Γρ. Αζαριάδης, «Το Μοτίβο του Δολοφόνου»
16 Σεπτεμβρίου 2012, Αθήνα. Η αστυνόμος Τρύπη και η ολιγομελής ομάδα της (μία από τις τρεις που διαθέτει το Τμήμα Εγκλημάτων κατά της Ζωής της Ελληνικής Αστυνομίας, το γνωστό μας παλιά ως Ανθρωποκτονιών), την οποία αποτελούν οι έμπειροι Μπρίνης και Ντονάς, οι νεαροί Φούκουρας και Μόραλης (γιος παλιού διακεκριμένου αστυνομικού που έχει μεν τυπικώς αποσυρθεί, αλλά θα κάνει κι αυτός τα συμβουλευτικά του περάσματα από την υπόθεση), ο πολύπειρος ιατροδικαστής Κουρούτσος και δευτερευόντως ένας ψυχολόγος/profiler συν μερικά ακόμα πρόσωπα, περιφερειακά κινούμενα σε σχέση με τη βασική ομάδα, έρχονται για τα καλά αντιμέτωποι με τον πρώτο από μία σειρά δυσεπίλυτων, όπως θα φανεί στη συνέχεια, φόνων που εμφανίζουν το ίδιο μοτίβο εκτέλεσης (οχτώ απανωτές σφαίρες που ο δολοφόνος φυτεύει ψυχρά σε συγκεκριμένα σημεία στα σώματα των θυμάτων με την ίδια πάντα σειρά, απουσία μαρτύρων, η οποία έχει επιτευχθεί μετά από προσεκτική αναζήτηση βολικών καιρικών συνθηκών, περιοδικότητας συγκεκριμένων φυσικών φαινομένων και προσδιορισμό των τόπων βάσει ενός επίσης πολύ συγκεκριμένου σκεπτικού), φόνων που γίνονται κάτω από τη μύτη της αστυνομίας στη βουτηγμένη στην κρίση πρωτεύουσά μας, από το 2012 ώς το 2014.
Επικεφαλής όλων είναι οι Βεργίνης και Σταυρίδης, ανώτεροι αστυνομικοί, παλιές καραβάνες, τύποι περπατημένοι καλά στην ελληνική, και όχι μόνο, αστυνομική πιάτσα, που ξέρουν πολλά και πολλούς και γενικά κόβει το μυαλό τους και οι οποίοι αφήνουν πρωτοβουλίες στην Τρύπη και την καλύπτουν, αν χρειαστεί, ερχόμενοι ακόμη και σε κόντρα με το αρμόδιο υπουργείο, όταν ας πούμε κάποιος ανήξερος από αστυνομική δράση πλην καραξερόλας γενικός γραμματέας πουλάει εξυπνάδες — κάτι σας θυμίζει, αλίμονο, ένας βλαξ πάντα βρίσκεται πρόχειρος στον δημόσιο βίο μας.
Τα στοιχεία που αποκομίζει αυτή η καλά δεμένη ομάδα κάνοντας άπειρα συντονισμένα τρεχάματα, ενδελεχή έρευνα και σκληρή δουλειά, πίνοντας αμέτρητες κούπες καφέ φίλτρου και φραπέδων, τρώγοντας junk food στα ατελείωτα ξενύχτια πάνω σε φακέλους και μπροστά στις οθόνες των υπολογιστών τους, χωρίς πάντως να παραμελεί κανένας τους την προσωπική του ζωή —όσο μπορεί να έχει, με τέτοια πίεση που τους ασκείται προκειμένου να βρουν τον ξενόφερτου τύπου serial killer που σκορπά πανικό στην Αθήνα (αν και στην πραγματικότητα τα ΜΜΕ, ποιος άλλος, είναι αυτά που σκορπούν τρόμο με μπόλικη σάλτσα) —, οδηγούν (όλα αυτά τα στοιχεία) στην υπόθεση Καρλή, γνωστή case study που έχει αποτελέσει κορμό αστυνομικών εκπαιδευτικών σεμιναρίων στην Ολλανδία, χώρα στην οποία έχει διαδραματιστεί αρχές του 2000 μία σειρά φόνων που μοιάζουν πολύ με αυτούς της Αθήνας. Οι Ολλανδοί έχουν εξιχνιάσει με επιτυχία τη δική τους δύσκολη υπόθεση και, επειδή ο serial killer αποδείχτηκε οριστικά ότι ήταν ο Έλληνας μεταπτυχιακός σπουδαστής στο Ρότερνταμ Αλέξανδρος Καρλής, ένα άτομο ευφυές αλλά με οικογενειακά τραύματα και θέματα να τον στοιχειώνουν από την παιδική του ηλικία, νεκρός πια, ο φάκελος έχει πάρει το όνομά του.
Η Τρύπη και η ομάδα της εργάζονται αφοσιωμένα και μεθοδικά, (θέλοντας να είναι) σαν τις ομάδες των αδιάφθορων και ταγμένων στο καθήκον αστυνομικών, που δεν είναι τύπου ματατζήδες, αυτοί που δέρνουν δηλαδή τον κόσμο που διαδηλώνει στην Αθήνα της κρίσης (και καλά, πολύ καλά κάνει), μα μορφωμένοι επιστήμονες. Η αζαριαδική ομάδα είναι πάνω απ’ όλα σωστοί επαγγελματίες, και αυτό δίνει την πρώτη καινοτόμο πινελιά στη μυθοπλασία: έχουν σαν προτεραιότητα να κυνηγούν το έγκλημα, αρέσκονται να διαβάζουν κλασικά και μοντέρνα αστυνομικά, βλέπουν παλιές και νέες ταινίες του είδους και πιάνουν με χρήση και εργαστηριακών μέσων τους κακούς, ακριβώς όπως στα CSI, Criminal Μinds και τις λοιπές σειρές τέτοιου τύπου (που προβάλλονται η μία κατόπιν της άλλης στην ελληνική τηλεόραση) και τις οποίες φυσικά κι εκείνοι παρακολουθούν μετά μανίας.*
Οι αστυνομικοί αυτοί, για να καταλάβετε, στο ευρηματικό κατά Αζαριάδη και από πολλές απόψεις ιδανικό χτίσιμό τους εντός της μυθοπλασίας, ακούνε καλή ροκ μουσική, έχουν σαν κοινοί, φιλήσυχοι πλην σύγχρονοι πολίτες τις οικογένειές τους και τις σχέσεις τους, τις ανησυχίες τους, τις φουλ ερωτοδουλειές τους, τις πότε καλές πότε κακές μα πάντα ανθρώπινες στιγμές τους, και φιλτράρουν τα της ζωής και της δουλειάς τους άλλοτε με καυστικό χιούμορ, άλλοτε με περίσκεψη, μα πάντα με την αίσθηση του καθήκοντος που πηγάζει από την ειδική φύση του επαγγέλματός τους και που κάνει το χρέος τους, δίχως να το διατυμπανίζουν με κάθε ευκαιρία, να είναι ένα και μοναδικό: η προστασία του πολίτη χωρίς διακρίσεις, σαν άτομο αλλά πάντα μέσα στο υπάρχον πραγματικό κοινωνικό σύνολο. Και γιατί όχι δηλαδή, γιατί να μην (μπορούν να) είναι έτσι οι αστυνομικοί, κάποιοι πρέπει να πιάνουν τους κακούς και παράλληλα να είναι ένα ρεαλιστικό κομμάτι του κόσμου που ορκίστηκαν να προστατεύουν, τι στο καλό.
Η Τρύπη είναι μια ελκυστική γυναίκα, τύπος, θα έλεγα, μάλλον μέσης Ελληνίδας, δηλαδή ούτε Αϊνστάιν ούτε «ξανθιά», μια ζωηρή ζωντοχήρα που τροφοδοτεί επιμελώς τη σχέση με έναν καλοστεκούμενο άντρα και δεν βάζει σε δεύτερη μοίρα την ερωτική απόλαυση, κάθε άλλο, αλλά μαζί καταφέρνει να είναι και καλή μητέρα έφηβης. Ο μπαρόβιος και ψιλονυχτόβιος Μπρίνης έχει το δικό του σπέσιαλ ερωτικό νταραβέρι με την Ουκρανή με την οποία είναι παθιασμένος, αν και ενίοτε διόλου δεν του κακοπέφτουν τα έκτακτα και τυχερά του επαγγέλματος, ο Μόραλης και ο Φούκουρας έχουν τα δικά τους και ούτω καθεξής. Ο συγγραφέας περιγράφει ρεαλιστικότατα και τολμηρά αλλά όχι χυδαία πολλές ερωτικές σκηνές των αστυνόμων αλλά και των θυμάτων, εκλαμβάνοντας, ίσως, την έντονη ερωτική ζωή σαν μια διέξοδο που είναι καταρχάς εύκολο και πιθανόν αναγκαίο να υπάρχει, σαν εναλλακτική οδός ψυχικής αποφόρτισης σε μια εποχή που δεν ευνοεί την ειλικρίνεια (και διάφορα άλλα) στις σχέσεις. Εκτός από τους πιεσμένους αστυνομικούς που χρειάζονται μια σχέση-βαλβίδα εκτόνωσης της πίεσης, μια κατάσταση δηλαδή που να μην τους ζορίζει παραπάνω από τη δουλειά τους, το ίδιο συμβαίνει και με τα θύματα των φόνων. Η Περσεφόνη Πετρίδου, η γυναίκα που σκοτώνει πρώτη ο serial killer, επιστρέφει στο σπίτι της μετά από ένα παθιασμένο ραντεβού με τον σταθερό εραστή της. Η ζορίζει έχει τη μυστική της διέξοδο, κινούμενη όμως διακριτικά και αθόρυβα, δίχως κανείς να έχει καταλάβει το παραμικρό, οι φίλες και οι δικοί της. Οι αστυνομικοί της ομάδας της Τρύπη, πάσχοντα υποκείμενα ενός στα ίδια σκατά βουτηγμένου σκληρού κόσμου, σέβονται αυτή την ιδιωτικότητα και δεν επεμβαίνουν στην εικόνα που είχε η δολοφονημένη γυναίκα στα μάτια του περίγυρού της: το να την αποκαλύψουν, άλλωστε, δεν θα έχει καμία θετική συνεισφορά στην ανακάλυψη του δολοφόνου της.
Η ομάδα της αστυνόμου με εντυπωσιακό τρόπο εντείνει τις έρευνές της και φτάνει σιγά-σιγά στον εντοπισμό του δολοφόνου. Η Τρύπη, μετά από τέσσερις σκληρούς φόνους συνηθισμένων ανθρώπων που όλα δείχνουν ότι έτυχαν στο διάβα του δολοφόνου και δεν προεπιλέχτηκαν, θα πάρει την κρίσιμη στιγμή, όταν όλα παίζονται σαν ρώσικη ρουλέτα, την υπόθεση πάνω της με θάρρος, πλήρη συνείδηση των δυσκολιών και με κύρια όπλα το κοφτερό μυαλό και τη γερή της μνήμη, γιατί είναι αυτή που πρώτη συνδυάζει τα ευρήματα μεταξύ τους και κάνει εκείνο το καίριο σάρωμα που θα φανερώσει τον συνεχιστή του Καρλή. Ο δολοφόνος είναι ακόμα πιο στυγερός από τον μακαρίτη τον Καρλή, διαβολικός, αποφασισμένος να σκοτώσει. Και πιο τρελαμένος επίσης, γιατί, όντας θαυμαστής και μιμητής, έχει τη σπουδή του αλαζόνα, του νεοφώτιστου και εκείνου που θέλει να ξεπεράσει τον δάσκαλό του.
Η Τρύπη στην αρχή μοιράζεται την ανακάλυψή της για την ταυτότητά του με τους δύο ανωτέρους της, τον Σταυρίδη και τον Βεργίνη, και, αφού οι τρεις τους αρχικά εξετάσουν όλες τις πιθανότητες και δυνατότητες αναίμακτης ει δυνατόν σύλληψης, τα μεγάλα της ρίσκα και το πώς είναι καλύτερα να οργανωθεί η τελική επιχείρηση, τότε μόνο μπαίνουν και οι υπόλοιποι για να συνδράμουν στο τελικό σχέδιο. Ο serial killer της Αθήνας είναι μορφωμένος, ασκεί ένα αξιόλογο σε καθημερινή βάση επάγγελμα και έχει ισχυρό κοινωνικό στάτους: εν ολίγοις, διαθέτει εξαιρετική βιτρίνα που, σε συνδυασμό με την εξυπνάδα του, ακόμα και όταν σχετικά σύντομα γίνεται υπεροπτικός, προκαλεί και εμπαίζει την Τρύπη προσωπικά και την ομάδα της συνολικά, έχει την υπεροχή των κινήσεων, προηγείται της αστυνομίας και, το κυριότερο, δεν κάνει το πολυπόθητο μοιραίο λάθος.
Ο Γρηγόρης Αζαριάδης, που εδώ κεντάει, έχει δύο ακόμα αστυνομικά στο ενεργητικό του που δεν τα έχω διαβάσει κι έτσι δεν ξέρω σε ποιο ακριβώς είδος αστυνομικής λογοτεχνίας πρέπει με σιγουριά να τον κατατάξουμε, αν και θεωρείται γραφιάς της γαλλικής σχολής —ένα πολύ μεστό γαλλικό-μεσογειακό noir έγραψαν κάποιοι σχολιαστές ότι κάνει—, επειδή αυτή κυρίως σχολή, η γαλλική, από τον χαρισματικό Μανσέτ και μετά, θαρρώ, είναι εκείνη που γίνεται ξεχωριστή κατηγορία λόγω του έντονου πολιτικοκοινωνικού της προβληματισμού, που τον αναπτύσσει παράλληλα με το αμιγές αστυνομικό κομμάτι της μυθοπλασίας, αναδεικνύοντας και μαζί καταγγέλλοντας πολιτικοκοινωνικές αθλιότητες, που, ακόμα κι αν προέρχονται από εκτός Γαλλίας δραματικές καταστάσεις (από τη Χιλή, για παράδειγμα, στο μεταμανσετικό «Ελέησόν με» του Γκρανζέ), συνθέτουν ένα γερό αφηγηματικό υπόβαθρο ανεξάρτητα από τον γεωγραφικό τόπο δράσης. Εγώ, να πω την αμαρτία μου, εδώ δεν είδα καμία τραβηγμένη από τα μαλλιά τέτοια διάθεση καταγγελίας, στον βαθμό τουλάχιστον που να γίνεται κύριος πυλώνας της πλοκής, και ευτυχώς, θα ισχυριστώ. Βέβαια, υπάρχει εξαρχής μια ιντριγκαδόρικη τοποθέτηση της ιστορίας σε ημερολογιακό πλαίσιο, αυτό της ελληνικής κρίσης, όπως διαμορφώνεται ειδικά στην Αθήνα, αλλά ώς εκεί. Υπάρχει εμφανώς μέτρο, οι πολιτικοκοινωνικές αναφορές είναι ενταγμένες αρμονικά στο ύφος της αφήγησης και διασκορπισμένες συμμετρικά στο κείμενο χωρίς να του κλέβουν το παραμικρό από τη δυναμική του, αφήνοντάς το δηλαδή να είναι αυτό που δείχνει από την αρχή: ένα πολύ καλό αστυνομικό μυστήριο.
Όσο για το ότι ο Αζαριάδης εισάγει στοιχεία και από τη δημοφιλή σκανδιναβική αστυνομική σχολή, σκιαγραφώντας, για παράδειγμα, ως κατά συρροήν δολοφόνο του τον ψυχωσικό άνθρωπο που χωρίς άμεσο κίνητρο σκοτώνει όποιον έχει την ατυχία να βρεθεί μπροστά του και βάζοντας μία αστυνομική ομάδα στο κατόπι του και όχι ένα μεμονωμένο ντετέκτιβ ή το στερεότυπο δίδυμο μπάτσων (σύμφωνα με το αμερικάνικο στιλ, ας πούμε, του μοναχικού ντετέκτιβ που είναι πια σε οριακό σημείο, αλκοολικός ή τέλος πάντων ένα ρεμάλι, αλλά με το κατάλληλο απόθεμα ηθικής και αξιοπρέπειας, ή ο νέος και ο παλιός ή ο καλός κι ο κακός κλπ.), έχω και εκεί λίγες επιφυλάξεις (κανένα ζήτημα με τη δομική των Σκανδιναβών, που δίκαια έχουν κάνει παγκοσμίως γνωστή τη βιομηχανία αστυνομικής λογοτεχνίας των Βόρειων, απλώς βάζω τα δικά μου ερωτήματα), το αποτέλεσμα με κάνει να βλέπω —μπορεί και να λαθεύω— μία κατά 80% δική του, του Αζαριάδη, μικτού στυλ γραφή, που προσωπικά την καλωσορίζω με χαρά γιατί τη βρίσκω πιο σημερινή, πολύ πιο πειστική και σαφώς πιο ενδιαφέρουσα, καθώς μου δίνει ένα πλήρες, έξυπνο, φρέσκο και μάλιστα ελληνικό αστυνομικό που με κρατά συνεχώς στην ατμόσφαιρά του και λόγω της αισθητικής της γλώσσας με την οποία διατυπώνεται, αλλά και γιατί είναι αφομοιωμένες καλά οι επιρροές του δημιουργού του, όποιες κι αν είναι, και επίσης γιατί, με μέτρο και συνετά, ενισχύεται εκεί όπου πρέπει να ενισχυθεί με τα κλισέ του —δίχως αυτά, κακά τα ψέματα, αστυνομικό της προκοπής δεν γίνεται—, ενώ παράλληλα παραμένει λιτό στο διά ταύτα του, ελκυστικό σαν κεντρική ιδέα και αψεγάδιαστο τεχνικά, στην ανάπτυξη δηλαδή της πλοκής στη συνέχεια, στακάτο και τονωμένο έξυπνα με καλά επινοήματα (όπως η ύπαρξη αποσπασμάτων από ημερολόγια τα οποία καταλαβαίνουμε κάποια στιγμή ότι είναι του Αλέξανδρου Καρλή και ότι έχουν περιέλθει στα χέρια του μιμητή-συνεχιστή του).
Τέλος πάντων, πέρα από τα θεωρητικά, θα πω ότι ο Γρηγόρης Αζαριάδης και αρκετοί συγγραφείς τα τελευταία χρόνια ξαναφέρνουν δυναμικά την ελληνική αστυνομική λογοτεχνία στο προσκήνιο γράφοντας μυθιστορήματα αξιώσεων που κρατούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη και τον κάνουν να θέλει να συνεχίσει με το είδος. Το «Μοτίβο του Δολοφόνου» είναι ένα γρήγορο, πολύ καλό και σαν αίνιγμα αστυνομικό, δίχως αλατοπίπερα ριγμένα με τη σέσουλα, τακτική επικίνδυνη σαν τεχνική γιατί τις πιο πολλές φορές φορτώνει ενοχλητικά το κείμενο, προκαλεί ένα χαμό από στοιχεία, ονόματα και γεγονότα που αποπροσανατολίζουν, επικαλύπτοντας και καταστρέφοντας την απόλαυση της ανάγνωσης.
Ο Γρηγόρης Αζαριάδης έχει ήδη ένα δικό του κοινό που τον ακολουθεί πιστά. Τώρα καταλαβαίνω το γιατί, και πρέπει να τον ευχαριστήσω, διότι με το «Μοτίβο του Δολοφόνου» (κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης) με έβαλε, με τον καλύτερο τρόπο που μπορούσα να φανταστώ, στον πειρασμό να αναθεωρήσω απόψεις για την αστυνομική λογοτεχνία. Νά που, και στην εποχή μας, όπου όλα είναι ειπωμένα, η καλή αστυνομική λογοτεχνία (μπορεί να) είναι ένα ενδιαφέρον είδος, που κακώς, κάκιστα, θεωρείται τρόπος για να περνάς απλώς την ώρα σου.
ΥΓ. Ο πρώτος τυπικός serial killer στα ελληνικά αστυνομικά χρονικά θεωρείται ότι είναι αυτός εδώ.
* Α, κι εμείς, έννοια σας κι εμείς. Διότι προσφέρεται, με το αζημίωτο βεβαίως, μπόλικο το αστυνομικό θέαμα για κάθε νοημοσύνη, πάρε κόσμε, φριχτές παπάρες μα και πολύ έξυπνα θέματα, διασκεδαστική καλτίλα μα και πρωτοκλασάτο noir, μέρα-νύχτα και σε όλα τα κανάλια, ιδιαίτερα στα ιδιωτικά, που, όταν δεν παίζουν εκείνα τα ανεκδιήγητα horror show με τις τρεμετεντέρηδες, τις αννιτοτατιάνες και το λοιπό τριλάικ σκουπιδαριάτο, προβάλλουν κάργα αστυνομικές σειρές: ncis Νέας Ορλεάνης, ncis Νέας Υόρκης, ΑΒΓ και δεν ξέρω πώς αλλιώς τα λένε, Μαϊάμι, Λας Βέγκας κλπ. (αμερικάνικα κυρίως δηλαδή μα και μερικά ψωραλέα ελληνικά, κάτι μαρκαρικά και μαρικά, δυστυχώς της ξεπέτας αυτά τα εγχώρια, άνευρα, χωρίς τσαγανό), και όλος ο κόσμος μετατρέπεται σε αστυνομικό σταυρόλεξο που το λύνουν τσάκα-τσάκα οι καταρτισμένοι και σαν φοβεροί επιστήμονες, οι πάντα σούπερ αστυνόμοι. Αμέ!