Η απέναντι όχθη
Στην απέναντι όχθη ξεκινά ένας αλλιώτικος τόπος. Το βλέπεις από τα πρώτα χιλιόμετρα του δρόμου, χειρότερα συντηρημένου και με λιγότερη τάξη στις κυκλοφοριακές ρυθμίσεις από τον κροατικό· από τις πινακίδες και επιγραφές με το κυριλλικό αλφάβητο και τις τεράστιες σημαίες του ομόσπονδου κράτους· από το αυτόματο μηχάνημα της τράπεζας με μόνο δύο επιλογές γλώσσας στο μενού: από πάνω, η παγκόσμια lingua franca, τα αγγλικά, κι από κάτω, η τοπική lingua franca, η γλώσσα με τα τέσσερα ονόματα που για λόγους συντομίας και αποφυγής παρεξηγήσεων αναγράφεται, απλά, ως λοκάλνα.
Ντόπικα, που λέγανε στην ελληνική Μακεδονία, πάλι για συντομία και αποφυγή παρεξηγήσεων. Ή αποφυγή γενικώς, όπως ήταν το πρέπον τότε που προείχε να κλείσουν πληγές, σε μια κοινωνία που δέχτηκε περιορισμούς αλλά και υπερθεμάτιζε. Ψιλά γράμματα τότε, αλλά και σήμερα, οι λεπτές διαφορές. Πόσο δύσκολο θα ήταν να αποδεχόμασταν στα καθ’ ημάς δυο διαφορετικούς όρους για το επίμαχο γλωσσικό αλλά και εθν(οτ)ικό επίθετο; Να λέγαμε μακεδονικό ό,τι αναφέρεται στην ελληνική Μακεδονία και μακεδονίτικο το σλαβικό, ως διαφορετικές εκδοχές του αγγλικού “Macedonian”;
Τέτοια υποθετικά ερωτήματα μάλλον θα μείνουν ρητορικά στη χώρα μας. Στη Βοσνία πάντως —τη χώρα στην απέναντι όχθη του Σάβου και των παραποτάμων του— εφαρμόζεται στην πράξη μια αντίστοιχη διαφοροποίηση στο εθνικό επίθετο, που για εμάς είναι απλά γνωστό ως «Βόσνιος». Μπόσνιακ λέγεται ο μουσουλμάνος το θρήσκευμα Βόσνιος, ενώ Μποσάνατς λέγεται ο καταγόμενος από τη Βοσνία, ανεξαρτήτως εθνικών και θρησκευτικών καταβολών. Το Μπόσνιακ διαδόθηκε και στα αγγλικά μετά τη δεκαετία του ’90 ως δηλωτικό μιας αναδυόμενης ταυτότητας — και ως όρος χρησιμοποιείται έκτοτε με συνέπεια και σοβαρότητα. Ο Μποσάνατς, πάλι, παρέμεινε αντικείμενο περιπαικτικών ανεκδότων στις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας, όπως αυτό με το ραντεβού του για φαγητό με μια Δαλματή. Θα παραγγείλω ντάγκνιε, λέει η κοπέλα — μύδια. Δεν τα λένε ντάγκνιε, αλλά γιάγκνιε, τη διορθώνει εκείνος — αρνιά.
Το κρέας —αρνίσιο ή άλλο— έχει κεντρική θέση στη βοσνιακή κουζίνα, στην οποία συναντάμε μεταξύ άλλων και πολλές συνταγές με γνώριμα σε εμάς ονόματα — όπως το γιουβέτσι / «τζούβετς», ο κεφτές / «τσουφτέ», ο τραχανάς / «ταρχανά», μέχρι και η ταπεινή παπάρα / «ποπάρα». Η μακραίωνη οθωμανική παρουσία άφησε το στίγμα της σε φαγητά, γλυκά, ποτά και φυσικά στον παραδοσιακό καφέ. Και σε πολλά ακόμη, όπως μαρτυρούν τοπωνύμια, λέξεις, ενδυμασίες — και το χαρακτηριστικότερο ίσως συστατικό του τοπίου τής απέναντι όχθης: οι μιναρέδες.
Στη Βοσνία βρίσκονται τα δυτικότερα μουσουλμανικά χωριά της Ευρώπης, σε ελάχιστη απόσταση από το Ζάγκρεμπ και τη, σχεδόν αμιγώς, χριστιανική Κροατία. Σε αντίθεση με τα περισσότερα κτίρια (ιδιωτικά αλλά και δημόσια), οι χώροι λατρείας στους βοσνιακούς οικισμούς είναι όμορφοι και περιποιημένοι. Ένα από τα σημαντικότερα τζαμιά βρίσκεται στην πρωτεύουσα των Σερβοβοσνίων, την Μπάνια Λούκα. Το τέμενος του Φερχάτ Πασά πιστεύεται ότι σχεδιάστηκε από έναν μαθητή του μεγάλου Σινάν. Μετά την καταστροφή του στον τελευταίο πόλεμο (το 1993), ανακατασκευάστηκε με τουρκική —εν μέρει— χρηματοδότηση και εγκαινιάστηκε πρόπερσι από τον τότε πρωθυπουργό των γειτόνων μας, Νταβούτογλου.
Παρόλο που οι συσχετισμοί (9 εκατομμύρια μουσουλμάνοι στα Βαλκάνια πλην Τουρκίας, επί συνολικού πληθυσμού άνω των 60 εκατομμυρίων) καθιστούν υπερβολικό τον όρο «ισλαμικό τόξο», εντούτοις υπάρχει μια σχεδόν συνεχής ζώνη όπου οι μιναρέδες δεν απέχουν πολύ μεταξύ τους. Σε αυτήν ανήκουν η Βοσνία, το παλιό σαντζάκιο του Νόβι Παζάρ, η Αλβανία, το Κόσοβο και μέρος τής πΓΔ Μακεδονίας. Στην τελευταία παραμένουν, εκτός των Αλβανών, και εκατό χιλιάδες Τούρκοι, 5% του πληθυσμού. Ή περίπου τόσοι, μιας και τα πληθυσμιακά στοιχεία στα Σκόπια —στοιχείο της αέναης εσωτερικής εθνοτικής διαμάχης— παραμένουν αβέβαια μετά την τελευταία απογραφή, που έγινε το 2002.
Ανεξάρτητα πάντως από τα νούμερα και τα ποσοστά, και παρά τις αλλοιώσεις και μετακινήσεις που δεν έλειψαν ούτε από αυτήν, η νοτιότερη σλαβική χώρα παραμένει ενδιαφέρον βαλκανικό μωσαϊκό. (Ή, κατά την προσφιλή παρομοίωση, φρουτοσαλάτα: μακεδονική ή μακεδονίτικη, ό,τι προτιμάτε.) Μπορεί κανείς να το διαπιστώσει σχετικά εύκολα, κάνοντας μια σύντομη εκδρομή με βάση τη Θεσσαλονίκη: πηγαίνοντας μέχρι τη λίμνη Δοϊράνη (οι Πρέσπες προς το παρόν δεν έχουν διάβαση για τους κοινούς θνητούς), δείχνοντας διαβατήριο και πράσινη κάρτα — και περνώντας στην απέναντι όχθη.