The horror! The horror!

C
Βιβή Γεωργαντοπούλου

The horror! The horror!

Μεγάλο μέρος του ευρύτερου αναγνωστικού κοινού έμαθε για την ύπαρξη του βιβλίου του Τζόζεφ Κόνραντ «Η Καρδιά του Σκότους» αφού είδε την επική ταινία του Κόπολα «Αποκάλυψη Τώρα». Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα προετοίμαζε την ταινία του από το 1976 —εξαρχής την ήθελε αντιπολεμική, δεν του βγήκε τυχαία στην πορεία—, και τα γυρίσματα στις Φιλιππίνες, μας βεβαιώνει ο μύθος της, ήταν επεισοδιακά και επώδυνα για αρκετούς από τους συντελεστές, για διάφορους λόγους και από πολλές απόψεις. Όμως, απ’ όλο τον ντόρο που έγινε, ο Μάρλον Μπράντο ήταν αυτός που, εκτός από την αμοιβή (σκοτούρα πολυτελείας για μας εδώ και τώρα, σάμπως τα κουβάλησε μαζί του στο κιβούρι;), πήρε τότε και παίρνει ακόμα τη μερίδα του λέοντος από τη συζήτηση που πυροδοτήθηκε και δεν θα σβήσει ποτέ ανάμεσα στους φίλους και τους τιμητές της ταινίας και των προθέσεών της, πέρα από την αισθητική, την τεχνική και τις λοιπές, τις βεβαιωμένες αρετές της.

Είκοσι δύο χρόνια μετά, το «Apocalypse Now» προβλήθηκε με κόπια μεγαλύτερη κατά 53 λεπτά και διαφορετικό τέλος, και η συζήτηση ξανάρχισε, πιο χλιαρή είναι η αλήθεια, όμως αυτή τη δεύτερη φορά ακούστηκαν επιτέλους περισσότερα για το αινιγματικό βιβλίο από το οποίο ο Κόπολα πήρε δανεικό και αγύριστο το υλικό για την κατά την ταπεινή μου γνώμη υπερβολική φιγούρα (του ελέω Κόπολα συνταγματάρχη στο φιλμ) Κουρτς που τον ενσάρκωσε ακόμα πιο υπερβολικά ο Μπράντο.

Ας είναι. Η πομπώδης και μαζί υπέροχη ταινία του Κόπολα —παρά τις πιασιάρικες υπερβολές με τις οποίες την μπούκωσε, υπερβολές τις οποίες κάθε ευφυής δημιουργός της φάμπρικας του Χόλυγουντ κάνει, γιατί αλλιώτικα τον τρώει η μοναξιά της εναλλακτικής μαρμάγκας— τολμά σαν ταινία για το ευρύ κοινό να απευθύνει μύρια κατηγορώ προς όλες τις κατευθύνσεις για τις αληθινές αιτίες που γέννησαν τον πόλεμο του Βιετνάμ, και συνειρμικά όλους τους πολέμους, χωρίς φυσικά να μπορεί να υπερβεί τα εσκαμμένα και να ξεφύγει από την καλλιτεχνικότητά της, να λειτουργήσει πολιτικά, ας πούμε, και οι πόλεμοι —τι λέω κι εγώ τώρα, λίγο μετά η σκεπτόμενη Δύση περιποιήθηκε με μπόλικες βόμβες την άτακτη μετατιτοϊκή Σερβία— να πάψουν να σκοτώνουν αθώους, έστω τους αθώους, και κάνοντας άθελά της και το βιβλίο του Κόνραντ (άθλια μεταφρασμένο στα ελληνικά, τουλάχιστον εκείνο εκ των δύο που κυκλοφορούν και έτυχε να διαβάσω) να ανακοινώνεται σαν απλή πληροφορία, σαν ένα από τα παρελκόμενα του καλλιτεχνικού έργου, του οποίου όμως συμβαίνει αυτό και κανένα άλλο να είναι η μήτρα!

Τι πιο άδικο από το να μπαίνει σε δεύτερη μοίρα ένα τέτοιο βιβλίο, ενώ είναι η πηγή άντλησης της κεντρικής ιδέας και όταν παίρνοντας το λογοτεχνικό ρίσκο ο συγγραφέας τολμά να βάζει χωρίς στολίδια και ένθεες φιοριτούρες το επίμαχο ερώτημα: Είναι έμφυτη ή όχι η ύπαρξη του Κακού στον Άνθρωπο; Πώς, πότε και γιατί η Κακία εξανεμίζεται ή θεριεύει; Έχω μάλιστα την εντύπωση, και θα την ξεστομίσω κι ο Θεός βοηθός, ότι ο Κόνραντ γράφει γι’ αυτό που τον καίει, την ανθρώπινη κακία, με την ένταση και την πολυπλοκότητα που την προσεγγίζουν ως μείζον θέμα οι μεγάλοι Δυτικοί θεολόγοι (π.χ., ο Άγιος Αυγουστίνος) και βεβαίως οι τρισμέγιστοι και άλλης νοοτροπίας ορθόδοξοι (π.χ., ο Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός) στα κείμενά τους (τα πατερικά, θα με διόρθωνε ο επιμελής αναγνώστης).

Ο Κόνραντ ήταν βίος και πολιτεία ο ίδιος, παθιασμένος ναυτικός που όργωσε τις θάλασσες της γης με τα λογής πλοία εκείνων των καιρών, και όλο αυτό που είδε παντού όπου ξέρουμε, και λέει κι αυτός, ότι πήγε —εκτεταμένη απανθρωπιά, αποκτήνωση, ακραία εκμετάλλευση του αδύναμου από τον ισχυρό που στο όνομα του εκπολιτισμού, τάχα, και του εκχριστιανισμού έκανε τα μύρια όσα, απώλεια, ήττα, θάνατο— τον στιγμάτισε, τον φόρτωσε σκέψεις, πικρία για τα κράτη που τα κυβερνούν άπληστοι με τη συνέργεια και τη συναίνεση σε πολλές περιπτώσεις των εκλεκτότερων πολιτών τους, ενοχές για την ευθύνη του και την ευθύνη του καθενός, και επίσης τον μπέρδεψε, τον γέμισε δίκαιο θυμό και πειστικούς λόγους να καταγγείλει ό,τι φριχτό είδε, γιατί υπερίσχυσε η ανθρωπιά του που τροφοδότησε και την πολύ μεγάλης κλάσης λογοτεχνία του.

Στα οπισθόφυλλα των ελληνικών μεταφράσεων διαβάζουμε, στο μεν βιβλίο των εκδόσεων Πατάκη (μετάφραση Αλεξάνδρας Παπαθανασοπούλου, 138 σελίδες, Νοέμβριος 2012) αυτό:

Στο ταξίδι του μέχρι το έσχατο πλωτό σημείο του ποταμού Κογκό, ως κυβερνήτης του ατμόπλοιου κάποιας αποικιακής εμπορικής εταιρίας, ο Τσάρλι Μάρλοου παρακολουθεί τον αδηφάγο και απάνθρωπο παραλογισμό που κρύβεται πίσω από το πρόσχημα του εκπολιτισμού των αγρίων. Παράλληλα το ταξίδι αυτό είναι και μια όχι λιγότερο εφιαλτική περιήγηση στα σκοτεινά βάθη της ανθρώπινης ψυχής, στο άλυτο αίνιγμα της ανθρώπινης ύπαρξης. Κι ακόμα, στο πρόσωπο του Κουρτς, ο Κόνραντ προδιαγράφει με μοναδική οξυδέρκεια, ως φυσική απόρροια του δυτικού πολιτισμού, τον τύπο των χαρισματικών ηγετών που αιματοκύλησαν την Ευρώπη λίγα χρόνια αργότερα. Η Καρδιά του Σκότους, γραμμένη το 1900, στην εποχή της συνέβαλε σημαντικά στο διεθνές κίνημα διαμαρτυρίας για τις καταχρήσεις των Βέλγων στο Κογκό, αργότερα έγινε κεντρικό σημείο αναφοράς στους «Κούφιους ανθρώπους» του Τ. Σ. Έλιοτ και τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιήθηκε ως αφετηρία για την ταινία του Κόπολα «Αποκάλυψη τώρα».

…και στο αντίστοιχο των εκδόσεων Ερατώ (μετάφραση Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη, 200 σελίδες, Ιούνιος 2000) το παρακάτω:

Η κατακλείδα της επιχειρηματολογίας του ήταν θαυμάσια, αν και δύσκολη για να τη μνημονεύσω τώρα. Έδινε την αίσθηση μιας εξωτικής Απεραντοσύνης που κυβερνάται από μια σεπτή Καλοσύνη. Με έκανε να ριγώ από ενθουσιασμό. Εδώ ήταν η απεριόριστη δύναμη του γραπτού λόγου — των λέξεων — των φλεγόμενων και ωραίων λέξεων. Δεν υπήρχε τίποτα που να διακόπτει εκείνη τη μαγική ροή των φράσεων, εκτός από ένα είδος υστερόγραφης υποσημείωσης, σκαλισμένης φανερά πολύ αργότερα, με τρεμάμενο χέρι στο τέλος της τελευταίας σελίδας. Ήταν πολύ ξεκάθαρο το νόημά της για φιλανθρωπία και αλτρουισμό, σε κατακεραύνωνε κυριολεκτικά. «Εξολοθρεύσατε όλα τα κτήνη!» έλεγε. Τίποτα άλλο.

Εμείς αν και πράττουμε συχνά σαν εγγράμματοι κλόουν και μαριονέτες εθισμένες στην αμάσητη κατανάλωση υποκατάστατων κουλτούρας, ξέρουμε ότι η Τέχνη είναι, αν όχι η μοναδική, μια από τις ελάχιστες αντιστάσεις που μπορούμε να προβάλουμε χωρίς τρομαχτικές θυσίες από μέρους μας για να μη μας καταπιούν οι μαύρες τρύπες του πολιτισμού μας.

Πριν ο γερο-Κόπολα ή οι κληρονόμοι του εμφανίσουν τρίτη κόπια με άλλα τόσα λεπτά, λίγο πριν πάει και το 2015 στη χωματερή του φαύλου μας παρελθόντος, ας διαβάσουμε —παρακάμπτοντας το φιλμ και την οχλαγωγία που το ακολουθεί— αυτό το σπουδαίο βιβλίο με το συγκινητικό, αφυπνιστικό και ουμανιστικό του διά ταύτα και ας ασχοληθούμε με την κονραντική φιλοσοφία στο σύνολό της και την κονραντική θεώρηση ζωής σε βάθος — διότι, παρά τις ανισότητες στην έτσι κι αλλιώς σκοτεινή, δύσκολη διατύπωση που ο Κόνραντ επιχειρεί, βάζοντας, ίσως επίτηδες, τον αφηγητή να πέσει σε ιδεολογικές και συναισθηματικές αντιφάσεις που διαφαίνονται αρκετά νωρίς στο πυκνό κείμενο, εξαγόμενες από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του alter ego του Τσάρλι Μάρλοου σαν οι αναμενόμενες μεταπτώσεις της διάθεσης ενός ανεξοικείωτου σ’ αυτή την αγριότητα πλην υποψιασμένου και έξυπνου ανθρώπου, και μάλιστα απέναντι σε ό,τι σύνθετο εκπροσωπεί ο Κουρτς, ο τέλειος κρίκος ανάμεσα στους πάνω και στους κάτω, αφεντικά και βοηθούς τους από τη μια και δούλους και τους δικούς τους παρακατιανούς από την άλλη (εδώ δεν βλέπουμε ποιοι μπορεί να είναι αυτοί οι ενδιάμεσοι και οι υπό αυτούς, αλλά η καταπίεση, η εκμετάλλευση και καθετί βίαιο και άδικο γεννά η άσκηση εξουσίας είναι συνήθως μορφής πυραμιδικής ), αυτή η θεώρηση λοιπόν είναι πάνω απ’ όλα εξόχως ανθρωποκεντρική, καθαρή και τίμια.

Ας δούμε τον άνθρωπο/εμάς όλους διαχρονικά κοιτώντας τον/μας με αυστηρότητα και μαζί συμπόνια για την κατάντια του/μας, όπως ο Μάρλοου/Κόνραντ μπόρεσε να δει τον Κουρτς και κατανόησε το σπαραχτικά ταυτόχρονο τού φορτίου του, το ότι δεν γινόταν παρά να είναι την ίδια στιγμή θύτης και θύμα, και κατάλαβε ότι αυτό μπορεί να συμβεί σε οποιονδήποτε όσο δεν επιλέγει ή καθώς χάνει τη δυνατότητα και την ενάργεια να επιλέξει το Καλό.

Ο χαρισματικός Κουρτς, ευφυής, μορφωμένος λευκός, σαν εκπεσών άγγελος και μαζί ή και γι’ αυτό και διάβολος, θύτης που είναι και θύμα —ναι, τα κλασικά, χιλιοειπωμένα, αξεπέραστα κλισέ ταιριάζουν κι εδώ μια χαρά—, επιλέγει να υπηρετήσει φαύλους εργοδότες και τους γλοιώδεις υπαλλήλους τους για να φτάσει σε μιαν ατομική τελειότητα που την ορίζει ως τέτοια η κοινωνία η ίδια, αυτή η άπληστη και σαθρή που τον οδήγησε να πράξει το όνειρο-όνειδος, που τον κατατρώει τελικά, στην αφιλόξενη, σκληρή γη στην άλλη άκρη του κόσμου: να γίνει κάτι που να τους το τρίψει στην αλαζονική τους μούρη, πλούσιος, πετυχημένος, να έχει εξουσία και ισχύ, και να γυρίσει πίσω με τη σφραγίδα του νικητή. Ποιους θα έχει νικήσει; Τους μαύρους, τους κανίβαλους, τους άγριους… τους κατώτερούς του(ς).

Ο Κουρτς καταλαβαίνει την αντίφαση και ανηθικότητα αυτού που πρέπει να κάνει για να αρέσει στους δικούς του θύτες, μα δεν διστάζει να γίνει θύτης άλλων και να σκάψει συθέμελα για να κλέψει από τους κατοίκους μιας άκρης της γης τον πλούτο τους που δεν μπορούν να εκτιμήσουν και να χρησιμοποιήσουν για πάρτη τους και τον αφήνουν για ένα μάτσο χάντρες και λίγο ουίσκι ή μερικά κουρελόπανα — μα, όσο κι αν φαίνεται προβοκατόρικα ρατσιστικό, η τραγωδία αυτή που συντελείται δεν είναι μονόπλευρη. Η δική του καλυμμένη αγριότητα, η βαφτισμένη ανάπτυξη και πρόοδος ή και προσωπικό όραμα, ή, ακόμα πιο αισχρά αλλά και γιατί όχι, το δικαίωμα στην ευτυχία, έχουν απέναντί τους την αγριότητα των μαύρων που κάνουν το ίδιο (προφανώς δεν τίθεται εδώ σύγκριση στα μέσα), από μιαν άλλη αφετηρία, ανάγκη και άγραφο δικαίωμα: εκείνο της επιβίωσης στην ερημιά της γης τους.

Ο Κουρτς κάνει ζάφτι τους απολίτιστους καλύτερα από κάθε άλλον, εκπονώντας μια δική του μέθοδο που αρχικά χαίρει του σεβασμού και θαυμασμού ανωτέρων και κατωτέρων, και ενεργεί για την απόκτηση προς όφελός του όλο και περισσότερου ελεφαντόδοντου. Ο Κουρτς χιμάει με κάθε τρόπο στους πεινασμένους μαύρους, τους μαστιγώνει, τους κόβει το κεφάλι, τους κάνει εχθρούς και πιστούς του, αντίπαλους και οπαδούς του, συμμάχους του και στρατό του τελικά (ή μήπως όχι;) απέναντι στο άνισο σύστημα: το δικό του σύστημα, αυτό που τον έχει γεννήσει, αναθρέψει και καταδικάσει/στείλει για να εξοντώσει όποιον στέκεται εμπόδιο στη διατήρησή του. Μέσα από μια αλυσίδα καταστάσεων, ο ποιητής και φιλόσοφος Κουρτς οδηγείται στη μανία, στην ανακάλυψη της αλήθειας του μάταιου και φριχτού των όσων διαπράττουν και αυτός και όλοι γύρω του, στην τρέλα και στο φυσικό του τέλος.

Ο Κόνραντ βάζει πρώτος τη φιτιλιά στη μισάνθρωπη και εγωιστική αλά Κουρτς αντίληψή μας για τον κόσμο, όταν λέει σαν Μάρλοου, κάπου στα μισά της αφήγησης, εκεί όπου το μυθοπλαστικό κουβάρι αποτελείται πια από σκέτο αγκαθόσυρμα και ματώνει τον αναγνώστη εκείνον που, επειδή έχει μια στάλα τσίπα κάνει το λάθος, από την καλή του πρόθεση, να προσπαθεί να το ξεμπερδέψει με τη σειρά και τη λογική:

Η υπόθεση είχε τελειώσει, είχα μάθει τα πάντα και παρ’ όλ’ αυτά επιφορτίστηκα με το καθήκον να φροντίσω για τη μνήμη του. Έχω κάνει πολλά, τόσα που μου δίνουν το δικαίωμα να της επιτρέψω, αν το ήθελα, να αναπαυθεί αιωνίως μέσα στον μεγάλο σκουπιδοτενεκέ της προόδου και τη σαβούρα του πολιτισμού.

Ή, με πολύ απλά λόγια: φτιάξαμε άνισες κοινωνίες-λαβυρίνθους, κι όταν χανόμαστε εντός τους και καταστρεφόμαστε, γιατί θαυμάζουμε εμμονικά τους θύτες και τις πράξεις τους, τότε είναι γελοίο να κοιτάμε έξω από μας και να ισχυριζόμαστε ότι ο διάβολος φταίει ή ότι τάχα γεννιόμαστε με το κακό μέσα μας. Είναι βολικό το άλλοθι του Κακού που επικαλούμαστε όταν πετάμε στον σκουπιδοτενεκέ του ίδιου μας του σπουδαίου σε πολλά πολιτισμού την περιβόητη ελεύθερή μας βούληση — τόσο βολικό.

Διάλειμμα επομένως παρακαλώ, προσωρινό φινίτο με τον αγαπημένο κύριο από το Χόλιγουντ, λέξη γι’ αυτόν και την εξωφρενική και ανυπέρβλητη anti war (την όχι now, μα όποτε μας βολεύει) Αποκάλυψή του.

Η αγάπη και η προσοχή μας, εδώ και τώρα, ας πάει όλη εκεί που πρέπει: Τζόζεφ Κόνραντ, «Heart of Darkness», 1899. Υποκλίνομαι ταπεινά.