Χριστουγεννιάτικες ανταρσίες
Παραμονή Χριστουγέννων, σκοτάδι έξω, η ώρα πήγε έντεκα και μισή. Ο Αϊ-Βασίλης έριξε μια τελευταία ματιά στις λίστες με τις διευθύνσεις και τα δώρα, κούνησε το κεφάλι του με σιγουριά και φόρεσε το κατακόκκινο σακάκι του. Κούμπωσε την ολοκαίνουργη δερμάτινη ζώνη του, ακούμπησε τα γυαλιά της πρεσβυωπίας στο τραπέζι και φόρεσε τα άλλα, που ήταν για να βλέπει μακριά, εκείνα που του είχε χαρίσει ο Τζον Λένον στην πορεία του προς τα πάνω σύννεφα. Το τελευταίο κούτσουρο στο τζάκι είχε από ώρα μισοκαεί· το σκάλισε λίγο, προσθέτοντας τρία ακόμα προκειμένου να βρει το σπίτι ζεστό για την ημέρα της γιορτής.
Έξω στην αυλή επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Η άμαξα ήταν φορτωμένη με τα δώρα, έτοιμη από νωρίς. Τα ξωτικά έκαναν πάντα σωστά τη δουλειά τους. Όμως… πουθενά όμως ο Ρούντολφ, και πουθενά οι τάρανδοι, τα άλλα μέλη του πληρώματος. Κοίταξε ξανά το ρολόι του. Δώδεκα παρά είκοσι. Ο Αϊ-Βασίλης έξυσε απορημένος το κεφάλι του πάνω από το σκουφί και φώναξε δυνατά:
«Ρούντολφ!»
Τίποτα. Μεγάλη παγωνιά, και τα μάγουλά του άρχισαν να ξυλιάζουν.
«Ρούντολφ!» ξανάπε, και τότε ο Μάρτιν, το χαζούλι ξωτικό που του φόρτωναν τις πιο αδιάφορες δουλειές, όπως για παράδειγμα να φυλάει τσίλιες μην τυχόν κλέψει κανείς τα δώρα —εντελώς απίθανη περίπτωση—, πετάχτηκε πίσω από το έλκηθρο. «Πού έχουν πάει όλοι, Μάρτιν;»
Ο Μάρτιν κατέβασε το κεφάλι κι έδειξε προς τη μεριά του στάβλου, κι ύστερα πέρα, μακριά, εκεί που απλωνόταν το πυκνό δάσος. Ο Αϊ-Βασίλης τον κοίταξε παραξενεμένος.
«Πρώτον», άρχισε τότε να λέει, το ξωτικό, «κάνει τον σπουδαίο ενώ άλλοι τραβάνε το ζόρι, δεύτερον, βρίσκεται να έχει πολλαπλάσια λεφτά από τα δικά μας, τρίτον… Μια στιγμή… δεν είναι αυτή η σωστή σειρά. Πρώτον, έχει λεφτά και δεύτερον κάνει τον σπουδαίο. Ή μήπως, πρώτον, αυτή η δουλειά έχει αρχίσει να γίνεται πολύ βαρετή, και δεύτερον…»
«Μα τι λες;» φώναξε αγριεμένα ο Αϊ-Βασίλης τρομάζοντας τον Μάρτιν, που τα μάτια του είχαν πλημμυρίσει με δάκρυα.
Α, δεν υπήρχε καθόλου χρόνος για χασομέρια, γι’ αυτό ο Αϊ-Βασίλης άφησε κατά μέρος τις ερωτήσεις και τράβηξε μόνος προς τον στάβλο να δει τι συνέβαινε. Τα άλλα ξωτικά θα ήσαν όλα εδώ και καναδυό ώρες στα κρεβάτια τους. Οι προηγούμενες μέρες ήταν για όλους εξοντωτικές.
Έσυρε με κόπο τη μεγάλη πόρτα, που έτριξε με παράπονο. Σκοτάδια κι εκεί.
«Ρούντολφ!» ξαναφώναξε, για να μην πάρει και πάλι καμιά απάντηση.
Πάνω που άρχισε να εκνευρίζεται κι ετοιμαζόταν να τα βάλει με τον Μάρτιν που ξαφνικά έκανε πως δεν είδε και δεν άκουσε τίποτε, το αυτί του έπιασε τον ήχο κάποιου χαρχαλητού από πέρα στο βάθος, από τη μεριά της ταΐστρας. Τότε και ο Μάρτιν θυμήθηκε ν’ ανάψει τον πλακέ φακό που είχε πάντα περασμένο στο κούτελο και να τον στρέψει προς τη γωνία των στάβλων.
«Προχώρα, ντε!» του φώναξε ο Αϊ-Βασίλης, και το χαζούλι ξωτικό όρμησε μπροστά. Φτάνοντας όμως στο βάθος, έβγαλε μια κραυγή και πήδηξε δυο βήματα πίσω αιφνιδιασμένος. «Οχ! Με ξενύχιασες!» φώναξε ο Αϊ-Βασίλης.
Κάνοντας όμως ένα βήμα πιο δεξιά, αντίκρισε κι ο ίδιος τον Ρούντολφ, πεταμένο δίπλα στον τοίχο, δεμένο χειροπόδαρα, με τη μουσούδα τυλιγμένη σ’ ένα βρόμικο πανί, να τους κοιτάζει με απέραντη θλίψη στα μάτια. Ο Αϊ-Βασίλης έσκυψε βιαστικά από πάνω του, κι όσο τον ελευθέρωνε, έλεγε όλο κακές λέξεις για τον Μάρτιν που δεν είχε φροντίσει να ψάξει να τον βρει από πιο πριν.
«Και πού είναι οι τάρανδοι!» φώναξε κάποια στιγμή, για να πάρει την απάντηση από τον ίδιο τον Ρούντολφ που είχε πια ελεύθερο το στόμα.
«Αυτοί με δέσανε και το έσκασαν προς το δάσος», είπε αγριεμένα.
«Πρώτον, κάνει τον καμπόσο ενώ άλλοι τραβάνε το ζόρι, δεύτερον, πληρώνεται δυο φορές όσο εμείς… ή μάλλον… έχει τεράστια περιουσία… ή κάτι τέτοιο, τρίτον, αυτή η δουλειά άρχισε να γίνεται πολύ βαρετή και δεν μας αρέσει, τέταρτον, δώρα παίρνουν μόνο τα κωλόπαιδα που τα ’χουν καλά με τον χοντρό με τη γενειάδα, πέμπτον, εδώ ο κόσμος χάνεται στα τρία τέταρτα του πλανήτη κι εμείς κάνουμε χαρούλες και βαράμε παλαμάκια… Αλλά… αλλά για τη σειρά δεν παίρνω όρκο…» συμπλήρωσε ο Μάρτιν, ενώ ο Αϊ-Βασίλης τον κοίταγε με ανοιχτό το στόμα. «Δεν τα λέω εγώ!» είπε τρομαγμένο το χαζούλι ξωτικό, ενώ ο Ρούντολφ, με ατάραχο ύφος λες και τίποτα δεν τον αφορούσε, έλυνε τον τελευταίο κόμπο από τα πόδια του, τραβώντας με τη μουσούδα του τα σχοινιά.
«Ανταρσία λοιπόν;» είπε ο Αϊ-Βασίλης και η φωνή του κατέληξε σε ένα κοκοράκι.
Κοίταξε το ρολόι του. Τα λεπτά έπεφταν βαριά σαν τις χάντρες στο κομπολόι του παππού, και στ’ αλήθεια δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα. Το έβλεπε να έρχεται το κακό. Αχ, και του τα ’ λεγε του Ρούντολφ. Το είχαν παρακάνει οι δυο τους.
Εκείνος πάλι, ο Ρούντολφ, ελεύθερος πια, πετάχτηκε στα τέσσερα πόδια και κουνάμενος-σινάμενος κατευθύνθηκε σε μια μεριά του στάβλου όπου ο σανός ήταν μαζεμένος σε βουναλάκια σαν αφράτα μαξιλάρια. Έφτασε, ξάπλωσε και χασμουρήθηκε.
«Ωραία…» είπε. «Και τώρα μπορούμε επιτέλους να κοιμηθούμε».
«Τρελάθηκες;» του φώναξε ο Αϊ-Βασίλης, και ο Μάρτιν, από δίπλα του, πήρε έναν πήδο από την τρομάρα, τόσο ψηλό που κουτούλησε το κεφάλι στο ταβάνι. «Τα παιδιά περιμένουν!» συνέχισε ο Αϊ-Βασίλης, αναλογιζόμενος με τρόμο πως, αν δεν ολοκλήρωναν την αποστολή τους, δεν επρόκειτο να πληρωθούν στον αιώνα τον άπαντα. Άσε που θα μένανε τόσα γλυκά και κόκα-κόλες δίπλα στα χριστουγεννιάτικα δένδρα…
«Μόνος μου περιμένεις να σε τραβήξω, Χοντρέ; Αλήθεια τώρα;» είπε με αναίδεια ο Ρούντολφ και γύρισε από το άλλο πλευρό.
Αυτό πια ήταν από τα άγραφα. Και είχε πάει ήδη παρά τέταρτο. Ο Χοντρός, έεε… ο Αϊ-Βασίλης, θέλω να πω, έστυβε το μυαλό του. Η ανταρσία δεν επρόκειτο με τίποτα να μείνει κρυφή. Θα έγραφαν γι’ αυτό το γεγονός όλες οι αυριανές εφημερίδες. Έπρεπε οπωσδήποτε να μοιράσει τα δώρα και, ιδανικά, να το κάνει μόνος του ώστε να πέσει όλο το κρίμα πάνω στον Ρούντολφ.
Έριξε μια κρυφή ματιά στον Μάρτιν μετρώντας το μπόι και τη δύναμή του. Μπα… ακόμα κι αν τα κατάφερνε στην κατηφόρα, το χαζοπούλι ήταν ικανό να μπερδέψει τους δρόμους και να μοιραστούν τα δώρα άλλα ’ντ’ άλλων.
Πάνω που ήταν έτοιμος να χάσει κάθε ελπίδα για κάποια λύση, ακούστηκε από την απάνω γειτονιά το τρένο να ξεφυσάει μ’ ένα παράξενο κελαριστό γουργουρητό. Τα μάτια του Αϊ-Βασίλη έλαμψαν. Με τρένο; αναρωτήθηκε. Αμέ! Γιατί όχι; Αυτό μπορούσε να το κάνει! Θα οδηγούσε ο ίδιος το τρένο!
Με μια κοφτή διαταγή έστειλε τον Μάρτιν να ειδοποιήσει τον σταθμάρχη και ο ίδιος έτρεξε να ξυπνήσει τα ξωτικά για να μεταφέρουν τις σακούλες με τα δώρα στα βαγόνια.
…Κι έτσι, λίγο πριν το ξημέρωμα όλα τα δώρα ήταν πια κάτω από τα στολισμένα δένδρα· κι ο Αϊ-Βασίλης, από το κεφαλόσκαλο του τελευταίου βαγονιού, χαιρετούσε όλος χαρά την αυγούλα που χάραζε στο βάθος του δρόμου.
Χαμογελούσε… γιατί δεν ήξερε τι έγραφαν τα πρωτοσέλιδα των πρωινών εφημερίδων:
Μέγα σκάνδαλο αποκαλύπτεται στο Χωριό των Χριστουγέννων!
Ο Χοντρός, αυτοαποκαλούμενος και Άγιος Βασίλης, εκμεταλλευόταν μικρά καλικαντζαράκια αναγκάζοντάς τα να δουλεύουν ατελείωτες ώρες, για να φτιάξουν παιχνίδια τα οποία στη συνέχεια εμπορευόταν με τους γονείς των παραληπτών. Η μεταφορά στα σπίτια των παιδιών γινόταν με ένα παράνομο δίκτυο που είχε στήσει μαζί με έξι εγκληματίες τάρανδους με καγκελωτά κέρατα στο σχήμα που προσομοιάζει με τον αγκυλωτό σταυρό, εξαναγκάζοντας ένα μικρό, αθώο αλλά ιδιαίτερα προικισμένο ελαφάκι, ονόματι Ρούντολφ, σε υπερβολική εργασία για την ηλικία και το μπόι του, εκμεταλλευόμενος το μυαλουδάκι του που δουλεύει στα πρότυπα των GPS. Η αστυνομία συμβουλεύει όσους γονείς εμπλέκονται στο σκάνδαλο να επιστρέψουν πάραυτα τα παιχνίδια προκειμένου να ελαφρύνουν τη θέση τους.
Στο κάτω μέρος της σελίδας, μια μεγάλη φωτογραφία έδειχνε μια κατακόκκινη μύτη χωμένη στα χαρτιά του αστυνομικού τμήματος του Χωριού των Χριστουγέννων, κατά την ώρα της κατάθεσης.
[ Φωτογραφία: Χλόη Ακριθάκη ]