Η ατελείωτη θάλασσα των ιστοριών
Ο Ορχάν Παμούκ δεν χρειάζεται, βέβαια, συστάσεις. Με την απονομή του βραβείου Νόμπελ, το έργο του έχει ήδη δεχτεί τη μεγαλύτερη αναγνώριση που υπάρχει στον κόσμο της λογοτεχνίας και οι περισσότεροι αναγνώστες επιλέγουμε πια τα βιβλία του με κλειστά τα μάτια. Κάτι με κάνει, όμως, να θέλω να γράψω σήμερα ένα μικρό σημείωμα για το τελευταίο του μυθιστόρημα. Ίσως γιατί, συμπτωματικά, το θέμα στο οποίο αναφέρεται, οι σχέσεις δηλαδή πατέρα και γιού, απασχόλησε πρόσφατα κι εμένα στην τελευταία μου νουβέλα. Αναφέρομαι βέβαια στη «Γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση της Στέλλας Βρεττού.
Σχέσεις πατέρα και γιου, λοιπόν. Αυτή του Τζεμ, κεντρικού ήρωα στο μυθιστόρημα, και του πατέρα του, που εγκατέλειψε την οικογένειά του όταν ο Τζεμ ήταν ακόμα έφηβος. Λόγω αυτής, ακριβώς, της «στέρησης», ο Τζεμ θα αναζητήσει στον μάστορα Μαχμούτ, τον πηγαδά, δίπλα στον οποίο θα εργαστεί σαν βοηθός για ένα καλοκαίρι στα δεκάξι του χρόνια, έναν δεύτερο πατέρα. Εκεί, λίγο έξω από την κωμόπολη Όνγκιορεν, τις μέρες που η αγωνία να βρεθεί νερό στο πηγάδι που έσκαβαν θα έπρεπε να μονοπωλεί την σκέψη και των δυο, ο νεαρός δεν σταματά να παραβάλλει και να συγκρίνει τη σχέση που είχε με τον πατέρα του μ’ εκείνην που διαμορφωνόταν με τον μάστορα Μαχμούτ. Είχα βρει σ’ αυτόν έναν πατέρα, θα πει για τον μάστορα Μαχμούτ και θα σημειώσει:
Έχοντας συνηθίσει να κρατάει μυστικά σχετικά με την πολιτική, ο πατέρας μου δεν μ’ άφηνε να συμμετέχω στις σοβαρές υποθέσεις του, δεν ζητούσε την γνώμη μου. Αντίθετα ο μάστορας Μαχμούτ, πριν αποφασίσει πού θα σκάψει το πηγάδι, πρώτα μοιράστηκε μαζί μου τις σκέψεις του.
Μέσα του, όμως, ο θυμός για την εγκατάλειψη δεν θα υπερνικήσει ποτέ την αγάπη για τον πατέρα. Με κάποια άλλη αφορμή, θα πει:
Ο πατέρας μου δεν είχε ενδιαφερθεί ποτέ για μένα όπως ο μάστορας Μαχμούτ. […] Όμως ο πατέρας μου ποτέ δεν με κοίταζε με βλέμμα μειωτικό.
Και σε άλλο σημείο:
Ο μάστορας, εκνευρισμένος επειδή το μείγμα πάγωνε, μας έβαζε τις φωνές. Τότε μ’ έπιανε νοσταλγία για τον πατέρα μου, που δεν μου φώναζε ποτέ, δεν με μάλωνε ποτέ.
Νοσταλγία πάντα ζωντανή, τόσο δυνατή που είναι έτοιμη να συγχωρέσει:
Όταν με μάλωνε ο πατέρας μου, του έδινα δίκιο, ντρεπόμουν, ξεχνούσα το περιστατικό. Για κάποιο λόγο το μάλωμα του μάστορα Μαχμούτ το ένιωθα βαθιά μέσα μου, κι ενώ από τη μια υπάκουα κι έκανα ό,τι μου έλεγε, από την άλλη τού θύμωνα.
Σ’ αυτές τις λίγες μέρες κάτω από τον καλοκαιρινό ουρανό, λίγα μόνο χιλιόμετρα έξω από την Ιστανμπούλ, τις σκέψεις του νεαρού Τζεμ θα επηρεάσει κι ένα συναπάντημα. Με μια θεατρίνα. Με μια γυναίκα αρκετά χρόνια πιο μεγάλη από τον ίδιο, μια όμορφη γυναίκα με κόκκινα μαλλιά, τη γυναίκα που θα τον κάνει για πρώτη φορά άντρα. Τα ήρεμα έναστρα βράδια έξω από τη σκηνή που τους φιλοξενεί, την ώρα της ξεκούρασης, ο μάστορας Μαχμούτ διηγείται στον Τζεμ τις ιστορίες του, διδακτικές, παρμένες μέσα από το Κοράνι. Κι όταν του ζητά κάποια φορά να του πει ο ίδιος μια ιστορία, ο νεαρός θα θυμηθεί μια τραγωδία του Σοφοκλή όπως την είχε διαβάσει λίγο καιρό πριν σε κάποια ανθολογία.
Κι αν αυτό δεν είναι τυχαίο, αν στο μυαλό του νεαρού είναι έντονα χαραγμένη η ιστορία του πατροκτόνου Οιδίποδα γιατί πάντα τον απασχολούσε η σχέση του γιου με τον πατέρα που εγκαταλείπει το παιδί του, στη θεατρική παράσταση που θα παρακολουθήσει ένα βράδυ μυστικά από τον μάστορά του και στην οποία συμμετέχει η γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά, θα γνωρίσει μια παράλληλη ιστορία, όπου και πάλι ο πατέρας εγκαταλείπει τον γιο. Πρόκειται για το ιρανικό έπος Σαχναμέ, όπου ο Ρουστέμ, χωρίς να το γνωρίζει, σκοτώνει τον γιο του, τον Σουχράμπ. Όσο κι αν οι δυο ιστορίες καταλήγουν σε τέλος με αντίθετη φορά, η αρχή, η εγκατάλειψη του γιου από τον πατέρα, όποιο κι αν είναι το γεγονός που την προκαλεί, είναι κοινή. Και είναι ίδια με την προσωπική ιστορία του Τζεμ.
Η γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά, η γλυκιά Γκιουλτζιχάν, θα παίξει τον δικό της ρόλο όχι μόνο στη διάρκεια του συγκεκριμένου καλοκαιριού της γνωριμίας της με τον Τζεμ, αλλά τελικά σ’ ολόκληρή του τη ζωή. Από την πρώτη τους, πάντως, συνάντηση ο Τζεμ —προφητικά— θα σκεφτεί:
Τα κόκκινα μαλλιά της είχαν σπιθίσει παράξενα το φως. Όταν συναντήθηκαν οι ματιές μας, με κοίταξε σαν να με ήξερε από παλιά, σαν να με ρωτούσε τι δουλειά είχα εκεί. Κοιταχτήκαμε λες και ψάχναμε μια ανάμνηση, σαν ν’ ανακρίναμε ο ένας τον άλλο.
Κι όταν θα της εκμυστηρευτεί πως ο πατέρας του τους εγκατέλειψε, εκείνη θα τον νουθετήσει:
Βρες κι εσύ λοιπόν άλλον πατέρα. Έχουμε πολλούς πατεράδες σ’ αυτή τη χώρα. Τον πατέρα-κράτος, τον πατέρα-Θεό, τον πατέρα-στρατό, τον πατέρα-μαφία… Στον τόπο μας δεν ζει κανείς χωρίς πατέρα.
Το πώς συνδέονται τελικά οι τρεις ιστορίες μεταξύ τους θα το δούμε να προβάλλεται σιγά-σιγά μέσα από τα σύντομα κεφάλαια του μυθιστορήματος, όπου ο κεντρικός ήρωας, ο Τζεμ, διηγείται στον αναγνώστη σε πρώτο πρόσωπο τη δικιά του ζωή. Μετά από ένα ατύχημα που θα συμβεί στο πηγάδι, στη σκέψη του οι τρεις ιστορίες λες και γίνονται μία, και το συνδετικό στοιχείο δεν θα είναι άλλο από την ενοχή και τη μεταμέλεια.
Θεατής στη θεατρική παράσταση, βλέποντας τον σπαραγμό του πατέρα Ρουστέμ όταν συνειδητοποιεί πως σκότωσε τον ίδιο του το γιο, ο Τζεμ θα σκεφτεί:
Μέχρι εκείνη την στιγμή, η μεταμέλεια για μένα ήταν μόνο μια λέξη. Τώρα συμμετείχα στο μαρτύριο της μεταμέλειας, απλώς και μόνο κοιτάζοντας κάποιον να το βιώνει πάνω στη σκηνή. Θαρρείς κι αυτό που έβλεπα ήταν μια ανάμνηση από κάτι που έζησα και ξέχασα.
Αντιπαραβάλλοντας την τραγωδία του Σοφοκλή, θα πει:
Το θεατρικό έργο του Σοφοκλή δεν είναι στημένο γύρω από τις κακές πράξεις, αλλά γύρω από τις έρευνες του περίεργου ήρωά του, που μαθαίνει ότι ο φονιάς είναι ο ίδιος. Δεν ήταν ότι σκότωσε τον πατέρα του, αλλά ότι θέλησε να ξεφύγει από τη μοίρα που αποφάσισε γι’ αυτόν ο Θεός.
Και, επανερχόμενος στο ιρανικό έπος, προχωρά την σκέψη του:
Το αμάρτημα του Ρουστέμ δεν ήταν ότι σκότωσε το γιο του αλλά ότι απέκτησε έναν γιο έπειτα από μιας νύχτας έρωτα, χωρίς να εκπληρώσει τα καθήκοντά του ως πατέρας.
Ενώ, γυρνώντας στη δική του ιστορία, θα πει:
Διαισθανόμουν όμως ότι ήταν λάθος, όπως στην περίπτωση του Οιδίποδα, να σκαλίζεις ένα λάθος που έγινε στο παρελθόν, γιατί το μόνο που σου μένει είναι ένα αίσθημα ενοχής.
Ο Τζεμ αναθυμάται συνέχεια μια αναφορά του Φρόιντ στον δικό του «Οιδίποδα Τύραννο», πως κάθε άντρας κρύβει μέσα του την επιθυμία να σκοτώσει τον πατέρα του. Δεν ξέρει ακόμα γιατί το σκέφτεται συνέχεια. Πώς ακριβώς συνδυάζονται τα δυο επικά έργα με τη δικιά του ζωή. Αυτό όμως δεν θα σας το αποκαλύψω. Θα σας αφήσω να το ανακαλύψετε μόνοι σας διαβάζοντας το βιβλίο.
Σας προτείνω να το διαβάσετε, όχι μόνο για να σας προβληματίσει κι εσάς το θέμα της σχέσης πατέρα και γιου. Ή το βάρος που μπορεί τελικά να έχει η ενοχή. Κι ούτε μόνον γιατί ο Παμούκ, για μια ακόμα φορά, μας ταξιδεύει στην πανέμορφη πόλη του, την αγαπημένη του Ιστανμπούλ. Αλλά και γιατί το βιβλίο του ξεχειλίζει από υπέροχες εικόνες, που δένουν με την κάθε σκέψη του αφηγητή-ήρωα, κάνοντάς μας να πιστεύουμε πως σεργιανίζουμε κι εμείς στον κόσμο τον δικό του:
Είχα καταλάβει από τότε ότι οι σκέψεις μας έρχονται στο νου άλλοτε με λέξεις, άλλοτε με εικόνες. Κάποιες φορές δεν σκεφτόμουν με λέξεις… Η εικόνα όμως του πράγματος που σκεφτόμουν, ότι έβρεχε καρεκλοπόδαρα για παράδειγμα, κι εγώ έτρεχα, αλλά και το τι αισθανόμουν, εμφανιζόταν αμέσως μπροστά στα μάτια μου. Άλλοτε πάλι σκεφτόμουν κάτι με λέξεις και σε καμιά περίπτωση δεν το έφερνα μπροστά στα μάτια μου σαν εικόνα: όπως το μαύρο φως, τον θάνατο της μητέρας μου ή την αιωνιότητα. Καθώς ανεβαίναμε την ανηφόρα, κοιτάζαμε τ’ αστέρια και δεν μιλούσαμε. Λες κι είχαμε κάνει κάτι κακό, κι επειδή μάρτυρες της ενοχής μας ήταν τ’ αμέτρητα αστέρια και τα
τζιτζίκια, χαμηλώναμε το βλέμμα και σωπαίναμε.
Ίσως, άλλωστε, για κάποιους από εμάς να ισχύει αυτό που ονειρεύεται και ο Τζεμ:
Μέσα μου ήμουν πεισμένος ότι, διαβάζοντας την ατελείωτη θάλασσα από ιστορίες, θα έλυνα το μυστήριο της ζωής μου και θα έφτανα στις ακτές της ηρεμίας.