεις του τύπου «μνημείο παγκόσμιας πολιτισμικής κληρονομιάς», είναι εκείνο που, με το μέγεθος, τη διάρκειά του, την ιστορική και υλική ανθεκτικότητά του, τις ποικίλες και αντίπαλες χρήσεις του, την ιερότητά του και την κυριαρχική του φύση, περιστέλλει την αγχώδη παντοδυναμία του εαυτού μας. Επιβάλλει με σωτήριο τρόπο τον Νόμο και οριοθετεί τόσο την υπερβατική δύναμη όσο και τον δικό μας ψυχισμό. Είναι η κοινωνική και ιστορική ικανότητα να υπάρχει Άλλος, Άλλο, υπέρτερο, παλαιότερο και μονιμότερο εμού. Το μνημείο, στη Δύση και δη σε αυτήν την εκκοσμικευμένη χριστιανοσύνη, στερεί τη βία και ρυθμίζει την επιθυμία· κυρίως, όμως, μάς επιτρέπει να πεθάνουμε. Εκεί όπου αποτυγχάνουν η θρησκεία και ο άθεος ορθολογισμός, η σκέψη ότι ο καθεδρικός αυτός ναός ήταν γοτθικός, έγινε ρομαντικός, πολεμήθηκε από τους φανατικούς της Γαλλικής Επανάστασης, παρηγόρησε εκατομμύρια ανθρώπων πριν από εμάς, έγινε παίγνιο της πολιτισμικής βιομηχανίας, υπήρξε πριν από μας και θα υπάρξει μετά, γίνεται παρηγοριά για τον ίδιο τον θάνατό μας. Η θνητότητά μας είναι ευκολότερη. Πολλώ δε μάλλον που ο συγκεκριμένος ναός, αφιερωμένος στη μητρική χριστιανική μορφή, είναι, παρά την αυστηρή λάξευση της πέτρας του, τρυφερός κατ’ ουσίαν.