Χάος και τρυφερότητα

C
Βιβή Γεωργαντοπούλου

Χάος και τρυφερότητα

Λοιπόν, καλέ μου εν βιβλίοις συνοδοιπόρε, οι σχολιασμοί για το πρώτο μυθιστόρημα του Ιωάννη Πάππου, το «Hotel Living», που στην Ελλάδα κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο από τις Εκδόσεις Λιβάνη,[1] άρχισαν και στα εγχώρια σόσιαλ μίντια και πυκνώνουν όντας κυρίως θετικοί και δικαίως, διότι το «Hotel Living» είναι από κείνα τα ενδιαφέροντα βιβλία που τα συζητάς ακόμα κι αν δεν έχεις πειστεί για την αιτία που τα γέννησε (ανάγκη για πολιτική ή ερωτική έκφραση/έκρηξη ή και τα δύο). Ως εκ τούτου, θα σου πω δίχως περικοκλάδες μερικές κι από τις δικές μου σκέψεις κι εσύ μάζεψέ τα όλα και κρίνε ο ίδιος αν σου κάνει σαν διάβασμα στη θολούρα που ζούμε.

Το «Hotel Living» (αυτό της δικής μου ανάγνωσης) δεν θα μπει στα ράφια της μνήμης σαν ένα δυνατό, αυθάδικο, πρωτάρικο μυθιστόρημα κι ας είναι τύποις τέτοιο, και το αν είναι ή όχι γκέι, post-gay ή δεν ξέρω τι άλλο γκέι (post gay το χαρακτηρίζει κι ο Πάππος πάντως), που είναι το πρώτο σημείο στο οποίο είδα ότι στέκονται αμέσως πολλοί κι ας λένε το αντίθετο,[2] εμένα δεν με απασχόλησε· το ότι ο κεντρικός ήρωας είναι γκέι κι όχι ένας ακόμα κιτς γιάπης/σεξιστής/γαμίκος/Έλληνας γυναικάς, από τα μιλιούνια των ηλίθιων του είδους που τρώμε στη μάπα στην αληθινή ζωή και στη λογοτεχνία από καταβολής της και μέχρις αηδίας, είναι ευρηματικό δομικό στοιχείο του κεντρικού χαρακτήρα που χτίζει ο συγγραφέας υπερβαίνοντας τελικά το φύλο, άρα εστιάζοντας στον άνθρωπο. Είναι αυτό που δίνει, στις συγκυρίες στις οποίες τοποθετεί την πλοκή, την πολιτική αντίληψη που φωλιάζει εντός του (και βρίσκω δευτερεύον το πόσο βολική για τον καθένα μας θα βγει βάσει του πού τοποθετούμαστε ιδεολογικά ) και αυτό που μπολιάζει την ερωτική ιστορία που τελικά ίσως να κερδίζει περισσότερο την προσοχή μας.

Δεν με απασχόλησε επίσης, ούτε με νοιάζει αν είναι ή όχι ένα βιβλίο που υπόσχεται πολλά, λίγα ή τίποτα, ή αν ο συγγραφέας του μπορεί ή δεν μπορεί να γίνει ο νέος[3] Φιτζέραλντ, και εννοείται ότι δεν το είδα σαν επιβεβαίωση της εθνικής κοτσάνας Έξω ο Έλληνας μεγαλουργεί, σαν να έρχεται στα καλά του καθουμένου ένα μυθιστόρημα στον οποιοδήποτε είναι εκτός Ελλάδας και τσακ γράφεται με επιφοίτηση επειδή έξω ο αέρας είναι καλύτερος. Ταλέντο (δείχνει να) έχει ο Ιωάννης Πάππος, και ήρθε η στιγμή του στον χρόνο να απασχολήσει (αφού μπορεί) την ελληνική εκδοτική σκηνή την ώρα που αυτή προσθέτει μάλλον επιφανειακά (και με μια κάποια ιδιοτέλεια) την κρίση στον θεματικό αποταμιευτήρα της. Ο Πάππος με πλούσιο υλικό αντλημένο από την καταγεγραμμένη οικονομική κατρακύλα [4] στις ΗΠΑ —που προηγήθηκε της δικής μας, μολονότι οι δυο τους δεν είναι εντελώς ασύνδετες—, μας μεταφέρει πολύ πειστικά στη δεκαετία του 2000 με το ρεαλιστικό και εσκεμμένα ωμό ύφος του και την απλή καταρχάς αφηγηματική τεχνική του που όμως ούτε αυτή με απασχολεί ποια ακριβώς είναι κι αν είναι όντως απλή ή έτσι φαίνεται.

Τον σκοπό του, να συζητηθεί το βιβλίο του, ο Πάππος τον πέτυχε. Αν γράψει κι άλλο (μακάρι), τότε εδώ, ελπίζω, θα ’μαστε και θα πιάσουμε και τα φιλολογικά. Προς το παρόν ας απολαύσουμε την καταιγιστική πρωτοπρόσωπη εξιστόρηση μιας ζωής που τρέχει και τα παίρνει όλα σβάρνα, ένα κράμα επινόησης και πραγματικότητας που γίνεται σφιχτά πλεγμένη ιστορία που μπορούν να τη διαβάσουν και να τη νιώσουν, αυτό κυρίως, οι πάντες, θετικά ή αρνητικά κρίνοντάς την.

Κάπου σε αυτό το σημείο πρέπει να πω και περί τίνος πρόκειται και, μια και αντιπαθώ να κάνω περιλήψεις, επιστρατεύω το κείμενο από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:

Ο Στάθης Ρακής αφήνει το χωριό του στο Τρικέρι σπρωγμένος από την περιέργεια και την τύχη, για να βρεθεί στην Καλιφόρνια την εποχή της φούσκας των dot-coms. Επιστρέφει στην Ευρώπη για ΜΒΑ και στη συνέχεια πιάνει δουλειά σε γαλαζοαίματη εταιρεία συμβούλων επιχειρήσεων γεμάτη golden boys, που τον οδηγεί από πελάτη σε πελάτη και από πόλη σε πόλη. Ερωτευμένος με κάποιον που είναι το άκρως αντίθετό του (οικολογία, κομουνισμός, ανταρσία…), περνάει τον λίγο χρόνο που δεν είναι φυλακισμένος στο γραφείο δικαιολογώντας τις επιλογές του, λεηλατώντας το μίνι μπαρ, παλεύοντας με την αϋπνία και παραγγέλνοντας ρουμ σέρβις (φαγητό, αλλά και άλλα…) σε σουίτες στη Νέα Υόρκη, στο Λος Άντζελες, στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, και καθώς η οικονομία καλπάζει ξέφρενα προς την επόμενη φούσκα, ο Στάθης συμπαρασύρεται προς τα πάνω και γίνεται μάρτυρας της παρακμής και των χρηματιστηριακών οργίων που θα οδηγήσουν στην κρίση του 2008, μπλεγμένος σε ένα σκάνδαλο που έχει στηθεί γύρω του. Σε ένα χώρο διαπλεκόμενων —από συγχωνεύσεις και εξαγορές μέχρι πολεμικούς ανταποκριτές και σταρ του Χόλιγουντ—, παραμένει ο αιχμάλωτος αουτσάιντερ: υπερβολικά Έλληνας για να μείνει, υπερβολικά κυνικός για να φύγει. Μοναδικά ξενοδοχεία, κοστούμια ραμμένα κατά παραγγελία, insider trading, γροθιές, ουσίες και γρήγορο σεξ, σε μια ιστορία αγάπης αλλά και κοινωνικής κριτικής, γραμμένη από κάποιον που έζησε τα ιλιγγιώδη χάι του επιχειρηματικού κόσμου στα ’00s και επέζησε για να πει την ιστορία από μέσα.

Θρήνος, κωμωδία, κλαυσίγελος και σάτιρα, όλα μαζί, ένα θέατρο γκροτέσκο, λαϊκό και λεφτάδικο, με λαμπερά σκηνικά και πρωταγωνιστή έναν αντιστάρ γκέι νεαρό από κάποιο καραχωριό της Ελλάδας με μνήμες από σαράβαλα αγροτικά και γονείς ψαράδες, έναν ευφυή άνθρωπο που τα βγάζει πέρα στα δύσκολα των ξένων πανεπιστημίων όταν του κληρώνει το λαχείο της μετανάστευσης, μα όταν μπαίνει στην αγορά εργασίας δεν κουμαντάρει την ευφυΐα του, εκτός των άλλων και γιατί αφήνεται στην αγάπη του για άνθρωπο όχι απαραίτητα καλύτερό του μα τόσο εκτός του περιβάλλοντος όπου εκείνος έχει με κόπο τρυπώσει. Ο Ρακής γελοιοποιεί με τη μη πειθήνια ζωή του το σύστημα που τον καλοπληρώνει και δεν είναι τόσο ασφαλές και γενναιόδωρο όσο αυτοδιαφημίζεται. Του επιστρέφει τη σαπίλα του βουτηγμένος ο ίδιος ώς τον λαιμό σ’ αυτήν, σαπίλα ανάκατη με θλίψη, πώς αλλιώς να το πεις, όταν βγάζει ένα τσουβάλι λεφτά μα κατεβάζει την πρέζα με το κιλό. Κι αυτός, αλλά και στρατιές άλλων ανθρώπων με λεφτά στις τσέπες.

Το «Hotel Living» τεχνικά είναι μια κατασκευή από φράσεις-γροθιές που στοχεύουν και χτυπάνε κατευθείαν στο ψαχνό. Είχα την αίσθηση ότι το δούλεψε μεθοδικά ο Ιωάννης Πάππος για να ιντριγκάρει όσο το δυνατόν πιο πολύ κόσμο, το έντυσε συνειδητά με κειμενική ωμότητα, με μη λόγιο λεξιλόγιο και το διάνθισε με επιμελώς αρετουσάριστες σκηνές σεξ, πόρτα για μπει στο διά ταύτα ο αναγνώστης (μια εξ αυτών των σκηνών είναι εμετική, γιατί έτσι έπρεπε, εκτιμώ, να είναι κι αυτή την αντίδραση όφειλε να προκαλεί στον αναγνώστη ώστε να αναγνωρίσει τη σκληρότητα της εξουσίας και στις διαπροσωπικές σχέσεις — και θυμήθηκα τον Ρόμπερτ Μούζιλ και τι περιγράφει, υπαινικτικά εκείνος, ότι συμβαίνει —και κυρίως γιατί— στις «Αναστατώσεις του οικότροφου Τέρλες» και πώς ο κοινωνικός φασισμός υφέρπει και εκδηλώνεται εκεί όπου νομίζεις ότι δεν θα έβρισκε χώρο).

Είναι βιβλίο ζωντανό, φορμαρισμένο σαν εξομολογητικό παραλήρημα που έχει αδυναμίες και κάνει κοιλιά, έτσι λέω, και με κούρασε με τα πιασιάρικά του σημεία (η φολκλορίστικη ελληνικότητα του Ρακή, π.χ.) που τα ζυμώνει ακατάπαυστα. Από την άλλη, σε μια παγκοσμιοποιημένη και χαοτική, με τρομερές ωσμώσεις αχταρμική κοινωνία που βασίζεται στα διάφορα φολκλόρ, στην κατανάλωση και στο εφήμερο δεν ζούμε; Ε, αυτό ακριβώς είναι το θέμα του, και γι’ αυτό με τις αγκυλώσεις μας [5] τις πολλές και ποικίλες παίζει κρυφτό και δεν έχει άδικο. Άρα θα ήταν εκ των πραγμάτων και πιασιάρικο επειδή είναι αληθινό και μας αφορά, ό,τι κι αν (δηλώνουμε πως) είμαστε ή δεν είμαστε.

Το «Hotel Living» θα ήθελα επίσης να το αποκαλέσω αληθιστόρημα κι ας διάβασα σε συνεντεύξεις του συγγραφέα ότι έχει επινοήσει πολλά κι ότι ο ίδιος δεν είναι ο Στάθης Ρακής (Έλληνας μα σε καμία περίπτωση ελληνάρας). Ένας ήρωας-αντιήρωας ο Ρακής (ε, τώρα κι αυτό το Ρακής, ένα από τα βαρετά στερεότυπα [6] που έλεγα), μετανάστης γιάπης και golden boy, όμως και απείθαρχος τύπος που κάνει του κεφαλιού του κι ας είναι εξυπηρετητής εν γνώσει του (το λέει και το ξαναλέει ο ίδιος και φέρεται, σε σύγκριση ας πούμε με τον εραστή του, σαν πολιτικός κόπανος, γιατί θέλει και πρέπει να βγάζει ένα σκασμό λεφτά), ενός συστήματος που τον πιέζει ασφυκτικά. Ο Ρακής είναι σκλάβος και μαζί ελεύθερος, άνθρωπος που πάει γυρεύοντας μπελάδες και που ζει/δεν ζει στο σύστημα, που τον ξερνάει αφού τον ξεζουμίσει κι αυτόν όπως και τον υπάκουο γραβατάκια της μητρόπολης των ουρανοξυστών, που τους χρησιμοποιεί σαν αναλώσιμα κι ας τους μπουκώνει λεφτά για να βγάζει αυτό ακόμα περισσότερα.

Να ’χεις λοιπόν υπόψη, καλέ μου εν βιβλίοις συνοδοιπόρε, ότι απ’ τη στιγμή που θα αρχίσεις το βιβλίο μπαίνεις σε αναγνωστικό ρινγκ και δεν θα ’σαι σε ασφαλή ακρούλα να παρακολουθείς άλλους να δέρνονται κι άλλους να καταριούνται ή να επευφημούν. Από τη στιγμή που θα διαβάσεις στ’ αλήθεια, εννοώ και με τα μάτια της ψυχής, το βιβλίο με τα τρωτά και τα δυνατά του σημεία (τα δυνατά βαραίνουν περισσότερο στην πλάστιγγα), δεν θα σε παίρνει να προσποιείσαι ότι εσύ είσαι εκτός συστήματος και καλά πορεύεσαι. Ψάξε το λίγο και θα συμφωνήσεις ότι πήξαμε στους άρτους και στα θεάματα, στα παχιά λόγια, στον εθισμό στο άδικο και στο ατομικίστικο. Και στα εύκολα συγχωροχάρτια. Αν απορείς δε γιατί καταλήξαμε σε αυτοπαρηγόριες τύπου μπόρα είναι θα περάσει, ίσως να βρεις στις σελίδες του μια απάντηση. Η πολιτική αλήθεια, χωμένη στις λέξεις και στις πράξεις του Στάθη, που δεν δίνει μία για την πολιτική, παρόλο που έχει πλήρη συναίσθηση της δουλειάς που κάνει, θα σε βρει ακόμα κι αν καμωθείς ότι δεν τη βλέπεις και θα σε πετάξει σαν τσουβάλι στα σκοινιά του ρινγκ.

Κλείνω διαβεβαιώνοντάς σε ότι δεν είναι βιβλίο δύσκολο ή πνιγμένο σε ακαταλαβίστικη φιλοσοφία. Ο ήρωάς του θα σε συγκινήσει με την αστόλιστη αλήθεια του, τα πικρά δάκρυά του, την απόγνωση από τη σχέση του με ευνοημένους ανθρώπους που έχουν πατρικές πλάτες και μιλάνε ή πράττουν εκ του ασφαλούς, την ανείπωτη —ερωτική και όχι μόνο— τρυφερότητα που ξεχειλίζει από τις σελίδες, τη συγκινητική —ερωτική και όχι μόνο ερωτική— αγάπη. Τη βαθύτατη, πέρα και πάνω από όλα και σε όλα, αναδυόμενη ανθρωπιά του.

[1] Σε μετάφραση Ιωάννη Πάππου και Χρήστου Καψάλη και μεταφραστική επιμέλεια Δέσποινας Γιανναρούδη.

[2] Εκείνος ζει στην Νέα Υόρκη που βέβαια είναι πολύ πιο μπροστά από την Αθήνα στην αποδοχή της ετερότητας. Εδώ οι γκέι γίνονται καρικατούρες, π.χ., στα πιο γελοία σήριαλ που μπορεί να φανταστεί άνθρωπος — πόσο λυπηρό.

[3] Γιατί να γίνει ο νέος οτιδήποτε και να μην είναι ο εαυτός του, σκέφτηκα όπως κάθε φορά που ακούω κάτι ανάλογο, καθώς δεν συμμερίζομαι τις δηλώσεις τέτοιου τύπου, όσο κι αν είναι καλοπροαίρετες.

[4] Μήπως κι ο Ντέιβ Εγκερς αυτό δεν κάνει δίνοντας το 2010, και με τον δικό του βέβαια τρόπο, το έξοχο «Ένα Ολόγραμμα για τον Βασιλιά»;

[5] Τις σεξουαλικές προκαταλήψεις ειδικά του φασιστάκων να δεις πώς τις συνθλίβει, αυτών που υποδύονται τους υπεράνω, εκείνων που τάχα δεν νοιάζονται για το τι κάνει καθένας στο κρεβάτι του, μα παρακολουθούν τους πάντες και τα πάντα από άθλιες τηλεκλειδαρότρυπες.

[6] Ή μπορεί να είναι διακωμώδηση καταστάσεων, αλλά και πάλι δεν μου φάνηκε πειστική. 

 

[ Η φωτογραφία από εδώ ].