Χρωστάω πολλά

C
Γιώργος Κυριαζής

Χρωστάω πολλά

Ναι, είναι αλήθεια. Χρωστάω πολλά. Σε πολλούς ανθρώπους. Υπήρξα τυχερός. Σε στιγμές κρίσιμες για την πνευματική μου ανάπτυξη, βρέθηκαν στον δρόμο μου —από καθαρή τύχη— άνθρωποι που έσπειραν μέσα στο μυαλό μου, και με βοήθησαν να καλλιεργήσω, γνώσεις, μεθόδους, σκέψεις, ιδέες και πρακτικές που ακόμη και σήμερα τις θεωρώ πολύτιμες και είμαι ευγνώμων που συνεχίζουν να με καθοδηγούν μέσα στον χαοτικό λαβύρινθο της πραγματικότητας. Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν ο Γιάννης Τσιώλης. Ένας άλλος είναι ο Κώστας Γεωργουσόπουλος. Αλλά τώρα, εδώ, θέλω να αναφερθώ στη Φοίβη Βάλληνδα.

Η Φοίβη Βάλληνδα (1914-1992) ήταν καθηγήτρια πιάνου στο Ωδείο Αθηνών. Αυτό από μόνο του δεν λέει τίποτε. Υπάρχουν πολλές δασκάλες (και δάσκαλοι) πιάνου, και μάλιστα καλές. Αλλά η Βάλληνδα ήταν ολοκληρωτικά αφοσιωμένη στην εκπαιδευτική διαδικασία και περιέβαλλε τους μαθητές της με ανυπόκριτη στοργή και ειλικρινή αγάπη. Τη θυμάμαι πάντα χαμογελαστή, με εκείνο το πλατύ, ωραίο χαμόγελο που σε έκανε να θέλεις να πας για μάθημα ακόμη κι όταν δεν είχες μελετήσει (ένα χαμόγελο που δεν το έχασε ούτε στην τελευταία περίοδο της ζωής της, όταν πάλευε με τον καρκίνο), θυμάμαι την απέραντη κατανόησή της όταν κάτι πήγαινε στραβά, θυμάμαι το ενδιαφέρον της για την

ψυχολογική κατάσταση των παιδιών της — δηλαδή των μαθητών της, μια που αντιμετώπιζε τους μαθητές της σαν σπλάχνα της.

Είχα την τύχη, λοιπόν, να μένω στην ίδια πολυκατοικία με τη Φοίβη Βάλληνδα επί 15 χρόνια, από τα 4 μέχρι τα 18 μου. Ο πατέρας μου ήταν ο θυρωρός, κι έτσι είχαμε επαφή με όλους τους ενοίκους. Η Βάλληνδα έδειξε αμέσως ενδιαφέρον για μένα και για την αδελφή μου, και προσφέρθηκε από μόνη της να κάνει στην αδελφή μου (που ήταν μεγαλύτερη από μένα) μαθήματα πιάνου και αγγλικών, ενώ το ίδιο άρχισε να κάνει και για μένα δύο χρόνια αργότερα. Χωρίς ποτέ να ζητήσει κανένα αντάλλαγμα — άλλο αν οι γονείς μας, από ευγνωμοσύνη, προσφέρονταν να την εξυπηρετήσουν σε οτιδήποτε χρειαζόταν· μάλιστα, τις Κυριακές συχνά τής κάναμε το τραπέζι. Πέρα από τα μαθήματα, στο μικρό και λιτό διαμέρισμά της, όπου δέσποζαν τα δύο πιάνα της, μας χάριζε κατά καιρούς βιβλία και δίσκους κλασικής μουσικής. Εξαιτίας της άκουσα για πρώτη φορά τις 4 εποχές του Βιβάλντι και τα Κατά Ματθαίον Πάθη του Μπαχ. Αλλά βέβαια η πιο ουσιαστική εισαγωγή στον θαυμαστό κόσμο της μουσικής έγινε μέσα από το πιάνο.

Το πιάνο δίκαια θεωρείται ο βασιλιάς των οργάνων, τουλάχιστον για τη Δυτική μουσική, καθώς προσφέρεται, περισσότερο από κάθε άλλο όργανο, για την εις βάθος κατανόηση του τονικού συστήματος. Δεν είναι τυχαίο ότι το πιάνο αποτελεί υποχρεωτικό όργανο στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα των ωδείων, ό,τι κι αν σπουδάζεις εκεί. Και, βέβαια, διαθέτει τεράστιο ρεπερτόριο, στο οποίο δεσπόζουσα θέση (και όχι μόνο, κατά τη γνώμη μου) κατέχουν οι σονάτες του Μπετόβεν.

Ο Μπετόβεν έγραψε 32 σονάτες για πιάνο, ανάμεσα στο 1795 και το 1822. Παρόλο που δεν τις είχε στον νου του σαν κάτι ενιαίο, ιδωμένες εκ των υστέρων ως σύνολο αποτελούν μια από τις σπουδαιότερες συλλογές έργων στην ιστορία της μουσικής. Ο σπουδαίος Γερμανός μαέστρος, πιανίστας και συνθέτης του 19ου αιώνα Χανς φον Μπίλοφ τις αποκαλούσε «Καινή Διαθήκη του πιανιστικού ρεπερτορίου» (Ως «Παλαιά Διαθήκη» υπονοούσε το Καλώς Συγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ.) Οι πρώτες 15 είναι αρκετά κλασικού ύφους, επηρεασμένες, όπως είναι φυσικό, από τις σονάτες του Χάιντν και του Μότσαρτ, αν και σε κάποια μέρη τους διαφαίνεται αχνά το γλυκοχάραμα του Ρομαντισμού. Μετά, όπως γράφει ο ίδιος σε μια επιστολή του, αποφάσισε να ακολουθήσει έναν άλλο δρόμο, γεμάτο πειραματισμούς, με μεγαλύτερη τόλμη και βάθος στην έκφραση. Οι περισσότερες σονάτες των άλλων συνθετών της Ρομαντικής περιόδου, που ακολούθησαν, είναι επηρεασμένες από τις 12 σονάτες αυτής της μεσαίας περιόδου του Μπετόβεν. Όσο για τις τελευταίες 5, αυτές θεωρούνται ακόμη και σήμερα ιδιαίτερα δύσκολες τεχνικά και εκφραστικά, και αποτελούν πρόκληση για οποιονδήποτε πιανίστα.

Η αλήθεια είναι ότι, στο πλαίσιο αυτής εδώ της λίστας, θα μπορούσα να επιλέξω οποιαδήποτε από τις 32 σονάτες του Μπετόβεν. Διάλεξα τη συγκεκριμένη, την 3η, γιατί διατηρεί αρκετή από τη χαρωπή αθωότητα του Κλασικισμού (άλλωστε, είναι ματζόρε, που λένε και στην πιάτσα), ακόμη και στο πιο μελαγχολικό αργό της μέρος, και πάντοτε μου θυμίζει την ανεμελιά των παιδικών χρόνων, που τόση προσπάθεια χρειάζεται πλέον για να την κρατά κανείς ζωντανή μέσα του, κι αυτό μόνο στιγμιαία και περιστασιακά. Και, ενώ υπάρχουν πάρα πολλές καλές εκτελέσεις «εκεί έξω», προσωπικά επιστρέφω πάντοτε στη ζωηράδα του Άλφρεντ Μπρέντελ, χωρίς όμως να κλείνω τα αυτιά στην πλαστικότητα και τις αντιθέσεις του Ντάνιελ Μπαρεμπόιμ. Γιατί, όσο μεγαλώνουμε, ανακαλύπτουμε πως η χαρά πρέπει να είναι πιο έντονη από το κανονικό για να τη νιώσουμε. Βλέπετε, ο χρόνος δεν επηρεάζει μόνο το δέρμα, τις αρθρώσεις, τα μάτια και τα αυτιά. Επηρεάζει και αυτό που αποκαλούμε, ίσως εσφαλμένα, ψυχή.

[ Εικ. ]