Γκαίρλιτς

C
Δημήτρης Καργιώτης

Γκαίρλιτς

Το Γκαίρλιτς, που παρουσιάζουμε σήμερα, είναι το τελευταίο βιβλίο της Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη, μιας συγγραφέως που μετά από μια μακρά διαδρομή ήρθε στα λημέρια της λογοτεχνίας πριν δεκαπέντε χρόνια. Αποτελεί όμως την κατάληξη μιας μη αμελητέας συγγραφικής παραγωγής που άρχισε με το Όταν θα πέσουν τα μαύρα, το πρώτο της μυθιστόρημα, εκδομένο το 2004. Ήδη από αυτό, το στίγμα της δουλειάς της Αβρααμίδου είναι ξεκάθαρο, τόσο αναφορικά με τους τρόπους και το ύφος της γραφής της όσο και με τα θεματικά ενδιαφέροντα και τους ερμηνευτικούς προβληματισμούς που προϋποθέτουν και αναδεικνύουν. Τοποθετημένο στην Αμμόχωστο τα χρόνια του 1970, το πρώτο της αυτό μυθιστόρημα παρακολουθεί τις προσωπικές ιστορίες των πρωταγωνιστών μιας οικογένειας με υπόβαθρο την πολιτική και κοινωνική ατμόσφαιρα της εποχής. Η Ψυχή του χρυσού, το δεύτερο μυθιστόρημά της, εκδομένο το 2009, μας μεταφέρει στον 16ο αιώνα και στην ιστορία ενός Κύπριου αλχημιστή που περιπλανιέται στην Ευρώπη της Αναγέννησης και διασταυρώνεται με γεγονότα και πρόσωπα της ιστορίας. Το τρίτο βιβλίο της, με τίτλο Στο αδιέξοδο, εκδομένο το 2011, τοποθετείται σε ένα επινοημένο πλαίσιο, στη φανταστική πόλη Ζόρα της Μεσογείου στη δεκαετία του ’60, όπου παρακολουθούμε τους τρόπους με τους οποίους οι ζωές των ανθρώπων συμπλέκονται με τα γεγονότα που εντέλει τις καθορίζουν. Στο επόμενο βιβλίο της, με τίτλο Προσωπεία περικείμενοι, του 2012, μέσα από το μυθοπλαστικό πλαίσιο της αρχαιολογικής ανασκαφής, διαλέγεται το παρελθόν με το παρόν στη σχεδόν σε αστυνομική οπτική αναζήτηση της αλήθειας, ένα προσφιλές θέμα της συγγραφέως. Αυτό θα διερευνηθεί εντονότερα στο πέμπτο της βιβλίο, με τίτλο Μέλι για την κυρά, εκδομένο το 2013. Εδώ οι γνωστοί από το πρώτο της μυθιστόρημα χαρακτήρες της οικογένειας Σταυρίδη συμπλέκονται με τον γνωστό αρχαιολόγο Μάικλ Βέντρις και τη λιγότερο γνωστή Άλις Κόμπερ στη γοητευτική ιστορία της Γραμμικής Β΄. Το έκτο της βιβλίο, με τίτλο Στο ρήγμα του χρόνου, εκδομένο το 2014, είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα που αποτελείται από αυτόνομες κωμικές ιστορίες τοποθετημένες σε έναν φανταστικό τόπο, σε ένα νησί του Ειρηνικού που αναστατώνεται από την απόφαση του δικτάτορά του να αλλάξει την ώρα. Το επόμενό της βιβλίο, η Ανεμόεσσα, εκδομένο το 2015, είναι μια συλλογή διηγημάτων που τοποθετούνται στην Πράγα, και αφορμώνται από οικόσημα των σπιτιών της, που κρύβουν από κάτω τους ιστορίες.

Το Γκαίρλιτς είναι λοιπόν το όγδοό της βιβλίο. Εδώ η Αβρααμίδου καταπιάνεται με την περίεργη, όσο και τραγική ιστορία αυτών που μετά το σημαντικό βιβλίο του Γεράσιμου Αλεξάτου το 2010, αποκαλούμε πλέον «Έλληνες του Γκαίρλιτς». Η ιστορία τους μόνο μετά το βιβλίο αυτό του Αλεξάτου φωτίστηκε επαρκώς. Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η διχογνωμία ανάμεσα στον Βενιζέλο, που τίθεται υπέρ της Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία), και τον Βασιλιά, που προτιμά την ουδετερότητα (που στην ουσία όμως σημαίνει μάλλον συμμαχία με τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία), θα γίνει όλο και εντονότερη, και θα καταλήξει στον εθνικό διχασμό. Η ελληνική κοινωνία θα βρεθεί διαιρεμένη σε κάθε επίπεδο, συμπεριλαμβανομένου και του στρατιωτικού. Στη Μακεδονία, το Δ΄ Σώμα Στρατού κινδυνεύει να πέσει στον Βούλγαρο εχθρό. Έτσι, με μια περίεργη λύση, για να χρησιμοποιήσω τον όρο της τραγωδίας, αποφασίζεται οι 7.000 Έλληνες στρατιώτες του να φιλοξενηθούν ως αιχμάλωτοι στην μικρή συνοριακή κωμόπολη Γκαίρλιτς, στο ανατολικότερο άκρο της Γερμανίας. Πράγματι, το ελληνικό στράτευμα φιλοξενείται στο στρατόπεδο της πόλης για σχεδόν δύο χρόνια, σε συνθήκες αντίξοες υλικά και κυρίως ακατάληπτες ψυχολογικά: σε μια συνθήκη εγκλεισμού και στον παραλογισμό μιας κατάστασης ακατανόητης και από τις δυο πλευρές. Με το τέλος του πολέμου ξεκινά μια δεύτερη περιπέτεια: η άτακτη φυγή προς την Ελλάδα, η αντιμετώπιση από τους Έλληνες, οι δυσκολίες επανενσωμάτωσής τους στην κοινωνία.

Μόνον σχηματικά δίνω την πολυδιάστατη ιστορία των Ελλήνων του Γκαίρλιτς — δεν είμαι άλλωστε ειδικός. Εξάλλου, πτυχές αυτής της ιστορίας συνεχίζουν να έρχονται στο φως, καθώς στην πρωτοποριακή δουλειά του Αλεξάτου προστίθενται μέχρι σήμερα και άλλες εργασίες. Και από αυτά τα λίγα, όμως, καθίσταται προφανές ότι αυτό το τραγικό επεισόδιο της ιστορίας μας μπορεί να δώσει μελάνι στην πένα του συγγραφέα.

Και αυτό γίνεται εδώ. Έχοντας μελετήσει εις βάθος τις διαθέσιμες πηγές και έχοντας επισκεφτεί την πόλη, η Αβρααμίδου μετασχηματίζει το πραγματολογικό υπόβαθρο σε λογοτεχνικό μύθο, όπως μας έχει συνηθίσει στα προηγούμενα βιβλία της. Για να το κάνει, επικεντρώνεται σε πρόσωπα. Στο μυθιστόρημα παρακολουθούμε μια μικρή ομάδα στρατιωτών, τους κύριους χαρακτήρες, οι οποίοι προσδιορίζονται, εν μέρει, από τους τόπους καταγωγής τους. Ο καθένας τους διαφορετικός στις συνήθειες, στις πεποιθήσεις, στα όνειρα, στις φιλοδοξίες· τους ενώνει όμως μια καταστατική ανθρώπινη συνθήκη, η φιλία. Δημιουργείται έτσι ένας δεσμός μεταξύ τους ο οποίος είναι παραδειγματικός της ανθρώπινης κατάστασης, καθολικός, και που θα διαρκέσει μέχρι τον θάνατο.

Το μυθιστόρημα επικεντρώνεται λιγότερο στην αποτύπωση ιστορικών γεγονότων, τα οποία βέβαια παρακολουθεί, και περισσότερο σε συγκεκριμένα επεισόδια που έχουν έντονο ψυχολογικό αντίκτυπο στους ήρωες. Παρακολουθούμε την ικανότητα του ανθρώπου να προσαρμοστεί και να διαχειριστεί κρίσιμες καταστάσεις, αλλά και τις πνευματικές δοκιμασίες που περνά όταν το μέλλον δεν είναι καν διακριτό. Αρθρωμένο σε μικρά κεφάλαια, συχνά επικεντρωμένα σε έναν ήρωα, η Αβρααμίδου αφορμάται από μια προσωπική ιστορία ή ένα μεμονωμένο ιστορικό επεισόδιο, το οποίο όμως φωτίζεται με τρόπο ώστε να αποπροσωποποιείται και να καθολικοποιείται. Με αυτήν την έννοια, οι χαρακτήρες και οι καταστάσεις που φτιάχνει ξεφεύγουν από τα στενά δεδομένα που τους προσδιορίζουν και καθίστανται τυπικές για όλους τους αιχμαλώτους, και, ευρύτερα, για όλους τους Έλληνες που βρέθηκαν να βιώνουν μια παράλογη ιστορική στιγμή.

Το τέλος του βιβλίου δεν είναι αίσιο· η λύση που περιμέναμε δεν έρχεται. Ο επιζών ήρωας, για πάντα χαραγμένος από το θεμελιακό τραύμα, μεταμορφώνεται. Η ενδοσκόπηση και η μελαγχολία τον χαρακτηρίζουν πλέον και η επιστροφή δεν σημαίνει εντέλει αυτό που η αρχική του ελπίδα ήθελε να σημάνει. Στο πρόσωπό του συμπυκνώνεται η διάθεση ενός ανθρώπου που επιστρέφει, όχι ως ηττημένος, αλλά σίγουρα όχι ως νικητής. Με άλλα λόγια, η διάθεση ολόκληρου του ελληνισμού.

Ένα βασικό χαρακτηριστικό της πεζογραφίας της Αβρααμίδου είναι το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο εγγράφει τον μυθοπλαστικό της κόσμο. Πράγματι, πάντα στα κείμενά της αναδεικνύεται το ιστορικό και ευρύτερα κοινωνικό υπόβαθρο της εποχής μέσα στο οποίο δρουν οι ήρωες, ενίοτε ιστορικά πρόσωπα και οι ίδιοι. Η Αβρααμίδου δεν κάνει όμως ιστορία· κάνει λογοτεχνία και διαμέσου ακριβώς της μυθοπλαστικής της εργασίας φωτίζονται πτυχές της ιστορίας με έναν τρόπο που παραπληρώνει την πραγματολογία των γεγονότων με την υποκειμενική διάσταση του ανθρώπινου παράγοντα, τις υπαρξιακές, ψυχολογικές, συναισθηματικές διακυμάνσεις που δύσκολα αποτυπώνονται στα ντοκουμέντα, που αποτελούν όμως πάντα αιτία ή αφορμή των συμβάντων που αυτά αποτυπώνουν. Με άλλα λόγια, η Αβρααμίδου, όπως συχνά το λέει, ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το είδος που ονομάζουμε στη φιλολογία ιστορικό μυθιστόρημα, ένα είδος που συμπλέκει το πραγματολογικό με το λανθάνον προκειμένου να φωτίσει μια πτυχή της ιστορίας από άλλη οπτική γωνία και με άλλου είδους προβολέα.

Υπάρχει όμως και μια ιδιαίτερη διάσταση στην ιστορική (ή, αλλού, ψευδοϊστορική) πεζογραφία της Αβρααμίδου, που της δίνει ένα ξεχωριστό προσωπικό στίγμα. Και αυτή είναι η εξής: ότι σε όλη της τη λογοτεχνική παραγωγή μέχρι τώρα, αλλά και ειδικά στο Γκαίρλιτς, η συγγραφέας ενδιαφέρεται κατεξοχήν για ένα ιστορικό παρελθόν του οποίου τα γεγονότα που το διαμορφώνουν αναδεικνύουν ένα βασικό θέμα της λογοτεχνίας, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα: το θέμα της δικαιοσύνης — το ζήτημα της ιστορικής δικαιοσύνης και, κυρίως, της ιστορικής αδικίας, ο αντίκτυπός της στην κοινωνία και στο άτομο και η αναπόδραστη ή επιβαλλόμενη απόκριση σε αυτήν. Πράγματι, πώς να διαχειριστεί ο άνθρωπος την αδικία; Είναι δυνατόν να τη διαπραγματευτεί με όρους μη μεταφυσικούς, μη θρησκευτικούς; Ποιες μορφές μπορεί και πρέπει να πάρει η ανταπόδοση; Ποια είναι τα όρια της συγχώρεσης, ποια είναι τα όρια της εκδίκησης; Αποτελούν η αποσιώπηση και η παραίτηση λύση μπροστά στην ηθική επιταγή για δικαιοσύνη; Χωρίς να τίθενται ρητά, παρόμοια ερωτήματα αναδεικνύονται ξεκάθαρα από τον τρόπο με τον οποίο η συγγραφέας μετασχηματίζει το υλικό της σε μυθοπλασία: από τους χαρακτήρες που σκιαγραφεί, τις σκηνές που ιχνογραφεί, τους διαλόγους, τη δράση.

Δεν καταλήγω σε βιογραφισμό, τον οποίο ούτε επιθυμώ ούτε με ενδιαφέρει· δεν μπορώ όμως να ξεφύγω από ένα πραγματολογικό δεδομένο: το ότι η Αβρααμίδου είναι μια συγγραφέας που ζει σε ξένο τόπο, που σημαίνει: σε ξένη γλώσσα. Η ξενιτιά, όπως το θέλει ο συναισθηματικά φορτισμένος όρος, ή η διασπορά, σύμφωνα με τον πιο μοντέρνο, περισσότερο αντισηπτικό, είναι μια θεμελιακή συνθήκη της γραφής και της δημιουργίας της. Μάλιστα πρόκειται για μια διασπορική συγγραφική ταυτότητα διφυή: εν μέρει ηθελημένη, εν μέρει ιστορικά αναγκαία. Γιατί η Αβρααμίδου δεν είναι μόνον μια συγγραφέας εκπατρισμένη, για να θυμηθούμε τον πολύ ωραίο όρο του Τσβέταν Τοντόροφ που περιέγραψε συγκινητικά την εμπειρία του στην άλλη χώρα, στο βιβλίο του Ο εκπατρισμένος (Lhomme dépaysé)· είναι, πρώτα από όλα, μια συγγραφέας εκτοπισμένη, η οποία αναγκάστηκε να ζήσει κι αυτή σε καθεστώς ιδιότυπης φιλοξενίας, μιας φιλοξενίας/αιχμαλωσίας εκτός της πατρίδας, αν όχι συμφιλιωμένη πάντως συμβιώνοντας με το όνειρο του νόστου, ένα όνειρο παλιό όσο και η ίδια η λογοτεχνία και η ιστορία της.

[ Ομιλία που εκφωνήθηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου, στις 6.4.17 ].