Γύρισα
Ήλιος λαμπερός, παρέες παιδιών που τραγουδούν τα κάλαντα, μεγάλοι φορτωμένοι με ψώνια, πολλοί πολύ βιαστικοί επιβάτες κι εγώ με περίεργη διάθεση και καθόλου υπομονή.
«Γεια, ΓΑΔΑ. Αλλά όχι από το κέντρο ούτε από τον περιφερειακό»
«Φτιάχτηκε κι άλλος δρόμος όσο κοιμόμασταν;»
«Καλά, καλά, κάνε ό,τι νομίζεις».
Αν έκανα ό,τι ακριβώς νόμιζα θα την κατέβαζα κάτω, αλλά είχαν έρθει τα πνεύματα προηγούμενων Χριστουγέννων στον ύπνο μου και έκανα αυτό που έπρεπε.
Το κέντρο άνετο, οι δρόμοι οδηγούνται ωραία, έχει περισσότερη φασαρία από ό,τι συνήθως αλλά είναι ευχάριστα.
«Ξέρεις πού πηγαίνω;» (Και ενικός και ονυχοσκοπία, δεν αρχίσαμε καλά).
Αφού λοιπόν έμαθα τον προορισμό, οδηγώ σε μία ανέλπιστα άνετη λεωφόρο Κηφισίας. Το κέντρο της Κηφισιάς δεν είναι το ίδιο άνετο, είναι όμως πολύ φωτεινό και γιορτινό, σε γεμίζει χαρά.
Ο δρόμος οδηγεί ξανά στα νότια. Πολύ νότια. Δίπλα σε μια θάλασσα που είναι πιο όμορφη και ήρεμη κι από καλοκαιρινή. Μια στάση επιβάλλεται, εδώ έχει ησυχία, ακούγεται το κύμα, οι μυρωδιές σε χαλαρώνουν.
Όχι για πολύ. Πάμε πάλι στο κέντρο.
Ερμού. Κοσμοσυρροή. Μαγαζιά που πουλάνε ό,τι μπορεί να φανταστεί ο νους του ανθρώπου, αυτοκίνητα παρκαρισμένα όπως-όπως, πεζοί που διασχίζουν τον δρόμο σαν να μην υπάρχουν αυτοκίνητα — και φασαρία, πολλή φασαρία.
Ο επιβάτης δεν βοηθά καθόλου την κατάσταση, έχει όρεξη για κουβέντα και θεωρεί ότι ανυπομονώ να μάθω τα οικογενειακά του, τα επαγγελματικά του, τα νέα την πολυκατοικίας και της γειτονιάς του.
Ευτυχώς, κατεβαίνει γρήγορα.
Κολοκοτρώνη. Βιαστικός, καλοντυμένος κύριος με ωραία φωνή κάθεται στο πίσω κάθισμα.
«Δεν έχουμε τρόπο διαφυγής από εδώ, ε;»
«Σας κυνηγούν;»
Ο κύριος γελάει δυνατά.
«Όχι, αλλά αν έχετε κάποια στρατηγική για το πώς θα φτάσουμε στο Caravel, σας παρακαλώ, να μου την πείτε».
Σχεδιάζω στο μυαλό μου πώς θα μπορούσαμε να φτάσουμε πιο γρήγορα (με το ελικόπτερο πιθανότατα), αλλά δεν χωρούν και πολλές πρωτοτυπίες στο δρομολόγιο. Ο δρόμος ανοίγει πιο πάνω. Ο κύριος αναστενάζει ανακουφισμένος· θα φτάσει, τελικά, εγκαίρως στο ραντεβού του.
Τέλος για σήμερα, σκέφτομαι, θέλω να γυρίσω στο σπίτι μου. Κλείνω τον πλοηγό, την εφαρμογή, το ταξίμετρο, δυναμώνω τη μουσική και οδηγώ για μένα τώρα. Παρατηρώ τον κόσμο γύρω. Πόσοι θα περάσουν την αποψινή παραμονή όπως θέλουν και, κυρίως, με όποιους θέλουν; Λίγοι, υποθέτω. Οι υποχρεώσεις μου και η κούραση την ημέρας δεν μου αφήνουν και πολλά περιθώρια για θετικές σκέψεις.
Γυρίζω το κλειδί στην πόρτα, επιτέλους.
«Μαμά…;»
«Ναι, αγόρι μου. Γύρισα».
Καλά Χριστούγεννα με αυτούς που αγαπάτε!