Η αποσυνάγωγη

L
Ξένια Κουναλάκη

Η αποσυνάγωγη

«Καπνίζεις;» Όταν μου κάνουν αυτή την ερώτηση, χρειάζομαι γύρω στα τρία δευτερόλεπτα για να απαντήσω με σιγουριά, «Όχι». Περνούν σε γρήγορη κίνηση μπροστά από τα μάτια μου κόκκινα Marlboro, άφιλτρα Camel, πάλλευκα Muratti, όλες οι μάρκες που πέρασαν από τα δάχτυλά μου από τα 19 μέχρι τα 32, οπότε και αποφάσισα να το κόψω, καθώς και κάποιες περιστασιακές παρασπονδίες που μου επιβεβαίωσαν πόσο τζάνκι ήμουν και είμαι.

Το πρώτο μου τσιγάρο το έκανα παράνομα στα 12, καλοκαιρινές διακοπές στις Γούβες Κρήτης, είχα αρχίσει να ωριμάζω σωματικά και ήθελα μια νότα μικρομεγαλισμού επιπλέον: έκλεψα ένα τσιγάρο, κάνοντας εικονικό παφ-πουφ και φτάνοντας στα όρια της λιποθυμίας μπροστά στη μικρή μου ξαδέρφη που με κοιτούσε με δέος.

Πέρασαν εφτά χρόνια όμως μέχρι να αρχίσω να καπνίζω κανονικά. Το πολέμησα. Αψήφησα τη ναυτία, τη μυρωδιά — και επέμεινα. Μέχρι να συνηθίσω. Ήμουν στοχοπροσηλωμένη και τα κατάφερα μετά από σύντομο χρονικό διάστημα να καπνίζω σχεδόν δύο πακέτα την ημέρα. Το έλεγα με μεγάλη περηφάνια. Ήταν τρελή μαγκιά. Όλοι μου οι φίλοι κάπνιζαν δέκα τσιγάρα. Εγώ δύο πακέτα.

Όταν έμεινα έγκυος, ήμουν πλέον φουγάρο. Ο γιατρός είπε, «Αν σε πιάσουν τα νεύρα σου, κάπνισε κάνα τσιγαράκι», η απάντησή μου ήταν δέκα. «Καλά, αν είναι να κάνεις φόνο, κάπνιζε και δέκα» — κι έτσι επανήλθα στα δύο πακέτα. Εννέα μηνών έγκυος, στην πλατεία Κολωνακίου, έπινα τρεις εσπρέσο και κάπνιζα αρειμανίως. Οι περαστικοί σκιάζονταν, σαν να είχα διαφανή κοιλιά και να ’βλεπαν το μωρό της Ρόζμαρι να μεγαλώνει μέσα μου.

Στην εφημερίδα καπνίζαμε τότε όλοι. Πάνω από κάθε υπολογιστή, υπήρχε κι ένα συννεφάκι. Θυμάμαι να ισορροπώ το τσιγάρο μεταξύ δείκτη και μέσου και να εμπνέομαι. Αν δεν κάπνιζα, δεν μπορούσα να γράψω. Στη συνέχεια ήρθε το καπνιστήριο και τώρα όλοι είναι υποχρεωμένοι να κατεβαίνουν στην είσοδο του κτιρίου. Τους ζηλεύω φρικτά, γιατί εκεί συμβαίνουν τα πάντα: χτίζονται ίντριγκες, διαδίδονται ανομολόγητα μυστικά, εξυφαίνονται συνωμοσίες. Ως μη καπνίστρια, είμαι η τελευταία που τα μαθαίνει. Άκαπνη και αποσυνάγωγη.

Το χειρότερο βασανιστήριο είναι τα καφενεία και τα μπαρ. Εκεί συνειδητοποιώ την κενότητα των δαχτύλων, τη λειψή γεύση. Πώς να πιεις καφέ χωρίς τσιγάρο, πώς να πάει κάτω το αλκοόλ αν δεν ανακατευτεί με νικοτίνη; Οι φίλες μου καπνίζουν ακόμη όλες και συχνά ικετεύω για μια τζουρίτσα, τους παίρνω τη γόπα και ρουφάω τον καπνό βουλιμικά, αλλά είναι σαν ημιτελής αυνανισμός όλο αυτό, μου έρχεται ζαλάδα χωρίς όμως την απαραίτητη κορύφωση — χάλια.

Μου λείπει πάντα η κίνηση, η ανεπαίσθητη οσμή στα δάχτυλα, η πικρίλα στο στόμα μετά από κάθε γεύμα. Καμιά φορά περνάω δίπλα από καπνιστή και μαστουρώνω. Για μερικά δευτερόλεπτα αφουγκράζομαι («Ακούς τη μυρωδιά», λένε στην Κρήτη) ένα συνδυασμό ανθρώπινου δέρματος ποτισμένου με καπνό. Η ηδονή των καταχρήσεων βαδίζει πλάι μου και χάνεται. Θα ήθελα να την ακολουθήσω, αλλά υποτίθεται πως έχω ωριμάσει τώρα (για να το θέσω κομψά) και δεν έχω πια χρόνο για ταρζανιές και αυτοκαταστροφές.

Πριν ένα μήνα ξαναείδα το «Coffee and cigarettes» του Τζάρμους, αυτό τον ύμνο στο κάπνισμα και τον καφέ, με τον Ίγκι Ποπ και τον Τομ Γουέιτς να κάνουν εκείνες τις σουρεαλιστικές συζητήσεις φουμάροντας και πίνοντας ακατάπαυστα. Δεν με ενόχλησε το product placement. Ήθελα να βουτήξω στην οθόνη και να τους κλέψω τα Marlboro.

Τυχεροί που είναι αυτοί οι ροκ σταρ. Καπνιστές ως τα γεράματα και ωραίοι τύποι.