Η αμφιβολία της ελπίδας
Η ιστορική ναυμαχία της Ναυπάκτου ήταν από τα κεντρικά θέματα στο ναυτικό μουσείο της Βαρκελώνης κατά την επίσκεψή μας, το 1996. Το γεγονός έχει από μόνο του αρκετή δόση Ελλάδας, τόσο λόγω της τοποθεσίας (Πατραϊκός) όσο και λόγω των Ελλήνων που στελέχωσαν πληρώματα και των δύο αντιπάλων. Στις γνώσεις μας όμως προστέθηκαν εκείνη την καλοκαιρινή μέρα δύο ακόμη νέες λέξεις με γνώριμους συσχετισμούς. Ο διπλανός σταθμός μετρό Drassanes παραπέμπει στον παλιό ταρσανά του λιμανιού. Και αρκετές επιγραφές στην τοπική γλώσσα περιέγραφαν τις αναπαραστάσεις των πλοίων με έναν όρο που έδειχνε κατευθείαν βγαλμένος από τον ελληνικό εποικισμό της Μεσογείου: naus, όπως «ναυς».
Ενθουσιασμένος, διαπίστωσα ότι τα καταλανικά (στις πινακίδες αλλά και στις ηχητικές ξεναγήσεις) τα καταλάβαινα καλύτερα από τα «καστιλιάνικα» ισπανικά. Ο λόγος δεν ήταν βέβαια οι μεμονωμένες ομοιότητες σαν αυτές που ανέφερα. Ήταν κυρίως η θέση της γλώσσας στο continuum των λατινογενών γλωσσών. Τα καταλανικά είναι κάπου στη μέση μεταξύ γαλλικών και ισπανικών — και γι’ αυτό με βοήθησε το ότι είχα στο κάδρο ένα certificat de langue française, ενώ τίποτε αντίστοιχο στη γλώσσα τού (τραυματισμένου στη συγκεκριμένη ναυμαχία, ειρήσθω εν παρόδω) Θερβάντες.
Παρόλο που οι μεγάλες οροσειρές (Άλπεις και Πυρηναία) οριοθετούν αρκετά καθαρά τις τρεις μεγάλες εθνικές επικράτειες (Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία), μέσα από τις κοιλάδες και τα παραθαλάσσια περάσματα συνεχίστηκε αδιάκοπα η όσμωση. Από πρώτη άποψη, αυτό δικαιολογεί κάπως το παλιότερο «τσουβάλιασμα» των λαών αυτών με όρους όπως «Φράγκοι» — που σταδιακά αποσυνδέθηκε από την αρχική του, αμιγώς γερμανική προέλευση και έμεινε να σημαίνει τους ομιλούντες λατινογενείς γλώσσες καθολικούς.
Οι ίδιες οι γλώσσες όμως, και κυρίως η πληθώρα των διαλέκτων τους, δείχνουν μάλλον πολυχρωμία παρά ομοιομορφία. Η Ισπανία, εκτός από την πασίγνωστη περίπτωση των καταλανικών/βαλενσιάνικων, έχει μια αντίστοιχη διαφοροποίηση στο βορειοδυτικό της κομμάτι, όπου τα γκαλέγου είναι σχεδόν ίδια με τα πορτογαλικά. Η νότια Γαλλία φιλοξενεί κι αυτή μια παραλλαγή των καταλανικών (οξιτάνικα) καθώς και το νησί της Κορσικής με την ιταλοφανή του διάλεκτο. Τέλος, και η βόρεια Ιταλία είναι γεμάτη με μειονοτικές γλωσσικές ζώνες όλων των αποχρώσεων στο ενδιάμεσο ιταλικής και γαλλικής.
Μπορεί να φέρνουμε τα Βαλκάνια ως παράδειγμα πανσπερμίας και (συχνά βίαιων) αντιθέσεων, ωστόσο αυτό υποτιμά την πανευρωπαϊκή αν όχι παγκόσμια εμφάνιση των ίδιων ακριβώς φαινομένων. Πριν απαξιωθεί με τις εκατόμβες του 20ού αιώνα, ο πόλεμος ήταν σε γενικές γραμμές αναπόφευκτη αναγκαιότητα, μέσο βιοπορισμού, έως και «χόμπι» για τις ηγεσίες — όπως μαρτυρούν, π.χ., οι ανά διετία εκστρατείες του Ναπολέοντα. Ο δε εδαφικός κατακερματισμός, ουσιαστικά ανύπαρκτος στην οθωμανική νοτιοανατολική Ευρώπη, έφτανε σε χαοτικό σημείο στην υπόλοιπη ήπειρο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία: τα όριά της διέφεραν από αυτά της μοναρχίας των Αψβούργων, που για πολλούς αιώνες κατείχαν τον αυτοκρατορικό θρόνο — οι δε ορισμοί τής (συγ)κυριαρχίας των επιμέρους βασιλείων, δουκάτων κλπ. είναι δύσκολο να εξηγηθούν με τους σημερινούς όρους των εθνικών κρατών.
Είναι αλήθεια ότι δεν με είχε ποτέ σαγηνεύσει ο κόσμος των ιπποτών και γενικότερα ο Μεσαίωνας. Ίσως να με απωθεί η βαναυσότητα της «Φραγκοκρατίας» (με εξέχοντες τους τότε μισθοφόρους Κατελάνους) — χωρίς φυσικά να βρίσκω καλύτερη τη βυζαντινή βία, όπως για παράδειγμα εκδηλώθηκε με τους τυφλούς και τους μονόφθαλμους μετά τη μάχη στο Κλειδί (1014). Αυτή ήταν η Ευρώπη, τότε αλλά και πιο πρόσφατα: το είπε και ο Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, προτρέποντας όσους «αμφιβάλλουν ή απελπίζονται» (zweifeln/verzweifeln) να επισκεφτούν ένα στρατιωτικό νεκροταφείο.
Για το αν αυτή «θα είναι» μελλοντικά, προτιμώ να κρατώ την αμφιβολία της ελπίδας. Θέλω να πιστεύω ότι η ποικιλία θα βρίσκεται στις πινακίδες εναλλακτικών τοπωνυμίων και στην προστασία των γλωσσών, που η χρήση τους παλιότερα έφερνε καταπίεση ή και «ξύλο». Ότι η ήπειρος θα βρίσκει ειρηνικούς τρόπους να αντιμετωπίζει, τόσο τα καυτά θέματα εθνικισμού-τοπικισμού (όπως στη Βαρκελώνη και το Αιάκειο) όσο και τα, ακόμη περισσότερα, σχετικά «βατά» ζητήματα ιστορικής μνήμης (βλ. τη γαλλική Νίκαια του Ιταλού Γαριβάλδη) ή περιφερειακής ταυτότητας (π.χ., τους ομιλητές «ραιτορωμανικών» διαλέκτων από την Ελβετία έως το ιταλικό Φριούλι). Και τέλος —όσο δύσκολο κι αν φαίνεται σήμερα— ότι, μέσα από μια δίκαια μοιρασμένη ενσωμάτωση, θα πάψουν να είναι σπάνια φαινόμενα, τόσο ο «μαύρος με σαξονική προφορά» του Τουχόλσκι όσο και οι Ανατολίτες των σύγχρονων μεταναστεύσεων που θα έχουν μυαλά και καρδιές Ευρωπαίων, πίσω από τη βιτρίνα επιδερμίδας και καταγωγής.
[ Φωτογραφία: Δίγλωσση ονομασία οδού στη Νίκαια, στα επίσημα γαλλικά και στην τοπική οξιτάνικη διάλεκτο “Niçard”, στη διασταύρωση με την Πλατεία Γαριβάλδη ].