Η ανατροπή

P
Ρωμανός Γεροδήμος

Η ανατροπή

Αυτές τις ημέρες τυχαίνει να διαβάζω εφημερίδες του Οκτωβρίου 2015. (Ως ψυχαναγκαστικός καταναλωτής επικαιρότητας, κρατάω τεφτέρι με αδιάβαστα φύλλα Καθημερινής και Βήματος). Προεκλογική περίοδος για τις εσωκομματικές της ΝΔ. Οι πάντες μιλάνε για τις κόντρες Μεϊμαράκη-Τζιτζικώστα-Άδωνι, τη στάση της Ντόρας Μπακογιάννη, τον ρόλο του Σαμαρά. Ο Κυριάκος στα ψιλά γράμματα, στην τελευταία παράγραφο.

Όσο διαβάζω αυτά· και όσο ακούω τα podcasts του Ντέϊβιντ Άξελροντ (ο στενότερος σύμβουλος του Ομπάμα καθ’ όλη τη διάρκεια της πολιτικής του καριέρας) με τη Σαμάνθα Πάουερ και άλλους συνεργάτες του, που έζησαν από κοντά την απίστευτη, against-all-odds («οργανική» την ονομάζουν οι ίδιοι) εκστρατεία του Ομπάμα· και όσο θυμάμαι τη σχεδόν κατανυκτική ατμόσφαιρα ήρεμης αποφασιστικότητας όσων ήταν εκεί και ψήφισαν στον 1ο γύρο τον Δεκέμβριο του 2015· τόσο σκέφτομαι ότι η καμπάνια του Κυριάκου Μητσοτάκη πέτυχε γιατί έδωσε κατεύθυνση και διέξοδο σε μία κρίσιμη κοινωνική μάζα, αλλά κυρίως γιατί «ιδιοποιήθηκε» το αφήγημα της ανατροπής και του αουτσάιντερ: το θράσος της ελπίδας (The Audacity of Hope ήταν ο τίτλος του βιβλίου του Μπαράκ Ομπάμα, που συνόψισε και επικοινώνησε το κεντρικό του μήνυμα).

Σε πολιτικά συστήματα που βρίσκονται σε κρίση, απαξίωση ή κόπωση, το αφήγημα της ανατροπής από το αουτσάιντερ —από έναν παίκτη εκτός συστήματος ή σε απόσταση από τον πυρήνα του συστήματος— αποκτά από μόνο του (και συχνά ασχέτως της ουσιαστικής του αξίας) κρίσιμη δυναμική. Το αουτσάιντερ κερδίζει γιατί εκφράζει όσους —και είναι πλέον πολλοί— δεν βλέπουν τον εαυτό τους ως ενσωματωμένο μέρος ενός λειτουργικού συστήματος (ενδεχομένως κουτσά-στραβά λειτουργικού, πάντως σε κάθε περίπτωση σταθερού και λειτουργικού), αλλά ως παράπλευρη απώλεια ή παραγκωνισμένο θύμα ενός προβληματικού συστήματος που ενδεχομένως καταρρέει. Το κατά πόσον το σύστημα αυτό είναι όντως προβληματικό ή καταρρέει, και το κατά πόσον αυτοί οι ίδιοι οι πολίτες —είτε ατομικά, είτε συλλογικά— φέρουν την ευθύνη για την κατάσταση του συστήματος και των ίδιων είναι πολύ ενδιαφέρουσες ερωτήσεις που θέτει η βιβλιογραφία για τον λαϊκισμό. Οι ερωτήσεις αυτές δεν έχουν όμως καμία σημασία στη συγκεκριμένη πολιτική εξίσωση. Το πολιτικό αποτέλεσμα είναι ότι αυτός που καταφέρνει να οικειοποιηθεί το αφήγημα της ανατροπής κερδίζει.

Κατά μία έννοια ακριβώς αυτό έγινε τόσο με το Brexit, όσο και με την εκλογή Τραμπ: κέρδισαν το αουτσάιντερ και όσοι ταυτίστηκαν με αυτό. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η Μαρίν Λε Πεν έχει ρεαλιστικές πιθανότητες να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές στη Γαλλία· και γι’ αυτό ο μόνος που μπορεί να της στερήσει —για την ακρίβεια, να της κλέψει— το αφήγημα της ανατροπής είναι ένας ακόμη πιο αποστασιοποιημένος αουτσάιντερ: ο 39χρονος Εμμανουέλ Μακρόν, που δεν στηρίζεται καν από παραδοσιακό κομματικό μηχανισμό.

Τι σημαίνουν όλα αυτά για την Ελλάδα; Η θεμελιώδης διαφορά του ελληνικού πολιτικού συστήματος από τα παραδείγματα που ανέφερα είναι ότι η επικράτηση σε μία εσωκομματική εκλογή δεν ταυτίζεται χρονικά με την τελική πολιτική μάχη, η οποία μπορεί να καθυστερήσει για χρόνια. Επομένως, με κάθε μήνα που περνά το αφήγημα του Κυριάκου Μητσοτάκη ως του αουτσάιντερ που πέτυχε την ανατροπή —ένα εξαιρετικά ισχυρό και επιδραστικό πολιτικό αφήγημα— κινδυνεύει να χάσει τη δυναμική και την ουσία του, πολύ περισσότερο δεδομένου ότι μιλάμε για τον πρώτο (και μόνο, πλέον, εναπομείναντα) κομματικό πυλώνα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας: τη Νέα Δημοκρατία. Το αφήγημα αυτό είναι υπερβολικά πολύτιμο για να εγκαταλειφθεί στον εφησυχασμό της εσωκομματικής επικράτησης και των καλών δημοσκοπήσεων. Κάθε αουτσάιντερ που γίνεται μέρος του συστήματος —πριν όμως πετύχει τον τελικό του στόχο και αποκτήσει την πολιτική κυριαρχία— είναι ευάλωτο σε ανταγωνιστικά, ακόμη πιο ριζοσπαστικά, αφηγήματα ανατροπής. Εκτός αυτού, η δυναμική της ανατροπής είναι απαραίτητη γιατί δημιουργεί το «καύσιμο» με το οποίο θα κινητοποιηθεί και θα κυβερνηθεί μία ολόκληρη χώρα: την εντολή και νομιμοποίηση που χρειάζεται για να ξεπεράσει τα εμπόδια η κυβέρνηση την επόμενη μέρα. Όσο περισσότεροι πολίτες, πολιτευτές και συνεργάτες επενδύουν συναισθηματικά σε αυτό το αφήγημα, τόσο μεγαλύτερο περιθώριο κινήσεων έχει ο ηγέτης.

Αν και έχουμε συνηθίσει να συσχετίζουμε τα αουτσάιντερ με τον λαϊκισμό, η ανατροπή δεν προϋποθέτει απαραιτήτως λαϊκισμό. Ασφαλώς το να θέσεις μία μεγάλη μάζα (αυτο)θυματοποιημένων ψηφοφόρων προ των ευθυνών τους σε ένα ήδη απαξιωμένο σύστημα συνιστά επικίνδυνη αποστολή. Το καλό με την ευθύνη όμως είναι ότι δεν έχει μόνο αρνητικό πρόσημο (δηλαδή την ενοχή), αλλά και θετικό: την ισχύ. Εάν φταις γιατί το σύστημα είναι έτσι, τότε αυτό σημαίνει ότι έχεις και τη δυνατότητα να το αλλάξεις. Ο Κένεντι του 1960, ο Κλίντον το 1992, ο Σημίτης του 1996, ο Ομπάμα το 2008, πέτυχαν την ανατροπή ως αουτσάιντερ χωρίς να δαιμονοποιήσουν την άλλη πλευρά· χωρίς να φοβίσουν· χωρίς να διχάσουν· χωρίς να απαξιώσουν το ίδιο το σύστημα. Αυτό που έκαναν ήταν να ενσωματώσουν, να εκφράσουν αλλά και να συνδιαμορφώσουν ένα κοινωνικό αίτημα που προϋπήρχε ή που σιγόβραζε στην κοινωνία, την οποία κάλεσαν να συμμετάσχει ενεργά στην πραγματοποίηση του οράματος τους. Παρόλο που η απόρριψη του υπαρκτού και κυρίαρχου κέντρου εξουσίας ήταν σαφής, το βασικό μήνυμα ήταν η ελπίδα και η αισιοδοξία για κάτι διαφορετικό.

Από τον πυρήνα αυτού του διαφορετικού ξεκινά η πολιτική ανατροπή· και στην ουσία αυτού του διαφορετικού πρέπει πάντα να επιστρέφει και να αναφέρεται.