Η αποδοχή

L
Κατερίνα Παπανικολάου

Η αποδοχή

«Η Ευρώπη θα αντέξει και αυτή τη φορά», «Δεν φοβάμαι, είμαι Βρυξελλιώτης», «Ο τρόμος δεν θα περάσει»: μερικά από τα συνθήματα υποστήριξης που, μέσα σε λίγα μόλις λεπτά από την ανακοίνωση των τρομοκρατικών επιθέσεων στις Βρυξέλλες, έκαναν τον γύρο του Διαδικτύου, όπως συνηθίσαμε να λέμε. Ναι. Χρειαζόμαστε το πρώτο, τυφλό αντανακλαστικό, το αντανακλαστικό του θάρρους, το έχουμε απόλυτη ανάγκη για να αντέξουμε το πλήγμα και την ανείπωτη φρίκη. Από την άλλη όμως, χρειάζεται να μείνουμε στον φόβο. Να τον αγκαλιάσουμε. Τι να τον κάνεις τον φόβο, θα σκεφτεί —πολύ φυσιολογικά— ένας υπέρμαχος της λογικής. Ο φόβος ακινητοποιεί, θολώνει την κριτική σκέψη, αφαιρεί την ψυχραιμία και τη νηφαλιότητα. Και, σε μια κρίσιμη καμπή της ιστορίας όπως αυτή, χρειαζόμαστε περίσσεια λογικής, αποφασιστικότητας και στρατηγικής σκέψης. Δεν έχουμε χώρο και χρόνο για πολλά δάκρυα και για συναισθηματικές αντιδράσεις. Χρειαζόμαστε τον νου. Όχι τον φόβο.

Συμφωνώ. Χρειαζόμαστε σωστές αποφάσεις. Για να διατηρήσουμε το ευρωπαϊκό κεκτημένο, αυτό που η οργανωμένη τρομοκρατία του Ισλαμικού Κράτους χτυπά, πρέπει πρωτίστως να κατανοήσουμε καλά τι συνέβη — τι συμβαίνει. Προσπαθώντας όμως να περάσουμε στο επόμενο βήμα, αυτό της κατάστρωσης σχεδίων δράσης και αντιμετώπισης του κακού, και μάλιστα βιαστικά, προσπερνάμε το πρώτο: αυτό του βιώματος. Κι αν δεν επιτρέψω στον εαυτό μου και στην κοινωνία να βιώσει όσα ιστορικής σημασίας συμβαίνουν αυτές τις ημέρες, αυτή την εποχή, δεν θα συνεχίσω με τα κατάλληλα όπλα αύριο.

Η Ευρώπη πλήττεται, ως ιδέα, ως τρόπος ζωής, ως ανοχή, ως πολυπολιτισμικότητα, ως ανεξιθρησκία, ως ελευθερία λόγου, σκέψης και αυτοδιάθεσης. Οι τζιχαντιστές χτυπούν ανελέητα αθώους ανθρώπους, μέσα στην καθημερινότητά τους, ακόμη και ομοθρήσκους τους. Δεν τους ενδιαφέρει κάτι περισσότερο από το μίσος ενάντια σε κοινωνίες ανοιχτές και ελεύθερες. Μεταφράζουν το Κοράνι σε μια αξία που μπορεί να γεμίσει με αίμα σταθμούς μετακίνησης ανθρώπων, χώρους αναψυχής και καθημερινές συνήθειες. Είναι δυνατόν κοινωνίες —όπως οι κεντροευρωπαϊκές— που έχουν χτίσει την κουλτούρα τους και την εθνική, πνευματική και οικονομική τους υπόσταση στην ελευθερία, να μη φοβούνται όταν πλήττεται αυτή η ίδια η προϋπόθεση της ύπαρξης και της ανάπτυξής τους; Είναι δυνατόν να ξεπεράσουμε τόσο άστοχα τον τρόμο; Δεν γίνεται να λέμε με τη λογική και μόνο πως δεν υπάρχει τρόμος, πως μας συνέχει μόνο η δύναμη και η θέληση να κρατήσουμε την Ευρώπη ζωντανή. Το ένα δεν αναιρεί το άλλο. Μάλιστα ο φόβος ως πρώτο συναίσθημα μπορεί να οδηγήσει σε ορθότερη αντίληψη της ευρύτερης κατάστασης. Η ζωή στις μεγαλουπόλεις της Ευρώπης σύντομα θα επιστρέψει στην κανονικότητά της, όχι με ιδιαίτερη προσπάθεια, αλλά από την ίδια τη ρουτίνα και τις ίδιες τις αξίες χρόνων που η ήπειρος έχει καλλιεργήσει στους ανθρώπους της. Οι κάτοικοι, οι ταξιδιώτες, σύντομα θα ξεχάσουν το χτύπημα, από ανάγκη και από την ίδια τους την πνευματική συγκρότηση που προτάσσει τόσα χρόνια την ελευθερία, την κατανόηση και τη δημοκρατία.

Δεν υπάρχει λόγος να φοβόμαστε τον φόβο. Με τον φόβο θα αναγνωρίσουμε τα μεγέθη του ανισόμετρου πολέμου, με τον φόβο θα αφήσουμε τον αναγκαίο χώρο στους κατοίκους της Ευρώπης να ζήσουν αυτό που συμβαίνει και να το εντάξουν σε ένα πλαίσιο. Αλλιώς θα μπλοκάρουμε τον φόβο κάπου μέσα μας, κάπου τριγύρω μας, στις κουβέντες και τις σκέψεις μας, και πιο πολύ στα αδιόρατα και ανεξέλεγκτα αντανακλαστικά μας. Κι όταν ο φόβος στεριώσει, να είστε σίγουροι πως θα θεριέψει ένα κλίμα μίσους και αποκλεισμού, θα γεννήσει τον αβίαστο εξοστρακισμό των μουσουλμάνων στο πυρ το εξώτερον, την πολιτική των απολύτως περιφραγμένων συνόρων, τη δυσπιστία σε κάθε πρόσφυγα και μετανάστη που είτε ζει μαζί μας εδώ και γενιές είτε μας χτυπά τώρα την πόρτα κατατρεγμένος από τον ίδιο εχθρό.

Πώς όμως θα καταφέρουμε να διαχωρίσουμε το επικίνδυνο από το άκακο, με γρήγορες υποθέσεις, αποφάσεις και συμπεράσματα; Και δεν μιλώ σε επίπεδο ηγετών, αλλά σε επίπεδο πολιτών και κοινωνιών. Ας δώσουμε λίγο χώρο στον φόβο που όλοι μοιραία νιώσαμε. Ας τον αφήσουμε να γίνει λόγια, να αποκτήσει την πραγματική του διάσταση μέσα από το βίωμα και —είναι αναπόδραστο— θα αποδομηθεί τελικά μέσω της ίδιας του της έκφρασης. Ας μη βαυκαλιζόμαστε πως είμαστε ακμαίοι και άτρωτοι. Οι ιδέες και οι αξίες μας, ναι: είναι. Εμείς όμως ας αποδεχτούμε τον φόβο ως το νέο στοιχείο της καθημερινότητάς μας. Κι ας περιμένουμε λιγάκι να δούμε πού μπορεί να μας οδηγήσει, ώστε να εκχωρήσουμε, εάν τυχόν χρειαστεί, ένα κάποιο μέρος των ατομικών μας ελευθεριών στον βωμό της συλλογικής ασφάλειας και της επίτευξης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Διαφορετικά θα αναγκαστούμε να το κάνουμε και, παράλληλα, σε κάποιες κρυφές πτυχές της ζωής μας, θα τρέφουμε ένα βαθύ μίσος για τον ξένο, ως αντίδοτο στον ανέκφραστό μας φόβο.