​Greece is all I know

P
Νικόλας Μολφέτας

​Greece is all I know

Το περιβόητο δεκαπεντάλεπτο αφιέρωμα στον Αντετοκούνμπο που προβλήθηκε την Πέμπτη στην εκπομπή The Arena του καναλιού ΤΝΤ και οι αντιδράσεις που προκάλεσε είναι μια καλή αφορμή να ξανασκεφτούμε πώς βλέπουμε στην Ελλάδα τους «άλλους» — που σημαίνει να καταλάβουμε πρώτα και το πώς βλέπουμε ποιοι είμαστε «εμείς».

Ξεκινώντας από την περίφημη εκπομπή, να πούμε ότι εξετάζει κάθε μέρα κάποια θέματα σχετικά με το ΝΒΑ αλλά κυρίως εκτός γηπέδου, με έμφαση αυτή τη στιγμή στον ρατσισμό και την κοινωνική αναταραχή μετά τη δολοφονία του George Floyd. Είναι αναμενόμενο επομένως να ρίχνει το βάρος στα προβλήματα που αντιμετώπισε ο Γιάννης μεγαλώνοντας, από την πείνα και τον ρατσισμό μέχρι το ότι δεν είχε υπηκοότητα ώς τα 18 του και ζούσε με τον φόβο της απέλασης. Παρουσιάζει όμως και τους ανθρώπους που τον βοήθησαν, τον προπονητή του Φιλαθλητικού που τον πρωτοξεχώρισε και τον καφετζή της γειτονιάς που του έδινε σάντουιτς κάθε πρωί για να μην πηγαίνει στο σχολείο πεινασμένος.

Η εικόνα που μένει συνολικά είναι σαφώς αρνητική για την Ελλάδα, όχι όμως επειδή ο Γιάννης κατηγορεί τη χώρα ή τους Έλληνες — δεν το κάνει. Πιο μεγάλη εντύπωση κάνει ο φίλος του ο καφετζής, που διηγείται πως κάποιοι γείτονες τον ρωτούσαν γιατί δίνει φαγητό «στα μαυράκια» και ότι «δεν είμαστε μια κοινωνία αγγέλων», συμπληρώνοντας: «Ο Γιάννης ήταν περήφανος, αυτά τα πράγματα δεν τα έλεγε». Ο ίδιος ο Γιάννης, όταν μιλάει στη συνέντευξη για το ότι πήρε ελληνική υπηκοότητα μόνο στα 18, λέει, «Greece is all I know».

Ο λόγος λοιπόν που μένει αρνητική εικόνα είναι γιατί δυστυχώς αυτή είναι η πραγματικότητα. Όχι επειδή έχουμε κάποιο ποσοστό που ψηφίζει ακροδεξιούς σαν τον Βελόπουλο (τώρα) ή τη Χρυσή Αυγή (πριν από λίγα χρόνια). Αλλά γιατί και στο mainstream έχουμε συμπεριφορές διακρίσεων, είτε είναι αυτοί που κοιτάνε με μισό μάτι τον σκουρόχρωμο που θα δουν στον δρόμο, είτε όσοι λένε με λίγο διαφορετικά λόγια το «Έλληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι». Στην τελευταία κατηγορία είναι άνθρωποι όπως ο Σαμαράς, που ως πρωθυπουργός έσπευσε να παγώσει τον νόμο Ραγκούση για την ιθαγένεια τον Νοέμβριο του 2012 χωρίς να περιμένει να εκδοθεί η απόφαση του Σ.τ.Ε., αλλά λίγους μήνες μετά έβγαζε φωτογραφίες με τον Γιάννη στο Μαξίμου και του έδινε το διαβατήριο που είχε κολλήσει στη γραφειοκρατία επί μήνες. Στην πρώτη κατηγορία, την πιο «light», κατατασσόμαστε όλοι οι υπόλοιποι που είμαστε θεωρητικά αντίθετοι στον ρατσισμό, αλλά δεν συνειδητοποιούμε ότι κάνουμε διακρίσεις ή ότι αποδεχόμαστε προσβλητικά στερεότυπα. Γιά κάντε ένα γκάλοπ γύρω σας (και στον εαυτό σας), πόσοι θεωρούν τον «Αράπη» του Ζαμπέτα προσβλητικό; Με αυτά μεγαλώσαμε, ο Ζαμπέτας είναι αγαπημένη μορφή κι έβγαλε φοβερά τραγούδια, οπότε σιγά μην παραδεχτούμε ότι κάτι σε όλα αυτά μπορεί να ήταν λάθος. Είναι πολιτική ορθότητα, μας καταστρέφουν την πολιτιστική μας κληρονομιά, μας φιμώνουν κλπ. Αλλά έτσι ο κάθε Αντετοκούνμπο που δεν καταφέρνει να πάει στο NBA θα είναι πάντα στα μάτια μας αυτός που «χτυπάει το ταμ-ταμ».

Βέβαια, μέρος των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν άνθρωποι όπως ο Αντετοκούνμπο έχει σχέση με το νομικό καθεστώς της παραμονής τους στην Ελλάδα, που είναι μια πολύ μεγαλύτερη συζήτηση και δεν έχει απλή λύση. Συνδέεται όμως με την εικόνα που έχουμε για το τι σημαίνει να είσαι Έλληνας, όπως φάνηκε και από το σκεπτικό εκείνης της διαβόητης απόφασης του Σ.τ.Ε. Δεν είμαστε φυσικά έθνος μεταναστών ώστε να έχουμε την ευελιξία των ΗΠΑ, αφού το δικό μας αφήγημα χτίστηκε στη διεκδίκηση μιας κληρονομιάς: καταρχάς ιστορικής και πολιτιστικής, αλλά κατ’ επέκταση γεωγραφικής και πληθυσμιακής. Θεωρούμε αυτονόητα Έλληνες όσους μιλάνε ελληνικά στον Πόντο ή στην Πόλη ακόμα κι αν δεν έχουν ζήσει ποτέ στη χώρα μας — κι αυτό δεν είναι βέβαια κακό ή λάθος. Ταυτόχρονα όμως δεν θεωρούμε απαραίτητα Έλληνες αυτούς που γεννιούνται και μεγαλώνουν στην Ελλάδα, όσο κι αν την αγαπάνε κι όσο κι αν τη θεωρούν τη μοναδική τους πατρίδα όπως ο Γιάννης.

Εκεί είναι που πρέπει να ξεκολλήσουμε από τις προκαταλήψεις με τις οποίες μεγαλώσαμε. Τσιτάτα που παπαγαλίζουμε από μικροί, όπως «Ελλάδα σημαίνει Ορθοδοξία», αποκλείουν συμπολίτες μας που ήταν ανέκαθεν αναπόσπαστο μέρος της χώρας, είτε πρόκειται για τους Μουσουλμάνους της Θράκης, είτε για τους Καθολικούς της Σύρου, είτε για τους Εβραίους συμπολίτες μας. Παράλληλα, η παραγνώριση της φυλετικής και γλωσσικής πολυμορφίας της χώρας από την Επανάσταση του ’21 μέχρι τώρα δημιουργούν την ψευδαίσθηση της διαχρονικής ομοιογένειας και δυσκολεύουν την αφομοίωση νέων ομάδων. Και η έμφαση στην καταγωγή μας από τον Περικλή και τον Μεγαλέξανδρο δίνει βάρος στο «αίμα» και όχι στις ιδέες από τις οποίες πρέπει να αντλούμε έμπνευση.

Υπήρχε βεβαίως λόγος για όλα αυτά, δεν έγιναν στην τύχη. Μια νέα χώρα χρειάζεται ένα αφήγημα σαν συνεκτικό ιστό για να στηθεί και να επιβιώσει, ειδικά σε μια τόσο δύσκολη γεωγραφική γειτονιά όπως η δική μας. Κάποια στιγμή όμως πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο κόσμος έχει αλλάξει και να επανεξετάσουμε ποια τμήματα αυτού του αφηγήματος είναι τα ουσιαστικά και ποια απλώς κατασκευάστηκαν σαν απαραίτητο βοήθημα για τους πρώτους δύο αιώνες του νεοελληνικού κράτους.

Δεν είναι καθόλου εύκολο ή απλό όλο αυτό φυσικά, αλλά είναι μια συζήτηση που πρέπει να ξεκινήσει. Και, το κυριότερο, δεν είναι τόσο ριζοσπαστικό όσο ακούγεται. Ήδη πριν από είκοσι χρόνια, ένας από τους πιο συντηρητικούς πολιτικούς της μεταπολίτευσης, ο Κωστής Στεφανόπουλος, είχε υπερασπιστεί ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας τον αλβανικής καταγωγής μαθητή Οδυσσέα Τσενάι επαναλαμβάνοντας τη ρήση του Ισοκράτη: «Έλληνες είναι όσοι μετέχουν της ελληνικής παιδείας». Ο καλύτερος τρόπος να τιμήσουμε την πολιτιστική μας κληρονομιά είναι να εμπνευστούμε από αυτήν για να βρούμε λύσεις κοιτάζοντας μπροστά, όχι πίσω. Για εμάς, και για όλους αυτούς που λένε, «Greece is all I know».

[Photo: Fanpop]