Χαβιέρ Μαρίας, «Ερωτοτροπίες»

C
Παναγιώτης Χατζηγιαννάκης

Χαβιέρ Μαρίας, «Ερωτοτροπίες»

Έχοντας διαβάσει παλαιότερα το «Καρδιά τόσο άσπρη» από τις Εκδόσεις Σέλας, είχα υποψιαστεί ότι αυτός ο σχεδόν άγνωστος συγγραφέας στην Ελλάδα ήταν κάτι πραγματικά ιδιαίτερο. Υποψία που έγινε βεβαιότητα με τα επόμενα βιβλία του που διάβασα, το «Αύριο στη μάχη να με σκεφτείς» (Εκδόσεις Σέλας επίσης) και τα «Λημέρια του λύκου» (Εκδόσεις Καστανιώτη). Για αυτό αγόρασα χωρίς κανένα δισταγμό τις «Ερωτοτροπίες», το δέκατο πια βιβλίο του που κυκλοφορεί στην Ελλάδα.

Σε αυτό το βιβλίο ο Χαβιέρ Μαρίας φαίνεται αποφασισμένος να τραβήξει στα άκρα το παιχνίδι που άρχισε με τους αναγνώστες του. Ένα παιχνίδι που σε οδηγεί σε περίεργες παραδοχές για τον εαυτό σου. Χρησιμοποιώντας ένα λόγο γεμάτο καταχρηστικές μεταφορές, για να τις αναιρέσει στην αμέσως επόμενη σελίδα, ή φράσεις κοινές, ειπωμένες έτσι ώστε να αποκτούν ένα αμφίσημο νόημα. Με προσοχή στη λεπτομέρεια της δομής και στη χρήση των λέξεων, που σχηματίζουν ένα φανταστικό κέντημα γραφής, παραπέμποντας στη λογοτεχνία του 19ου αιώνα και ίσως ακόμα πιο πίσω, στα παιγνιώδη θεατρικά, επί παραδείγματι, του Μαριβό. Ενός Μαριβό όμως απολύτως σύγχρονου: στα όρια του μεταμοντέρνου.

Όλο το βιβλίο είναι σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Την ιστορία τη διηγείται μια νέα κοπέλα που εργάζεται σε έναν εκδοτικό οίκο, η Μαρία Ντολθ. Η Μαρία ζει μια μετρημένη ζωή: σπίτι-δουλειά και κάποιες περιστασιακές σχέσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι ο συγγραφέας έχει βάλει την πρωταγωνίστριά του σε αυτό τον επαγγελματικό χώρο. Είναι ευκαιρία για αυτόν να καυτηριάσει τα κακώς κείμενα του σιναφιού του: ο χαμερπής εκδότης και η ακατάπαυστη, κενή περιεχομένου, φλυαρία των συγγραφέων που ταλαιπωρούν τη Μαρία με τις ιδιοτροπίες τους, όπως ο συγγραφέας Καρτέθο που την παίρνει τηλέφωνο απίθανες ώρες απαιτώντας να τον βοηθήσει να βρει ταιριαστές κάλτσες για το παντελόνι που θα φορέσει, ή ο ακόμα πιο γραφικός Γαράυ Φοντίνα, τόσο επηρμένος που μαθαίνει σουηδικά και προβάρει τον λόγο που θα εκφωνήσει όταν του απονεμηθεί το Νόμπελ Λογοτεχνίας —το πολύ σε ένα-δυο χρόνια— και ζητά να του βρουν δύο γραμμάρια κοκαΐνη που του είναι απαραίτητη για να ολοκληρώσει το αριστούργημα που θα του ανοίξει τις πόρτες της Σουηδικής Ακαδημίας Επιστημών.

Το μόνο που φτιάχνει τη μέρα της Μαρίας είναι το «τέλειο ζευγάρι». Ένα ανδρόγυνο που συναντά κάθε πρωί στο καφέ που πηγαίνει πριν τη δουλειά της. Της αρέσει να παρατηρεί από μακριά την ομορφιά, την αρμονία, τον έρωτα που πηγάζει από τις κινήσεις και την λάμψη των προσώπων. Σιγά-σιγά μεταμορφώνεται σε ένα είδος stalker — αν δεν τους δει μια μέρα, θα της χαλάσει τη διάθεση. Η ίδια τονίζει ότι δεν τους φθονεί, αλλά είναι δύσκολο να παραδεχτείς στον εαυτό σου πόσο ζηλεύεις την ευτυχία των γύρω σου.

Η δολοφονία του συζύγου —μακρινός απόηχος από τον «Ξένο» του Καμί—, Μιγέλ Ντεσβέρν, θα πυροδοτήσει τις εξελίξεις. Αυτός ο θάνατος θα τον κάνει πρωταγωνιστή του βιβλίου. Οι ήρωες θα δρουν και θα σκέφτονται κάτω από τη σκιά του. Η Μαρία θα γνωρίσει τη συντετριμμένη σύζυγο Λουίσα, που θα την καλέσει σπίτι της. Τη χρειάζεται ως μάρτυρα της τελειότητας που χάθηκε για πάντα. Για ένα βράδυ, η Μαρία θα γίνει ο εξομολογητής της. Θα γίνει η χρήσιμη «διακριτική νέα», όπως την έλεγαν μεταξύ τους. Στο τέλος της βραδιάς θα γνωρίσει και τον στενό φίλο του εκλιπόντος, Χαβιέρ Ντίαθ-Βαρέλα. Μια τυχαία συνάντηση μαζί του θα την οδηγήσει σε μια σχέση σαρκική με ημερομηνία λήξης. Ο Ντίαθ-Βαρέλα είναι απολύτως ξεκάθαρος: θα είναι μαζί μέχρι η γυναίκα που αγαπά, η Λουίσα, να ξεπεράσει το πένθος της. Τότε θα προσπαθήσει να την κατακτήσει. Η Μαρία θα δοθεί σε αυτόν τον άντρα καταγοητευμένη: «Κοίταζα τα χείλη του καθώς μιλούσε, τα κοίταζα επίμονα και αδιάντροπα, φοβάμαι, άφηνα τα λόγια του να με λικνίζουν και δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από την πηγή που ξεπηδούσαν, λες και ήταν όλος ένα στόμα για φίλημα». Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι το θύμα ενός ερωτικού τριγώνου, αν η ίδια δεν ήταν θύτης στην παράλληλη σχέση που διατηρεί.

Οι μονόλογοι του Ντίαθ-Βαρέλα θα κυριαρχήσουν στο πρώτο μέρος του βιβλίου. Θα προσπαθήσει να πείσει τη Μαρία για την ορθότητα της κοσμοθεωρίας του: «Ό,τι μας εμποδίζει πρέπει να το εξαλείφουμε», της λέει, χρησιμοποιώντας πάντα λόγο σχεδόν δοκιμιακό, παίρνοντας στηρίγματα από την παγκόσμια λογοτεχνία. Η φράση του Μάκμπεθ όταν μαθαίνει την αυτοκτονία της συζύγου του,«She whould have died hereafter», η εξαντλητική ανάλυση της νουβέλας του Ονορέ ντε Μπαλζάκ «Συνταγματάρχης Σαμπέρ», οι συνεχείς αναφορές στον θάνατο της Μυλαίδης στους «Τρεις Σωματοφύλακες» του Αλέξανδρου Δουμά Πατρός, όλα τους θα συζητηθούν εξερευνώντας ζητήματα όπως η ηθική, ο έρωτας, η φιλία, η προδοσία, ο χρόνος. Για να καταλήξει στο: «Οι πόθοι μου είναι πάνω από κάθε αβρότητα, κάθε μέτρο και ενδοιασμό».

Ο πυκνός, στοχαστικός, ρυθμικός λόγος που αρθρώνουν οι ήρωες, αυτό το υπνωτιστικό γαϊτανάκι των λέξεων, που στόχο τους έχουν να σαγηνεύσουν τον αναγνώστη, διακόπτεται απότομα. Ο Μαρίας αποφασίζει να αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού βάζοντας στοιχεία noir μέσα. Η αφηγήτρια γίνεται αυτήκοος μάρτυρας μιας συζήτησης μεταξύ του Ντίαθ-Βαρέλα και ενός μικροκακοποιού, βγαλμένου από τις σελίδες των pulp περιοδικών τις δεκαετίας του ’30. Ο Ντίαθ-Βαρέλα ομολογεί ότι βρίσκεται πίσω από τον θάνατο του φίλου του. Η Μαρία, ακούγοντας τις εξηγήσεις του, θα μείνει μετέωρη: να αφήσει το θέμα να κυλήσει στο τέλος που προδιαγράφεται, ή να γίνει το στίγμα, ο βασιλικός κρίνος στον ώμο του Ντίαθ-Βαρέλα καταστρέφοντάς τον;

Όσα μας διηγείται η Μαρία είναι εντελώς υποκειμενικά. Κανένας μάρτυρας δεν υπάρχει που να μας επιβεβαιώνει τα λεγόμενά της. Ολόκληρη η ιστορία μπορεί να είναι αποκύημα της φαντασίας της. Μια ιστορία σαν αυτές που πλάθουμε μεταξύ ξύπνιου και ύπνου το βράδυ, όπως κάνει η πρωταγωνίστρια χαζεύοντας ξαπλωμένη τις αχνές κορυφές των δέντρων από το παράθυρό της, νανουριζόμενη από το σιγανό θρόισμα των φύλλων τους. Ο συγγραφέας καλεί τον αναγνώστη να αποφασίσει για το ποια είναι η αλήθεια αφήνοντάς τα όλα ανοιχτά.

Σπάνια άντρας συγγραφέας φτάνει τόσο στα βάθη της γυναικείας ψυχοσύνθεσης, και ακόμα περισσότερο φαίνεται ότι πράγματι την κατανοεί. Η Μαρία δεν έχει τίποτε ηρωικό επάνω της, είναι η κοπέλα της διπλανής πόρτας. Όμως το κοφτερό μυαλό του Μαρίας αναλύει κάθε της κίνηση, κάθε της σκέψη και τα καταγράφει με εξονυχιστικές λεπτομέρειες, έτσι ώστε η πρωταγωνίστρια να παρουσιαστεί εντελώς γυμνή μπροστά στα μάτια μας.

Σε πολλά βιβλία ο συγγραφέας απαιτεί να μαντέψεις πίσω από τις λέξεις το κρυφό νόημα, το ανείπωτο. Ο Μαρίας, αντιθέτως, απαιτεί εδώ να προσέξεις αυτά που λέγονται, τις λέξεις που μία-μία σχηματίζουν τις φράσεις. Σε καλεί να ξελογιαστείς από τη μαγεία της γραφής. Μπορεί ένας αναγνώστης να τον βρει κυνικό —και είναι σε πολλά σημεία—, μπορεί να τον κατηγορήσει ακόμα και για βερμπαλιστή, αλλά δεν είναι. Αυτό το βιβλίο είναι ένα δείγμα υψηλής λογοτεχνίας.

Η μετάφραση της Χριστίνας Θεοδωροπούλου είναι εξαιρετική. Αποδίδει όλη τη λεπτότητα της γραφής του Μαρίας. Η μόνη μου διαφωνία είναι στη μετάφραση του τίτλου, βρίσκω τη λέξη ερωτοτροπίες λίγη, αλλά πραγματικά δεν μπορώ να σκεφτώ λέξη που να αποδίδει μονολεκτικά τον ισπανικό τίτλο. «Los eniarmonamentos»: η διαδικασία της σαγήνης.