Η «ανωμαλία» της ελευθερίας

P
Το ελληνάκι

Η «ανωμαλία» της ελευθερίας

Στην ερώτηση, «Πού τοποθετείσαι πολιτικά;» έχω μία δυσκολία να απαντήσω, δεδομένου ότι οι πολιτικές αντιλήψεις είναι συνήθως ένα σύνθετο και πολυεπίπεδο στοιχείο που δύσκολα μπαίνει στα συνήθη αναχρονιστικά καλούπια. Έτσι, για να μην το κουράζω και πολύ, αυτοπροσδιορίζομαι ως φιλελεύθερος, δηλαδή ως άτομο που στηρίζει τις πολιτικές υπέρ της ελευθερίας και των ατομικών δικαιωμάτων του ανθρώπου μέχρι το σημείο όπου ξεκινούν η ελευθερία και τα ατομικά δικαιώματα του συνανθρώπου.

Η πολιτική αυτή αντίληψη δεν προέκυψε από κάποια πολιτική νεολαία, ή μελετώντας τους «γκουρού» του φιλελευθερισμού στα βιβλία ή και στο διαδίκτυο. Είναι απλώς ο εναρμονισμός της προσωπικής μου στάσης απέναντι στους άλλους ανθρώπους εντός του πλαισίου της πολιτικής. Και αυτό, πολλές φορές, μου δημιουργεί δυσκολίες στο να αντιληφθώ τον τρόπο λειτουργίας των ανελεύθερων, μη-ελεύθερων νοοτροπιών που είναι διάχυτες στη χώρα.

Για παράδειγμα, μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση το εύρος και το μέγεθος των αντιδράσεων απέναντι στο Σύμφωνο Συμβίωσης που περιλάμβανε και τα ομόφυλα ζευγάρια, διότι δεν μπορούσα να αντιληφθώ την πυρηνική αιτία αυτής της αντίδρασης. Εντάξει, η Εκκλησία, πες, ζει στη δική της ψυχωτική διάσταση, αλλά οι υπόλοιποι; Οι συνάνθρωποι; Γιατί τόσο μένος για το τι κάνει ο καθένας στο κρεβάτι του; Προς τι όλη αυτή η επαναλαμβανόμενη καχυποψία απέναντι στους άλλους; Νιώθεις ήδη ανώτερος απέναντι σε οποιονδήποτε, οπότε δικαιούσαι να αντιδράς στο σενάριο να αποκτήσει ίσα δικαιώματα με σένα; Στα social media διακινήθηκε πολύ μία εικόνα (με πολύ ωραία χρυσαυγίτικη χροιά) που έγραφε: «Ο σεβασμός στη διαφορετικότητα δεν μας υποχρεώνει να ανεχόμαστε την ανωμαλία». Με πόση ευκολία και με τι στοιχεία χρησιμοποιείται η ταμπέλα της «ανωμαλίας»; Ανωμαλία σε σχέση με ποια «ομαλή» κατάσταση; Υπάρχει ο ομαλός έρωτας και ο ανώμαλος που όχι μόνο διαχωρίζεται, αλλά αποτελεί και αρνητικό στοιχείο για την υπόλοιπη κοινωνία; Υπάρχει ανώμαλος τρόπος να ερωτευτείς και να αγαπήσεις έναν άλλον άνθρωπο και δεν το ξέραμε;

Αυτές οι παιδαριώδεις απορίες —παιδαριώδεις στο σκεπτικό ολίγων, ας μη γελιόμαστε— επί της ουσίας δεν έχουν σοβαρή απάντηση, με τον ίδιο τρόπο που δεν υπάρχει σοβαρή απάντηση στην ερώτηση, «Γιατί σε ενδιαφέρει σε ποιον Θεό πιστεύει ο γείτονας;» Ο λόγος όμως που τελικά η κοινωνία μας είναι πραγματικά περίεργη, περίεργη σε κουτσομπολίστικο επίπεδο, και αντιμετωπίζει με μεγάλη καχυποψία, και εντέλει εχθρικότητα, τη διαφορετικότητα στη θρησκεία, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την πολιτική ιδεολογία κλπ., είναι και ο λόγος που διαμορφώνει μία συντηρητική, κλειστοφοβική κοινωνία που έχει ανάγκη τον «πεφωτισμένο» ηγέτη ή ιερέα για να την καθοδηγεί.

Η ανελεύθερη κοινωνία αρνείται πεισματικά την ελευθερία, γιατί πολλοί, πάρα πολλοί, δεν αντέχουν να είναι ελεύθεροι. Θέλουν διαρκή, αυστηρά πλαίσια: λειτουργίας, ηθικής, επιβίωσης, ακόμα και ορθού τρόπου σύναψης ερωτικών σχέσεων. Το ανελεύθερο άτομο, από την άλλη, ασχολείται με τον διπλανό του. Τον κρίνει, τον μετρά και τον ελέγχει, προσπαθώντας να αναβαθμίσει τη σημασία της δικής του ύπαρξης, για να υποβαθμίσει την ύπαρξη του άλλου. Εκφράζει με κάθε τρόπο τον φόβο της ατομικής του υπόστασης, απειλώντας την ατομική υπόσταση του άλλου. Εξ ου και το συνθετικό «-φοβία». Διότι μιλάμε για εχθρικότητα που πηγάζει από έναν αόριστο, σκοτεινό, συγκεχυμένο φόβο προς το διαφορετικό.

Πριν πολλά χρόνια, είχα βρεθεί σε ένα αντιρατσιστικό φεστιβάλ, και στην είσοδο του χώρου υπήρχε ένα μεγάλο πανό που έγραφε, «Ο ρατσισμός γεννά τον φόβο». Βρήκα έναν τύπο της οργανωτικής επιτροπής και του λέω: «Ανάποδα το γράψατε. Ο φόβος γεννά τον ρατσισμό». Με κοίταξε καλά-καλά, κούνησε το κεφάλι του και είπε, «Κι έτσι να είναι, αυτό τώρα τι να το κάνουμε; Να το πετάξουμε;»

Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι δεν έχουν όλοι την ωριμότητα ή την παιδεία, ή συχνά και τα δύο, για να αναγνωρίσουν τους εσωτερικούς φόβους που τους μετατρέπουν σε ρατσιστές. Και, φυσικά, η παιδεία στην Ελλάδα πάντα σχεδιάζεται κεντρικά και διαμορφώνεται με αυστηρώς πολιτικά κριτήρια, οπότε η έννοια της διαφορετικότητας και της στοιχειώδους ανεκτικότητας, θα έπρεπε πρώτα να περάσει από τα εκάστοτε πολιτικά φίλτρα προτού αποτελέσει διδακτέα ύλη στα σχολεία, πόσο δε μάλλον κοινή πολιτική στάση.

Ιστορικά και διαχρονικά, τα ανθρώπινα δικαιώματα κατακτήθηκαν, αναπτύχθηκαν και συνεχίζουν να αναπτύσσονται μόνο σε φιλελεύθερες κοινωνίες. Είτε επειδή έφτανε η στιγμή που ήταν κοινωνική ανάγκη, είτε επειδή υπήρχε ισχυρή πολιτική και νομική βούληση, ικανή να σπάσει τα επικρατούντα ταμπού της κοινωνίας. Στην Ελλάδα, ζούμε σε μία ανελεύθερη κοινωνία στην οποία επιβάλλονται φιλελεύθερα νομικά πλαίσια από την Ευρώπη και με τα χίλια ζόρια υπερψηφίζονται από την ελληνική Βουλή, λόγω ισχυρών πιέσεων (και, συχνά, λόγω επιβολής υπέρογκων —και καθ’ όλα νόμιμων και δίκαιων— προστίμων εάν δεν συμμορφωθούμε, όπως έγινε και με το Σύμφωνο Συμβίωσης). Αυτό, σε κεντρικό, πολιτικό, επίπεδο είναι ενδεχομένως κάτι θεμιτό. Σε κοινωνικό όμως, απαιτεί ακόμα αρκετές ζυμώσεις. Κυρίως σε ατομική βάση: στο τι θεωρεί ο καθένας σεβασμό στη διαφορετικότητα και για ποιο λόγο εντέλει αυτή η διαφορετικότητα είναι αναπτυξιακός παράγοντας σε κάθε τομή της κοινωνικής ζωής — και γιατί θα έπρεπε να αποτελεί de facto πανανθρώπινο στοιχείο. Όχι επειδή μας επιβάλλεται, όχι επειδή «έτσι πρέπει», αλλά επειδή έτσι είναι — και επειδή η αλήθεια μάς συμφέρει. Όλους.