Χωρίς λόγια, χωρίς σαρκασμό

C
Μαριλένα Κασιμάτη

Χωρίς λόγια, χωρίς σαρκασμό

Honoré Daumier (1808-1879), Η οδός Transnonain την 15η Απριλίου 1834. Λιθογραφία

 

Είναι όλοι τους νεκροί μέσα στο ανάστατο σπίτι τους —όχι σε τίποτα barricades—, και το έργο είναι πολιτικό. Είναι λιθογραφία και έγινε από το χέρι του Honoré Daumier, του ίδιου διάσημου καρικατουρίστα και σαρκαστικού σχολιαστή του παριζιάνικου τρυφηλού και πολιτικού βίου. Νά που εδώ όμως τα πράγματα αλλάζουν.

Με το λιπαρό του μολύβι σχεδίασε πάνω στη λιθογραφική πλάκα ένα από τα σημαντικότερα έργα στην ιστορία της χαρακτικής του 19ου αιώνα, που από πολλούς θεωρείται ένα από τα πρώτα δείγματα του Ρεαλισμού. Η σχεδιαστική ευκολία και η εκφραστική δεινότητα πάτησε στο έδαφος του πολιτικοποιημένου ρεπουμπλικάνου, που προσφερόταν την εποχή της εξέγερσης του 1834, αφηγούμενος, χωρίς να θίγει φανερά κανέναν από τους περιοριστικούς νόμους της λογοκρισίας. Έδειξε απλώς τα τραγικά θύματα τής βίας, όλα τους νεκρά και ξεσκέπαστα, όλα με καθημερινή αγαθή μορφή, και, κυρίως, όλα τους άοπλα.

Οι κάτοικοι του αριθμού 12 της παρισινής οδού Transnonain, το σπίτι των οποίων είχε την ατυχία να βρίσκεται κοντά σε ένα οδόφραγμα, σφαγιάστηκαν ανεξαιρέτως, με αφορμή έναν πυροβολισμό που κρίθηκε πως ρίχτηκε από ένα από τα παράθυρα του τετραώροφου σπιτιού, με στόχο κάποιον αξιωματικό. Η αντεπίθεση ήταν ακαριαία: οι χωροφύλακες εισέβαλαν και σκότωσαν αδιάκριτα δώδεκα από τους ενοίκους, άντρες, γέρους, γυναίκες και παιδιά, και τραυμάτισαν πέντ’-έξι ακόμη. Το θέμα έκανε πάταγο.

Τυχαίνει να γνωρίζουμε τα ονόματα και των δώδεκα, και είναι πολύ ωραίο αυτό που δίνονται πάντοτε στη δημοσιότητα και τα ονόματα: ήταν ο κύριος Breffort, κατασκευαστής ταπετσαρίας τοίχων, ο γιος του Louis και η ανιψιά του Annette Besson, ο Henri de Larivière, η κυρία Bonneville, ο κύριος Hordesseaux, οι κύριοι Lepère, Robiquet, Hû, Bouton, Thierry και Loisillon, όλοι τεχνίτες και μικροβιοτέχνες, εργάτες και μικρομαγαζάτορες, η τάξη που περίμενε. Με τόση ακρίβεια τίμησε ο Τύπος της εποχής τα θύματα της αστυνομικής βίας που εξόργισε τους πάντες.

Διαπιστωτική η στρατηγική απεικόνισης του Daumier —χωρίς ίχνος πολεμικής, μάλλον γαλήνιας διάθεσης, αλλά βέβαια ούτε και με τον γνώριμο σαρκασμό—, που λες και είχε τρυπώσει μέσα από τους μανδύες του ιατροδικαστή στην κάμαρη του θανάτου, έτσι ώστε να μη χάσει ούτε ένα στοιχείο από τον τόπο του εγκλήματος: ένα ακατάστατο κρεβάτι, από όπου γλίστρησε ο άψυχος πρωταγωνιστής, αφού συνέθλιψε με το βάρος του ένα μωρουδάκι. (Το πιο ενοχλητικό μέρος της ιστορίας είναι αυτό το μωρουδάκι που αιμορραγεί από την ανοιχτή πληγή στην κορυφή του κεφαλιού, πυροβολημένο ενώ κοιμόταν. Πόσο μου θύμισε την κοπελίτσα που σώθηκε στο Bataclan, επειδή σκέφτηκε να κρυφτεί κάτω από ένα νεκρό παλικάρι. Μόνο που, ευτυχώς, εκείνη σώθηκε.) Στα δεξιά, το κεφάλι ενός γέροντα και αριστερά ένα ξυπόλυτο γυναικείο κορμί, κι αυτό πιασμένο στον ύπνο.     

«Το είδα», «Yo lo vi», είναι μια λεζάντα του Goya στα «Δεινά του Πολέμου» που χάραξε για μια περίπτωση βιασμού την οποία είδε με τα μάτια του κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου. Για τη σφαγή της οδού Transnonain o Daumier καταγράφει με τη σειρά του «τα πράγματα όπως έγιναν», ψυχρά και ωμά, όπως μόνο στη χαρακτική και στα απολυταρχικά καθεστώτα γίνονται. Ζητήθηκε φυσικά η καταστροφή όσων αντιτύπων είχαν τυπωθεί και κυκλοφορούσαν στην αγορά. Ακόμα και ο διευθυντής της χιουμοριστικής έκδοσης La Caricature, Charles Philipon, και εκδότης του, συμφώνησε με την απόσυρση, παρόλο που η λογοκρισία δεν μπόρεσε να εμποδίσει πραγματικά την= δημοσίευση του φύλλου. Τα λόγια του ήταν: «Αυτή η λιθογραφία είναι φρικαλέα για όποιον τη βλέπει, φρικαλέα όπως και η πράξη που αφηγείται».

Εντέλει το έργο γνώρισε μόνο προσωρινά μεγάλη επιτυχία· η κυβέρνηση, θορυβημένη, κάνει λίγο αργότερα κατάσχεση, όχι μόνο της λιθογραφικής πλάκας, αλλά και όλων των αδιάθετων φύλλων. Όσοι τυχεροί το είχαν αποκτήσει το δίπλωναν κρυφά στα δύο, στα τέσσερα, με αποτέλεσμα την καταστροφή τους, ώστε και τα λίγα που διασώθηκαν να είναι σπανιότατα. (Η Εθνική Πινακοθήκη έχει ένα ακέραιο και σε αρίστη κατάσταση. Το ξέρω καλά!)

Η νέα «Μοναρχία του Ιουλίου 1830» είναι η εποχή τού Louis-Philippe, του «βασιλιά του λαού» που αναζητούσε χρυσές τομές, το λεγόμενο juste milieu, με διευρυμένα δικαιώματα για τους πολίτες, δηλαδή υποσχέσεις που διαψεύστηκαν οικτρά. Είχε ανέβει στον θρόνο το 1830, μετά την εξέγερση των φιλελευθέρων και τα οδοφράγματα —πάντα οδοφράγματα στο Παρίσι—, που γνωρίζουμε άλλωστε από τον άλλον περίφημο πίνακα του Delacroix με τη γυμνόστηθη Ελευθερία να οδηγεί τον λαό κρατώντας στο δεξί την τρικολόρ. Βρισκόμαστε στο επίκεντρο της ρομαντικής εποχής, της βιομηχανικής ανάπτυξης, της αιματηρής καταπίεσης των Ρεπουμπλικάνων και μιας νέας τρομερής απογοήτευσης των μικρομεσαίων επαγγελματικών στρωμάτων.

«Μια σελίδα της σύγχρονης ιστορίας μας που στάζει αίμα», σημείωνε ο εκδότης Philippon για τη Rue Transnonain, le 15 avril 1834 του Honoré Daumier. Αλλά και ο μοντέρνος Baudelaire διαπιστώνει: «Δεν είναι ακριβώς καρικατούρα, όχι, είναι ιστορία, η φρικτή και χυδαία πραγματικότητα». Μυστήριο, πώς πέρασε καν από το μυαλό του η λέξη «καρικατούρα».

Κατάλαβαν νωρίς οι Γάλλοι ότι δεν είχαν λόγους να περηφανεύονται για φονικά άοπλων κοιμισμένων στα κρεβάτια τους, για τη λογοκρισία και τις αστυνομικές αγριότητες. Είχαν όμως και έναν Daumier, που, με τη μοναδική δύναμη που διαθέτει το σχέδιό του, τους τα πέταξε εγκαίρως στα μούτρα χωρίς ίχνος κοκεταρίας, σάτιρας και γελοιογραφικής διάθεσης, το πιο αναγνωρίσιμο άλλωστε όπλο που διέθετε, από το οποίο είχε προς στιγμήν, σοφά πράττων, παραιτηθεί.