Η Αόρατη Βιβλιοθήκη
Είτε περιέχει τα δύο μόνο βιβλία της πρώτης, και τελευταίας, βιβλιοθήκης του Βαρλάμ Σαλάμοφ είτε τους τριάντα χιλιάδες τόμους εκείνης του Αλμπέρτο Μανγκέλ, που θα είναι βέβαια σήμερα πολύ περισσότεροι, είτε τα παραδόξως μόλις πεντακόσια βιβλία της βιβλιοθήκης του Μπόρχες, κάθε ιδιωτική βιβλιοθήκη κρύβει μέσα της ακόμη μία, αόρατη αυτή, με άλλους τόσους τόμους, που όμως μόνο στα μάτια, ή στο μυαλό, του ιδιοκτήτη της γίνονται συνήθως αντιληπτοί.
Για τον Βρετανό κριτικό λογοτεχνίας Στιούαρτ Κέλι, για να ξεκινήσουμε από αυτόν, η Αόρατη Βιβλιοθήκη περιλαμβάνει, κυρίως, τα βιβλία εκείνα που ο ίδιος ονομάζει «χαμένα βιβλία». Είναι όλα αυτά που, ενώ γνωρίζουμε την ύπαρξή τους, δεν μπορούμε να τα διαβάσουμε, είτε γιατί δεν επιβίωσαν στο πέρασμα του χρόνου (στο πέρασμα των χιλιετιών, σε ορισμένες περιπτώσεις) είτε επειδή οι ίδιοι οι συγγραφείς τους τελικά τα κατέστρεψαν ή δεν τα έγραψαν καν — παρόλο που είχαν την πρόθεση να το κάνουν, και ενδεχομένως τα σχεδίασαν και ξεκίνησαν ακόμα τη συγγραφή τους, μα χωρίς ποτέ να την προχωρήσουν αρκετά.
Οι χαμένες τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, τα ποιήματα της Σαπφώς και του Αρχίλοχου, των οποίων μόνο λιγοστά αλλά θαυμαστά αποσπάσματα έχουν φτάσει ώς εμάς, το δεύτερο βιβλίο της «Ποιητικής» του Αριστοτέλη που πραγματεύεται την κωμωδία και τον ίαμβο, και το «Περί ανέμων» του Καλλίμαχου, είναι μερικά μόνο από τα έργα γνωστών μας αρχαίων συγγραφέων που έχουν χαθεί οριστικά. Κι αν για το χαμένο δεύτερο βιβλίο της «Ποιητικής» μάς αποζημιώνει, ίσως, το «Όνομα του ρόδου» του Έκο, η υπόθεση του οποίου βασίζεται ακριβώς σε αυτή την εξαφάνιση, για τα πολύ περισσότερα έργα εκείνων των συγγραφέων που μόνο ως ονόματα τους γνωρίζουμε, ενώ τα βιβλία τους δεν επέζησαν, δεν υπάρχει καμία παρηγοριά.
Ο Αθηναίος Αγάθων, για παράδειγμα, είναι ένας από αυτούς: τραγικός ποιητής σχετιζόμενος με τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Ευριπίδη και τον Αριστοφάνη. Στο δικό του σπίτι διοργανώνεται το περίφημο συμπόσιο που μας αφηγείται ο Πλάτων στον ομώνυμο διάλογό του, ενώ ο Αριστοτέλης κατακρίνει ορισμένες από τις τολμηρές ποιητικές του καινοτομίες. Είναι, επίσης, ο μοναδικός ποιητής των αρχαίων χρόνων που έγραψε τραγωδία με δικής του επινόησης πλοκή, που να μη βασίζεται δηλαδή σε ήδη γνωστά μυθικά περιστατικά και πρόσωπα. Μα, φευ, δεν γνωρίζουμε παρά μόνο τον τίτλο της, «Ανθεύς», και δυο-τρεις ακόμη στίχους από το υπόλοιπο έργο του εκπληκτικού, καθώς φαίνεται, αυτού συγγραφέα. Μια τελεσίδικη απουσία από κάθε βιβλιοθήκη και μια διαρκής πληγή για κάθε αναγνώστη, ακόμα και αν δεν την αντιλαμβανόμαστε πάντοτε ως τέτοια.
Στα ράφια της ίδιας αυτής Αόρατης Βιβλιοθήκης δεν βρίσκουμε μόνο τους αρχαίους συγγραφείς που θα μείνουν για πάντα απρόσιτοι σε μας — αν και, εδώ που τα λέμε, οι περισσότεροι βιβλιόφιλοι που γνωρίζω ελπίζουν πως η εφεύρεση μιας μηχανής του χρόνου, σαν αυτής που σε τόσα αγαπημένα μας βιβλία έχουμε συναντήσει, είναι πράγματι δυνατή. Στην ίδια, λοιπόν, αυτή βιβλιοθήκη υπάρχει επίσης το «Αγάπης αγώνας γόνιμος» και ο «Καρδένιο» του Σαίξπηρ, με υπόθεση παρμένη από τον «Δον Κιχώτη». Εκεί φιλοξενείται ακόμα το μυθιστόρημα με τον προσωρινό τίτλο «Διπλή έκθεση» που έγραφε η Σύλβια Πλαθ το 1962-63, όπως και ο δεύτερος τόμος της αυτοβιογραφίας του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ «Μίλησε, Αμερική», ή «Πες κι άλλα, Μνήμη». Εκεί και η «Σπείρα» του Φλομπέρ, «ένα μεγάλο, φανταστικό, μεταφυσικό, αποκαλυπτικό μυθιστόρημα που προέβαλλε την άποψη πως η ευτυχία υπάρχει μόνο στη φαντασία», όπου δηλαδή συνεχίζουν τη ζωή τους και όλα τα οριστικώς απολεσθέντα βιβλία της παγκόσμιας Αόρατης Βιβλιοθήκης.
Αλλά και το ελληνικό τμήμα αυτής της βιβλιοθήκης δεν υπολείπεται, δυστυχώς, σε διαφυγόντα κέρδη. Εκεί βρίσκεται το «Ο Καρυωτάκης ακόμη νωπός» και η «Γερμανική σκιά» του Νίκου Καρούζου, το «Τραγούδι του Καραϊσκάκη» του Κωστή Παλαμά και ο «Ανδρούτσος» του Νίκου Εγγονόπουλου, ο «Άνθρωπος από τη Βιέννη» του Ηλία Λάγιου, ο «Τρίτος Φάουστ» και ο «Ακρίτας» του Νίκου Καζαντζάκη (ο οποίος είναι ο αδιαμφισβήτητος ρέκορντμαν των χαμένων βιβλίων στη γλώσσα μας). Εκεί ακόμα θα συναντούσαμε, αν είχαν γραφτεί και σωθεί, το «Ο Μεν, ο Δε και ο κος Λόβενθαλ» του Νίκου Καχτίτση, τα δεκάδες ποιήματα της «Εκλογής Γ΄» του Τ. Κ. Παπατσώνη, το «Κολακείας εγκώμιον» του Φώτη Κόντογλου, τον «Πλήθωνα» του Άγγελου Σικελιανού, το «Πολιτικό λεξικό» και τα «Φλοράδικα» κι ένα σωρό άλλα του Ηλία Πετρόπουλου, τη μελέτη του Νικόλαου Κάλας για τον Ιερώνυμο Μπος και, γιατί όχι, τις «Εντυπώσεις ενός πνιγμένου» του Κώστα Καρυωτάκη.
Αυτός ο τομέας της Αόρατης Βιβλιοθήκης αποτελεί το δημόσιο, κατά κάποιον τρόπο, τμήμα της. Είναι τα χαμένα βιβλία που οι περισσότεροι αναγνώστες τα βλέπουν όταν χαζεύουν μπροστά στα ράφια της προσωπικής τους βιβλιοθήκης, πνίγοντας ένα λυγμό βαθιά μες στο στήθος τους. Υπάρχουν όμως άλλα τόσα βιβλία που κανείς άλλος εκτός από τους ίδιους δεν μπορεί να τα δει. Αυτά βρίσκονται στη δική μας Αόρατη Βιβλιοθήκη. Εκεί, για παράδειγμα, κατοικούν τα βιβλία των παιδικών μας χρόνων που η άφρων και βιαστική εφηβεία μάς έσπρωξε να τα χαρίσουμε ή να τα πετάξουμε. Ακόμα και αν έχω αγοράσει νέες εκδόσεις των μυθιστορημάτων του Ιουλίου Βερν και του Τσαρλς Ντίκενς, που τόσο αγαπούσα, ακόμα και αν έχω αγοράσει (δέκα φορές!) τις «Περιπέτειες του Τομ Σόγερ» ή τον «Ροβινσόνα Κρούσο», δεν είναι όμως, ούτε θα γίνουν ποτέ, τα ίδια βιβλία που διάβαζα όταν ήμουν δέκα και δώδεκα χρονών. Πόσο μάλλον εκείνα που δεν τα απέκτησα ξανά, τον «Πόλεμο της φωτιάς» και τον «Γιο της γης», το «Χωρίς οικογένεια» και τους «Τρεις σωματοφύλακες», και πόσα ακόμα που κάθε τόσο νομίζω πως τα διακρίνω στριμωγμένα πίσω από τα άλλα βιβλία της βιβλιοθήκης μου — αλλά αυτά δεν είναι εκεί.
Στην Αόρατη Βιβλιοθήκη μου κρατώ επίσης τα βιβλία εκείνα που έχω δανείσει και που ποτέ δεν μου επιστράφηκαν, όπως και εκείνα που έχω απευθείας χαρίσει και που δεν θέλησα ή δεν μπόρεσα ακόμα να τα ξαναγοράσω. Κάποτε, όταν τα θυμάμαι ή τα συναντώ σε ένα βιβλιοπωλείο και τα πιάνω στα χέρια μου, μου γνέφουν με παράπονο· άλλοτε μου στρέφουν τη ράχη τους με θυμό, καμιά φορά τα ξεφυλλίζω νοερά και θυμάμαι τα σημάδια του κορμιού τους, τη μυρωδιά τους όταν έχωνα τη μύτη μου βαθιά μέσα τους, τις μέρες και τις νύχτες που πέρασα διαβάζοντάς τα, την παλιά τους θέση στην υλική βιβλιοθήκη μου, πριν μετακινηθούν δηλαδή στην Αόρατη. Συχνά όμως χαμογελάω καθώς τα σκέφτομαι τώρα στο καινούριο τους σπίτι, ανάμεσα σε διαφορετικά βιβλία και σε άλλες μυρωδιές, ή καθώς θυμάμαι τη χαρά του νέου τους κατόχου μόλις τα κράτησε στα χέρια του. Ντρέπομαι κάποτε, αλλά με ηδονή, όταν αναλογίζομαι τα μυστικά μου που θα του αποκαλύψουν όταν θα τα διαβάζει και θα συναντά τις σημειώσεις μου ή θα μαντεύει τις σκέψεις μου. Είτε έτσι είτε αλλιώς, πάντως, δεν έχουν απομακρυνθεί ποτέ από την Αόρατη Βιβλιοθήκη μου.
Εκεί κοντά τους, ή λίγο πιο μακριά, βρίσκονται και όλα εκείνα τα βιβλία που ποτέ δεν τα απέκτησα και, συνεπώς, ποτέ δεν κατέλαβαν χώρο στην ξύλινη βιβλιοθήκη μου, αλλά δεν λείπουν από την προσωπική μου Αόρατη Βιβλιοθήκη. Είναι τα κλασικά, κατά βάσιν, βιβλία που, ενώ δεν τα έχω στην κατοχή μου, θεωρώ βέβαιο πως κάποια στιγμή στο μέλλον θα τα αποκτήσω και θα τα διαβάσω, ή έστω θα τα ξεφυλλίσω ενδελεχώς. Τα βιβλία εκείνα που ελπίζω πως όποτε θελήσω θα μπορέσω να τα βρω, οπότε είναι λίγο σαν ήδη να τα βλέπω στα ράφια μου, το «Πόλεμος και ειρήνη» του Τολστόι, ο «Χαμένος Παράδεισος» του Τζον Μίλτον, ο «Πατέρας» και η «Δεσποινίς Τζούλια» του Στρίντμπεργκ, ο «Αποχαιρετισμός σε όλα αυτά» του Ρόμπερτ Γκρέιβς, είναι μερικά μόνο που, μαζί με όλα τα υπόλοιπα, συγκροτούν μια βιβλιοθήκη αόρατη μεν πλην άλλο τόσο υπαρκτή για μένα, και για τον καθένα μας, όσο και εκείνη που γέρνει από το βάρος των πραγματικών μου βιβλίων εδώ γύρω μου.
Δεν είμαι βέβαιος ποια από τις δύο αποκαλύπτει περισσότερα για το ποιος είμαι ως αναγνώστης και ως άνθρωπος.
[ Φωτογραφία: ο Alberto Manguel στη βιβλιοθήκη του ].