Χαμένοι κόσμοι

C
Ρωμανός Γεροδήμος

Χαμένοι κόσμοι

Είχα πάει σήμερα στην πραγματικά συγκλονιστική έκθεση του Βρετανικού Μουσείου “Sunken Cities: Egypt’s lost worlds” («Βυθισμένες Πόλεις: Οι χαμένοι κόσμοι της Αιγύπτου»). Τα τελευταία 20 χρόνια οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν στον βυθό της θάλασσας στα ανοιχτά της Αλεξάνδρειας δύο αρχαίες πόλεις που συμβολίζουν τη σύζευξη δύο πολιτισμών (του ελληνικού και του αιγυπτιακού): το Ηράκλειον (ή Θώνις / Thonis-Heracleion) και τον Κάνωπο (Canopus). Η έκθεση περιλαμβάνει πραγματικούς θησαυρούς και είναι στημένη με τρόπο που προκαλεί δέος. Είναι λίγες οι φορές που αντιλαμβάνεσαι τους επισκέπτες μιας έκθεσης γύρω σου να κοιτούν σιωπηλοί και μαγεμένοι.

Και μόνο η συνειδητοποίηση ότι αυτά τα τεράστια αγάλματα, οι πλάκες, τα κοσμήματα και τα σκεύη διατηρήθηκαν τόσο ακέραια στον βυθό της θάλασσας για χιλιάδες χρόνια και ανασύρθηκαν τόσο πρόσφατα προκαλεί μία ιδιαίτερη αίσθηση του χρόνου και μία έντονη επαφή με το παρελθόν. Κάθε έκθεμα έχει δίπλα του και φωτογραφία ή βίντεο από τη στιγμή της ανακάλυψης ή της ανάσυρσης από τον βυθό, σαν δύο πολιτισμοί, δύο κόσμοι που κάποτε χώρισαν, να συναντιούνται ξανά.

Ασχέτως του πού βρέθηκαν και της δουλειάς που έγινε για να συντηρηθούν, κάποια από τα εκθέματα είναι εντυπωσιακά: το μέγεθος (τρία από τα εκθέματα είναι ύψους αρκετών μέτρων και δεσπόζουν στον χώρο της υπερσύγχρονης νέας πτέρυγας εκθέσεων του Βρετανικού), η υφή του υλικού (γρανίτης, ξύλο, χαλκός), ο φωτισμός των χώρων και η αξία που η κοινωνία είχε δώσει σε αυτά τα αντικείμενα κόβουν την ανάσα και σε κάνουν να αναλογιστείς τις ομοιότητες και τις διαφορές με το παρόν.

Υπάρχει και ένας τρίτος λόγος για τον οποίο η έκθεση αυτή προκαλεί μία ιδιαίτερη συναισθηματική φόρτιση: οι δύο αυτές πόλεις ήταν κόμβοι εμπορίου και ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε εκεί είναι ένα μοναδικό υβρίδιο του πολιτισμού της αρχαίας Αιγύπτου και του ελληνικού (και κυρίως μακεδονικού) πολιτισμού της κλασικής και ελληνιστικής περιόδου. Με έναν σχεδόν πλαστικό, εντελώς μεταμοντέρνο, τρόπο, δύο θρησκείες, δύο τεχνοτροπίες και δύο κοσμοθεωρίες, όχι απλώς συνυπήρξαν, αλλά συνενώθηκαν και αναπτύχθηκαν διατηρώντας η καθεμία την ταυτότητά της.

Κάτι τελευταίο που ως επισκέπτη μού προκάλεσε φόρτιση —με τρόπο ίσως εθνοκεντρικό, ίσως πεζό— ήταν ένα μικρό ολόχρυσο πλακίδιο που σε δύο γλώσσες (ευανάγνωστα ελληνικά και ιερογλυφικά) ανέφερε την αφιέρωση του ναού, στα θεμέλια του οποίου είχε τοποθετηθεί. Η ισότιμη εμφάνιση της ελληνικής γλώσσας δίπλα στα ιερογλυφικά σε αυτό το μικρό αλλά μεγαλειώδες κειμήλιο και η υπενθύμιση του πού είχε φτάσει κάποτε αυτός ο πολιτισμός (όχι μόνο γεωγραφικά, άλλωστε υπάρχει πάντα η αντίληψη του ανθρώπινου κόστους της επέκτασης και σύγκρουσης εθνών και πολιτισμών) προκαλούν μία πρωτόγονη, ενστικτώδη και σίγουρα αυθαίρετη αίσθηση υπερηφάνειας και ιστορικής συνέχειας. Είναι εκείνο το συναίσθημα —αφενός μεν της ανάδειξης εκείνης της λεπτής κόκκινης κλωστής που διατρέχει τους αιώνες και τους ενώνει, αφετέρου δε της συνειδητοποίησης ότι μπορούμε ως σύγχρονη ελληνική κοινωνία να την αναδείξουμε αυτήν την κλωστή, και να τη μοιραστούμε με την υπόλοιπη ανθρωπότητα— που μας προκάλεσε ο Δημήτρης Παπαϊωάννου με την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων το 2004.

Δυστυχώς, το συναίσθημα αυτό πνίγηκε σε κλάσματα του δευτερολέπτου από ένα άλλο, εντελώς συνειδητό, αίσθημα ντροπής και απελπισίας για την τωρινή κατάσταση του πολιτισμού αυτού, την ποιότητα και επάρκεια αυτών που δημοκρατικά αναδείχθηκαν ως εκπρόσωποί του στο διεθνές στερέωμα (και οι οποίοι κάνουν κατάχρηση του πολιτισμού αυτού κατα το δοκούν) και την αποτυχία μας να συνεχίσουμε να προσφέρουμε στην ανθρωπότητα το ελάχιστο, δηλαδή την επαφή με την ιστορία.