Χωρίς οικογένεια

L
Ξένια Κουναλάκη

Χωρίς οικογένεια

Τα τρέμω τα μεγάλα οικογενειακά τραπέζια. Γιατί θεωρώ ότι είναι συνώνυμα της απόλυτης βίας. Εγώ, η υπέρτατη λάτρης των θρίλερ, παραλύω από τον φόβο μου μπροστά σε μια τραπεζαρία με πολλές καρέκλες και συγγενείς τριγύρω που ξεκοιλιάζουν πουλερικά, γουρούνια ή αρνιά. Δεν είναι μόνο που είμαι χορτοφάγος και καταφέρνω να γίνομαι άθελά μου επίκεντρο («Και πότε σταμάτησες να τρως κρέας; Εγώ μικρή σε θυμάμαι να τα τσακίζεις τα σουβλάκια», «Θα χορτάσεις τώρα μόνο με σαλάτα;»), είναι που ανησυχώ, όποτε η συζήτηση γίνεται λίγο πιο προσωπική, ότι θα ειπωθούν χοντράδες, θα υπάρξουν ανελέητοι τσακωμοί, φραστικά μαχαιρώματα, έμμεση ή άμεση κακοποίηση. 

Το σαγόνι μου μουδιάζει στην προοπτική του small talk, των τετριμμένων συζητήσεων — δεν έχω νέα, δεν έχω γνώμη, δεν έχω τίποτα. Βυθίζομαι σε μια ατέλειωτη σιωπή, κουνάω απλώς το κεφάλι για να δηλώσω «ναι» και «όχι». Όλα είναι λάθος, το καταλαβαίνω, είμαι παράταιρη σε αυτές τις συναθροίσεις. Καμιά φορά, αν πιω λίγο παραπάνω για να ξεχάσω, μπορεί μάλιστα να γίνω επιθετική, για να προλάβω να μπω εγώ πρώτη στον ρόλο του θύτη, να μη γίνω θύμα. 

Η «Οικογενειακή γιορτή» είναι από τις αγαπημένες μου ταινίες. Όλοι οι Σκανδιναβοί συγκεντρωμένοι για τα γενέθλια του πάτερ φαμίλια στη δανέζικη εξοχή, και ξαφνικά η κόρη, μεταξύ τυρού κι αχλαδίου, σηκώνει το ποτήρι και λέει, «…και επίσης θα ήθελα να προσθέσω ότι ο μπαμπάς μάς κακοποιούσε σεξουαλικά όταν ήμασταν παιδιά». Και γίνεται η Κόλαση. 

Και ο «Κυνόδοντας» είναι από τις αγαπημένες μου ταινίες. Δεν χρειάζεται να σε έχουν μαντρώσει σε εξοχική κατοικία οι γονείς σου και να σου δείχνουν τη λάμπα όταν ρωτάς, «Τι σημαίνει μουνί;» για να νιώσεις τον εγκλεισμό, την ασφυκτική ατμόσφαιρα που δημιουργούν οι οικογενειακοί καταναγκασμοί και οι προσδοκίες. «They fuck you up, your mum and dad» κλπ. 

Αυτό όμως που πραγματικά με τρομοκρατεί, που μου κόβει τα ήπατα, είναι η ευρύτερη οικογένεια και τα μεγάλα οικογενειακά τραπέζια.

Μια φορά λοιπόν ήμουν 27 χρονών, όμορφη και πολύ νέα και λίγο χαζή. Μπήκα στη δική μου οικογενειακή γιορτή, όπου ένας παχύς 78χρονος, παππούς, θείος, κάτι τέτοιο, θρονιασμένος σαν νονός σε μια πολυθρόνα, με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και μου είπε: «Ευτυχώς το παιδί σου δεν σου έμοιασε». Δεν κατάλαβα ποτέ αν επρόκειτο περί σαρδόνιου, εκλεπτυσμένου χιούμορ, αλλά η πρώτη μου αντίδραση ήταν να βάλω τα κλάματα και να το βάλω στα πόδια. 

Μιαν άλλη φορά, θυμάμαι, ήμουν αραχτή μετά από χρόνια στο σπίτι όπου πέρασα τα παιδικά μου καλοκαίρια. Οι γνώριμοι ήχοι στην αυλή, η μυρωδιά των ζώων, λίγο πιο ανεπαίσθητη από ό,τι παλιά, όταν γυρνούσα στο χωριό με μια γουρουνοκεφαλή στον κουβά για να την πουλήσω, αλλά ακόμη έντονη, τα πληκτικά απογεύματα— όλα μού έρχονταν στο μυαλό και μου χάιδευαν καθησυχαστικά το κεφάλι. «Είσαι εδώ με ανθρώπους που σε αγαπάνε, δεν είσαι ορφανή και μόνη, έχεις έρμα και μνήμες, πατρίδα και οικογένεια». Και ξαφνικά, από το πουθενά, ήρθε μια «αθώα» πρόταση-χαστούκι για ένα χαζό και ασήμαντο περιουσιακό στοιχείο: «Φύγε από τη μέση», ήταν το νόημα. Πάντα περηφανευόμουν ότι ήμουν ακτήμων, δεν το υπολόγιζα καν, δεν το έβαζα στη φορολογική μου δήλωση, τόσο αστείο και αδιάφορο ήταν το ζήτημα. Αυτό που με σόκαρε ήταν η πλεκτάνη, οι συγγενείς που είχαν συνεννοηθεί εκ των προτέρων για να με βρουν απροετοίμαστη και να μου πετάξουν με ψεύτικη αφέλεια το ντιλ, για να με αιφνιδιάσουν. Έπαθα κρίση πανικού, μια από τις χειρότερες στη σταδιοδρομία μου, δύσπνοια και αναφιλητό μαζί. Για δυο περίπου ώρες δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Το θέμα ξεχάστηκε έκτοτε.

Κι εγώ παραμένω μετέωρη, χωρίς οικογένεια — το αγαπημένο μου βιβλίο κάποιου Έκτορος Μαλό.

 

[ Εικονογράφηση: Edward Savage (1761-1817), The Savage Family, περ. 1779 ].