Χακάν Γκιουντάι, «Κι άλλο»
Στα τέλη του μηνός, θα κυκλοφορήσει στα βιβλιοπωλεία, από τις Εκδόσεις Ωκεανίδα και σε μετάφραση της εξαιρετικά έμπειρης Στέλλας Βρετού, ένα μυθιστόρημα που ασφαλώς θα διαβαστεί και θα συζητηθεί πολύ. Λέγεται «Κι άλλο», και συγγραφέας του είναι ο σαραντάχρονος Τούρκος Χακάν Γκιουντάι — ο πρώτος μυθιστοριογράφος παγκοσμίως που καταπιάνεται με το θέμα των ανθρώπων που περνούν παράνομα το Αιγαίο, μέσα σε καρυδότσουφλα και διακινδυνεύοντας τη ζωή τους, αλλά και των διακινητών τους. Κεντρικός ήρωάς του είναι ένα εννιάχρονο αγόρι, ο Γκαζά, γιος ενός διακινητή μεταναστών, που αντιλαμβάνεται πως η ζωή του όλη είναι πλέον θα είναι αυτή: θα οδηγεί στις ακτές της Τουρκίας κατατρεγμένους, ταλαιπωρημένους ανθρώπους, όπου θα τους παραλαμβάνουν οι περαματάρηδες για να τους μεταφέρουν με άθλιες βάρκες, μυστικά, κρυφά, με κίνδυνο, από την Τουρκία στην Ελλάδα, διασχίζοντας μία στενή λωρίδα θαλάσσιας παγίδας — μια θάλασσα-νεκροταφείο.
Ο Χακάν Γκιουντάι γεννήθηκε στη Ρόδο το 1976. Ολοκλήρωσε την πρωτοβάθμια εκπαίδευση στις Βρυξέλλες και τελείωσε το λύκειο στην Άγκυρα. Σπούδασε Γαλλική Μετάφραση στο Τμήμα Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Χασετέπ, φοίτησε στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών και συνέχισε τις σπουδές του στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Άγκυρας. Έως σήμερα έχει εκδώσει συνολικά οκτώ μυθιστορήματα, που έχουν μεταφραστεί σε δεκαεννιά χώρες γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία. Το «Κι άλλο» βραβεύτηκε με ένα από τα σπουδαιότερα λογοτεχνικά βραβεία παγκοσμίως, Le prix Médicis étranger.
Λέει ο ίδιος για το τελευταίο μυθιστόρημά του: «Για να εξετάσω καλύτερα το θέμα μου, χρειαζόταν μια κατάσταση οριοθετημένη, δυνατή, όπου μια ομάδα ανθρώπων θα βρισκόταν στο έλεος ενός ανθρώπου. Και στις μέρες μας αυτό το συναντάς σε πολλά μέρη, στα σημεία απ’ όπου περνάνε οι μετανάστες. Είναι η ιστορία ενός παιδιού που ο πατέρας του λέει μια μέρα, “Τώρα θα δουλέψεις μαζί μου”, κι εκείνη τη μέρα το παιδί μαθαίνει ότι ο πατέρας του είναι διακινητής λαθρομεταναστών, ότι δηλαδή κι αυτός θα γίνει διακινητής. Ζει στις ακτές του Αιγαίου, ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα, και οι δουλειά τους είναι να κρατάνε σ’ ένα μπουντρούμι τους λαθρομετανάστες που θέλουν να φύγουν μακριά από την πραγματικότητα που τους περιβάλλει με την ελπίδα να βρουν καλύτερη μοίρα αλλού, ώσπου να έρθουν οι λέμβοι να τους παραλάβουν και να τους μεταφέρουν στην Ελλάδα. Οι σχέσεις ανάμεσα στο παιδί και τους ανθρώπους που έρχονται και φεύγουν το μετατρέπουν άλλες φορές σε διάβολο και άλλες φορές σε άγγελο. Και ανάμεσα στο καλό και το κακό δημιουργείται και ξεσπάει μια πάλη στο στήθος του παιδιού. [Από] την ψυχή του ξεπηδούν κύματα νεκρών και πληγωμένων. [...] Αν είσαι μετανάστης, είσαι μόνο ένας αριθμός, δεν έχεις όνομα, δεν έχεις ταυτότητα και θα σε γράψει η εφημερίδα μόνο αν πεθάνεις. Τέσσερις αράδες θα λένε ότι σήμερα ή χτες βούλιαξε μια λέμβος και πνίγηκαν 40 άτομα. Αυτό είναι όλο. Ο θάνατός σου θα είναι η ταυτότητά σου. Άρα είσαι υποχρεωμένος να συνεργαστείς με αυτό το τέρας που είναι αυτό το παιδί».
ΥΓ: Για τη φωτογραφία εξωφύλλου: Τριάντα Κύπριοι μαθητές του Λυκείου Αποστόλου Λουκά Κολοσσίου, σε συνεργασία με την καθηγήτριά τους Πόπη Νικολάου, απεικόνισαν το δράμα των προσφύγων με το έργο «Immigrants» και ήρθαν πρώτοι στον κορυφαίο διαγωνισμό «The Saatchi Gallery / Deutsche Bank Art Prize for Schools 2016» που συγκέντρωσε 22.000 συμμετοχές από όλο τον κόσμο. Οι ανθρώπινες φιγούρες φτιάχτηκαν από διογκωμένη πολυστερίνη και γυψόγαζες.