Η ανατροπή που δεν έγινε κατανοητή

P
Στέφανος Καβαλλιεράκης

Η ανατροπή που δεν έγινε κατανοητή

Άκουγα πρόσφατα μια συνέντευξη του διευθυντή τού έως τώρα Βήματος Α. Καρακούση, ο οποίος εξηγούσε τις νέες συνθήκες μετά τη χρεοκοπία της παλιάς κατάστασης στον ΔΟΛ και το μεταβατικό στάδιο μέχρι τη νέα κατάσταση. Αν και ακουγόταν αρκετά βαρύς και δύσθυμος, λογικά από τη μεγάλη ταλαιπωρία που σίγουρα είχε υποστεί, φρόντισε να υπογραμμίσει όσο πιο εμφατικά μπορούσε ότι και το νέο έντυπο θα κινείται και πάλι «στον χώρο της Δημοκρατικής Παράταξης».

Οδηγούσα και κοίταξα προσεκτικά το ημερολόγιο του αυτοκινήτου. Βεβαιώθηκα ότι έγραφε 2017, ούτε 2007, ούτε 1997. Επιτάχυνα, ενώ παράλληλα έκλεισα το ραδιόφωνο.

Ως ιστορικός, μου αρέσουν οι περιοδολογήσεις και οι μεγάλες αφηγήσεις με εσωτερικές υποδιαιρέσεις και τεκμηρίωση της έναρξης και της λήξης των φάσεων. Εάν, ας πούμε, έγραφα μια ιστορία της Μεταπολίτευσης, θα ήταν από το 1974 έως το 2009 με τρεις φάσεις: 74-81, 81-93, 93-2009.

Το 2009 όμως σίγουρα θα ήταν το σημείο έναρξης μιας νέας ιστορικής περιόδου. Η στιγμή της εμφάνισης του πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου στο Καστελόριζο και η έναρξη της Μνημονιακής Περιόδου ήταν μια ολοκαίνουρια περίοδος της Ελληνικής Δημοκρατίας που ίσως όμοιά της δεν είχε ξαναζήσει. Η έναρξη αυτής της περιόδου δεν είχε μόνο οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες αλλά και βαθιά πολιτικές και εκλογικές. Η πρώτη και σημαντικότερη από αυτές τις τελευταίες: το κόμμα που θα εξέφραζε τη Δημοκρατική Παράταξη κατά μείζονα λόγο, όπως αυτή είχε τεκμηριωθεί στο πεδίο, δεν θα ήταν πλέον το ΠΑΣΟΚ αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ. Είχε πια την εκλογική αλλά και στελεχιακή νομιμοποίηση.

Δεν είναι μια αλλαγή που δεν είχε ξανασυμβεί στο παρελθόν. Η Ένωση Κέντρου απορρόφησε τους Φιλελεύθερους και το ΠΑΣΟΚ την Ένωση Κέντρου. Τώρα ήταν η σειρά του ΣΥΡΙΖΑ να απορροφήσει το ΠΑΣΟΚ. Όλες οι μεταβάσεις αυτές στη Δημοκρατική Παράταξη γίνονταν πάντα με ριζοσπαστικό πρόσημο, εξ ου και υπήρχαν και απώλειες συχνά προς τη Δεξιά, που της προσέδιδαν έτσι και έναν κεντρώο χαρακτήρα δικαιολογώντας τον όρο Κεντροδεξιά.

(Για να το εξηγήσω και λίγο από τα Δεξιά. Σκεφτείτε εάν ο Καμμένος έπαιρνε 35% και η ΝΔ 7%. Κάτι τέτοιο δεν έγινε, παρότι το σενάριο πριμοδοτήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ στην αρχή της συνεργασίας τους με πολλές δηλώσεις στελεχών του, κυρίως λόγω της μεγαλύτερης θεσμικής μνήμης της ΝΔ αλλά και του βουλευτοκεντρικού της χαρακτήρα).

Ούτε λίγο ούτε πολύ, χωρίς μάλλον να το εννοεί, ο διευθυντής του Βήματος είπε ότι και η νέα εφημερίδα θα στηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν εννοούσε αυτό μάλλον, αλλά καταλαβαίνουμε όλοι τη δυσκολία αντίληψης και κατανόησης της νέας ιστορικής περιόδου. Στην πραγματικότητα, η ελπίδα του είναι η επιστροφή με έναν μαγικό τρόπο στην προ Μνημονίου εποχή και πολιτική τάξη — κάτι όμως που δεν γίνεται.

Η μετάβαση αυτή είχε γίνει, είναι η αλήθεια, αντιληπτή από κάποιους διανοούμενους της Δημοκρατικής Παράταξης αρκετά προβεβλημένους στα «χρόνια της ευημερίας», που προσπάθησαν να ρίξουν —αρκετά άγαρμπα και όχι με μικρή δόση ιδιοτέλειας— γέφυρες στη νέα ισχυρή εκπροσώπηση της Δημοκρατικής Παράταξης, κάτι που βέβαια προκάλεσε και έντονες αντιδράσεις. Τελικά η προσπάθεια τους απέτυχε, καθώς βασικά ο νέος κλειδοκράτορας δεν τους ήθελε.

O Νέλσον Μαντέλα έλεγε στον λαό του ότι ελπίζει οι αλλαγές να αντανακλούν τις ελπίδες τους και όχι τους φόβους τους. Το 2012, η πολιτική αλλαγή που ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε το 2015 στηρίχτηκε προφανώς σε μια ψεύτικη ελπίδα της ανατροπής μιας κατάστασης. Αυτό το νέο status quo που δημιουργήθηκε δεν θα ανατραπεί μόνο με τον φόβο ή με την παροχή άλλης μιας ψεύτικης ελπίδας για επιστροφή σε ένα παρελθόν ευημερίας της «παλιάς τάξης».

Οι λύσεις και τα οράματα ακόμα και στις πιο δύσκολες εποχές ήταν προς τα μπροστά και όχι προς τα πίσω — και αυτό θα πρέπει να είναι και το μήνυμα της Αντιπολίτευσης.