Το γουέστερν του 21ου αιώνα

D
Ρωμανός Γεροδήμος

Το γουέστερν του 21ου αιώνα

Είναι Σάββατο ξημερώματα και βρίσκομαι σε ένα ξενοδοχείο στη μέση του πουθενά. Εντάξει, αυτό ίσως είναι άδικο. Δεν είμαι ακριβώς στη μέση του πουθενά, είμαι στην καρδιά του Τέξας, στο Ντέντον, μία κωμόπολη στα περίχωρα του Ντάλας. Βρίσκομαι εδώ από την περασμένη Τετάρτη, καλεσμένος του 9ου φεστιβάλ Thin Line — πέντε ημέρες φωτογραφίας, μουσικής και κυρίως ντοκιμαντέρ παντός είδους: μικρού και μεγάλου μήκους, docudramas, mockumentaries, δημοσιογραφικά, πειραματικά, φοιτητικά. (Αύριο, λίγο πριν από τη λήξη του φεστιβάλ, θα προβληθεί και η μικρού μήκους ταινία μου «Μια κάποια ελευθερία»).

Παρόλο που έχω γυρίσει τις ΗΠΑ (και το Τέξας), δεν παύω να εκπλήσσομαι από ασήμαντα συμβάντα ή μικρές διαφορές στον δημόσιο χώρο και τη συμπεριφορά των ανθρώπων, που όμως ταυτόχρονα αντικατοπτρίζουν τα θεμελιώδη πολιτισμικά χαρακτηριστικά των ΗΠΑ.

Το ξενοδοχείο είναι ακριβώς δυόμισι χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης, το downtown, και βρίσκεται σε μία ήσυχη προαστιακή περιοχή. Δεδομένου ότι δεν υπάρχει δημόσια συγκοινωνία και για να μην αναγκάζω τους ανθρώπους του φεστιβάλ να με πηγαινοφέρνουν, προχτες αποφάσισα να περπατήσω μέχρι το κέντρο για να εξερευνήσω και την περιοχή. Η θερμοκρασία είναι 25 βαθμοί Κελσίου και ο λαμπρός ήλιος ζεσταίνει το κοκαλάκι μου, μετά από ενάμιση μήνα συνεχούς συννεφιάς.

Με το που ξεκινάω να περπατήσω από το ξενοδοχείο, αρχίζω να σκέφτομαι ότι ίσως αυτό να μην είναι τελικά μια πολύ καλή ιδέα. Για το μεγαλύτερο κομμάτι της διαδρομής δεν υπάρχουν πεζοδρόμια, ούτε διαβάσεις για πεζούς — ίσως αυτό εξηγεί το ότι δεν υπάρχουν καν πεζοί. Για την ακρίβεια, για τα πρώτα 25 λεπτά του περιπάτου, μέχρι δηλαδή να φτάσω δύο τετράγωνα πριν το κέντρο, δεν βλέπω τριγύρω μου ούτε μία ανθρώπινη ψυχή που να μην είναι μέσα σε αυτοκίνητο. Ταυτόχρονα ψάχνω απεγνωσμένα για ένα μαγαζί (υποθέτω ότι ο σωστός όρος θα ήταν «μπακάλικο») για να αγοράσω ένα μπουκάλι νερό. Αντ’ αυτού, ένα από τα πρώτα μαγαζιά που συναντάω πουλάει όπλα, ενώ στη διάρκεια της διαδρομής βλέπω παντού συνεργεία αυτοκινήτων. Δεν νομίζω ότι έχω δει ποτέ στη ζωή μου τόσα συνεργεία μαζεμένα σε μία περιοχή —φαναρτζίδικα, αντιπροσωπείες, ανταλλακτικά— το ένα μετά το άλλο.

Φτάνω στο κέντρο του Ντέντον και συνειδητοποιώ ότι το «κέντρο» είναι ακριβώς τρία οικοδομικά τετράγωνα — μεγάλα μεν, αλλά τρία: μία μεγάλη πλατεία με το δικαστικό μέγαρο και δίπλα της δύο ακόμα τετράγωνα. Μου κάνει εντύπωση το γεγονός ότι δεν υπάρχουν αλυσίδες καταστημάτων ή σύγχρονα καταστήματα — το κέντρο της πόλης είναι σαν να μπαίνεις στο σύμπαν του Λούκυ Λουκ ή σε ταινία της δεκαετίας του ’50: candy store με καραμέλες για τα παιδιά, δύο βιβλιοπωλεία με κόμιξ, μία γκαλερί, ένα επιπλάδικο, ένα κομμωτήριο, ένα παραδοσιακό παγωτατζίδικο, μερικά diners, εστιατόρια και μπαρ, και δύο τεράστια καταστήματα με αντίκες και μεταχειρισμένα αντικείμενα. Μπαίνω στο κατάστημα με τις αντίκες και με ρουφάει η μηχανή του χρόνου. Απέραντοι διάδρομοι με μπιχλιμπίδια — από ψεύτικες πανοπλίες και σπαθιά μέχρι πραγματικά ξίφη, πορσελάνινα διακοσμητικά και βιντεοκασέτες με προγράμματα γυμναστικής, μεταχειρισμένα βιβλία και CD με μουσική κάντρι, παλιές φωτογραφικές μηχανές και ολόκληρες συλλογές με καρτ-ποστάλ, κούπες και μαχαιροπίρουνα από άλλες εποχές, μαζί με ταλαιπωρημένα επιτραπέζια και παιχνιδάκια φτιαγμένα προχτές στην Κίνα. Τα πάντα έχουν τιμή και καρτελάκι με επεξήγηση. Τα πάντα είναι προς πώληση. Με πιάνει ζαλάδα — είναι αδύνατον ο εγκέφαλος μου να επεξεργαστεί τον πλούτο των ερεθισμάτων.

Βγαίνω έξω. Παρατηρώ ότι το κέντρο της πόλης είναι σχεδόν ανατριχιαστικά ήσυχο. Διάβασα ότι το Ντέντον έχει δύο πανεπιστήμια και 120 χιλιάδες κατοίκους. Αναρωτιέμαι πού να βρίσκονται όλοι αυτοί οι άνθρωποι — στη διαδρομή, είδα λίγα μόνο σπίτια. Μία διαφήμιση για ένα εμπορικό κέντρο, ένα mall, με 90 καταστήματα, αλυσίδες, εστιατόρια κλπ. που βρίσκεται στον αυτοκινητόδρομο Ι-35, μερικά χιλιόμετρα έξω από την πόλη, μου δίνει την απάντηση. Λίγοι έρχονται πλέον στο κέντρο: το urban sprawl, η εξάπλωση της πόλης στα προάστια, έχει δημιουργήσει μία κουλτούρα βασισμένη σχεδόν αποκλειστικά στο αυτοκίνητο, δηλαδή στο πετρέλαιο. Ακόμα και δύο φούρνοι που είδα στον δρόμο ήταν έτσι δομημένοι ώστε να παρκάρεις, να ψωνίζεις και να φεύγεις. Το να περάσω ως πεζός στο απέναντι ρεύμα, να ψωνίσω και να φύγω με τα πόδια θα ήταν επαναστατική πράξη. Προτίμησα λοιπόν να το αποφύγω.

Πάνω που αρχίζει μέσα μου να σχηματίζεται μία κάπως καρικατουρίστικη εικόνα της περιοχής, αρχίζω να παρατηρώ αντιθέσεις και στοιχεία διαφοροποίησης. Δίπλα στα παραδοσιακά μαγαζιά υπάρχει ένα ωραίο μοντέρνο καφέ γεμάτο φοιτητές — θυμίζει λίγο καφέ που μπορείς να βρείς στη Νέα Υόρκη ή στο Σαν Φρανσίσκο. Στα τραπεζάκια έξω κάποιοι, εξίσουν νέοι, μιλάνε συνεχώς για το τι ammo αγόρασαν προχτες. Ammo σημαίνει ammunition. Δηλαδή σφαίρες και πυρομαχικά.

Πηγαίνω στο φεστιβάλ, που πραγματοποιείται στο Campus Theatre, έναν θρυλικό κινηματογράφο που χτίστηκε το 1949 και είναι η μία από τις δύο αίθουσες πολιτισμού της περιοχής. Μου θυμίζει παλιούς καλούς κινηματογράφους της Αθήνας. Εκεί συναντώ ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας και διαφορετικής καταγωγής. Μία από τις ταινίες μικρού μήκους μιλάει για την Betty Kimble — μία Αφροαμερικανίδα ηλικιωμένη που γεννήθηκε εδώ τη δεκαετία του 1930 και που ακόμα και οι παππούδες της έμεναν στην περιοχή. Η ταινία αγγίζει ευαίσθητες χορδές για τον αγώνα για τα δικαιώματα των μαύρων τις δεκατίες του ’50 και του ’60, αλλά και για το πώς άλλαξε η πόλη. H Betty Kimble είναι στην αίθουσα και καταχειροκροτείται από όλους.

Φεύγω από το φεστιβάλ και ψάχνω για ταξί. Ταξί μέχρι στιγμής δεν έχω δει να υπάρχει. Όταν ρωτάω τους ντόπιους, με κοιτάνε σαν να κατέβηκα από τον Άρη. Μία κυρία που πρέπει να γεννήθηκε στο Ντέντον μου λέει κάπως ντροπιασμένη, «Να σου πω, δεν νομίζω ότι έχω μπει ποτέ σε ταξί». Λίγο πριν εγκαταλείψω την προσπάθεια και πάρω τον δρόμο της επιστροφής, ο νεαρός στο Jupiter House —το καφέ που λέγαμε— μου συνιστά να χρησιμοποιήσω το Uber (την εφαρμογή του κινητού τηλεφώνου για κλήση ιδιωτικών αυτοκινήτων που λειτουργούν σαν ταξί). Μέσα σε δύο λεπτά το Uber μου έχει φτάσει και με πέντε δολάρια είμαι στο ξενοδοχείο.

Η Αμερική είναι μία τεράστια χώρα με εκατοντάδες εκατομμύρια κατοίκους. Μόνο εάν κάποιος ταξιδέψει εκτεταμένα (είτε σωματικά, μέσα από βιώματα, είτε πνευματικά, μέσα από αναγνώσματα) μπορεί να συνειδητοποιήσει την ποικιλία και την ομορφιά του φυσικού τοπίου και την πολυπλοκότητα και τον πλουραλισμό των ανθρώπινων φυλών και συμπεριφορών. Ωστόσο υπάρχει μία έννοια —η έννοια της ελευθερίας— βαθιά χαραγμένη στο πολιτισμικό DNA της Αμερικής. Αυτή η έννοια είναι ταυτόχρονα τρομερά αφηρημένη και πολύ συγκεκριμένη. Είναι υπεύθυνη για τα σημαντικότερα πολιτισμικά και πολιτικά επιτεύγματα του δυτικού πολιτισμού όπως εκφράζεται από το Αμερικανικό Όνειρο: ατομική ευθύνη, σκληρή δουλειά, επιτυχία, προκοπή, δημιουργία πλούτου μέσα από την αντίληψη της αγοράς — δηλαδή την αναγνώριση των αναγκών των άλλων, την προστασία ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την ελευθερία από την κρατική παρέμβαση, την ελευθερία της έκφρασης, τη θρησκευτική ελευθερία, την ελπίδα και την πίστη σε ένα καλύτερο μέλλον, στο καινούργιο, χωρίς τα βαρίδια του παρελθόντος. Ταυτόχρονα, η τυφλή αφοσίωση στην έννοια της ελευθερίας είναι υπεύθυνη για μερικές από τις πιο ακραίες και αντιφατικές συνέπειες του πολιτισμού αυτού: η άνθηση του αντιδιαφωτισμού και της αντιλογικής που τώρα αναδεικνύει περιθωριακούς λαϊκιστές σαν τον Ντόναλτ Τραμπ και τον Τεντ Κρουζ, η νομιμοποίηση ενός τρόπου σκέψης που θεμελιώνεται σε θεωρίες συνωμοσίας, φοβικά σύνδρομα, έλλειψη παιδείας, αποξένωση και αποχή από τα κοινά (αυτό που η Susan Jacoby χαρακτηρίζει ως The Age of American Unreason), είναι φυσική απόρροια της ανθρώπινης τάσης για ευκολία, για άνεση, για αποφυγή περιττής τριβής με τους άλλους, και ειδικά με άτομα που δεν είναι «σαν κι εμάς». Η κουλτούρα του mall στον αυτοκινητόδρομο, η απομάκρυνση από το κέντρο της πόλης, η δημιουργία περιφραγμένων οικισμών, όλα αυτά τα φαινόμενα των τελευταίων 50 χρόνων που άλλαξαν τον χαρακτήρα και την όψη πολλών κοινοτήτων στη Δύση, και ειδικά στην Αμερική, συμβολίζουν ακριβώς την επιλογή τής μη συνύπαρξης, της μη διάδρασης, τη δημιουργία ενός ατομικού οικοσυστήματος που χτίζεται μέσα από τα προϊόντα που καταναλώνουμε, τα τηλεοπτικά προγράμματα που επιλέγουμε να δούμε, τα παιχνίδια που επιλέγουμε να παίξουμε, τα άτομα που επιλέγουμε να συναναστραφούμε στο διαδίκτυο.

Η Αμερική δημιουργήθηκε εξαιτίας της ανθρώπινης ανάγκης για ανακάλυψη και εφεύρεση του νέου —την οποία και εκπροσωπεί ακόμη— αλλά και με μία συχνά μανιχαϊστική πίστη στο καλό και το κακό. Η κουλτούρα των πιονέρων  της εξερεύνησης και της επιβίωσης ενάντια στην άγρια φύση υπάρχει ακόμα και δεν είναι τυχαίο ότι τουλάχιστον τρεις από τις φετινές ταινίες στα Όσκαρ (το «Revenant», το «Martian» και το «Mad Max: Fury Road») θυμίζουν γουέστερν.

Είναι χαρακτηριστικός ο ενθουσιασμός με τον οποίο πολλοί άνθρωποι υποδέχονται μία νέα τεχνολογία ή εφαρμογή — χωρίς να εξετάζουν κριτικά την πραγματική αξία της: η αξία της είναι το ότι είναι νέα. Συχνά με εξοργίζει ο τεχνολογικός αυτός ντετερμινισμός και η άγνοια των βαθύτερων βιολογικών, κοινωνικών και πολιτισμικών παραγόντων που καθορίζουν τις πράξεις μας. Αυτή όμως η λίγο αφελής πλην συνειδητή και συνεχής αναζήτηση του νέου, του διαφορετικού, του πιο αποτελεσματικού —τη στιγμή που άλλοι πολιτισμοί φαίνονται στάσιμοι και διστακτικοί— είναι η δύναμη που έκανε την Αμερική υπερδύναμη. Ωστόσο, η ίδια αυτή η επιτυχία και η ελευθερία επιλογής δημιούργησε τις συνθήκες αμφισβήτησης του ίδιου του συστήματος, της ήσσονος προσπάθειας, της απόσυρσης, της απεμπλοκής, της παρακμής.

Ακόμα και σε μία μικρή κωμόπολη του Τέξας, μέσα σε διάστημα τριών μόνο ημερών, τα σημάδια της αντιφατικής αυτής κατάστασης ήταν ξεκάθαρα. Ένα από τα ντοκιμαντέρ που είμαι σίγουρος ότι θα πάνε καλά είναι το Life on Bitcoin του Austin Craig: ο Austin και η γυναίκα του έζησαν 90 μέρες χρησιμοποιώντας μόνο το διαδικτυακό νόμισμα bitcoin. Αφού έφτιαξε ένα βίντεο με 25 εκατομμύρια θεατές στο YouTube, που βοήθησε μία άγνωστη μικρή επιχείρηση να πουλήσει εκατομμύρια βουρτσάκια γλώσσας κάνοντας την Orabrush το μεγαλύτερο προϊόν στοματικής υγιεινής στον κόσμο (σημειωτέον: δουλεύει και με έχει σώσει), ο Craig έχει βαλθεί να πείσει τον κόσμο ότι το bitcoin είναι καλύτερο από τα χρήματα της κυβέρνησης και ότι η σταδιακά αυξανόμενη κοινότητα των χρηστών του στο Διαδίκτυο, οι νέοι πιονέροι της εποχής μας, είναι ελεύθεροι από το διεφθαρμένο σύστημα των τραπεζιτών τού χτες.

Το κοινό στο σινεμά παραληρούσε.