Η διαδικτυακή ουδετερότητα στην πράξη

P
Αθανάσιος Τσιούρας

Η διαδικτυακή ουδετερότητα στην πράξη

Πολύ πρόσφατα είχαμε μια πολύ σημαντική εξέλιξη σε σχέση με την ουδετερότητα του δικτύου, δηλαδή τον κανόνα ότι οι πάροχοι διαδικτυακών υπηρεσιών, όπως η Cosmote, η Vodafone, η Wind και άλλες, δεν έχουν το δικαίωμα να διαφοροποιούν την τιμολογιακή τους πολιτική με βάση το περιεχόμενο στο οποίο έχουν πρόσβαση οι πελάτες τους. Δηλαδή δεν επιτρέπεται να χρεώνουν φθηνότερα την πρόσβαση στο Facebook από την πρόσβαση στο BBC ή ακριβότερα την πρόσβαση στον Κωτσόβολο σε σχέση με την πρόσβαση στη Mediamarkt.

Η διαδικτυακή ουδετερότητα επιβλήθηκε με τον Κανονισμό 2015/2120 «για τη θέσπιση μέτρων σχετικά με την πρόσβαση στο ανοικτό διαδίκτυο και τα τέλη λιανικής για τις ρυθμιζόμενες ενδοενωσιακές επικοινωνίες και για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/22/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 531/2012» και θεωρήθηκε απαραίτητη για να διασφαλίσει καθολική πρόσβαση στο διαδίκτυο. Στις 2 Σεπτεμβρίου εκδόθηκαν τρεις πολύ σημαντικές αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) (αντίστοιχα στις υποθέσεις C-854/19: Vodafone κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, C-5/20: Vodafone κατά Ομοσπονδιακού Γραφείου (της Γερμανίας) για τον Ηλεκτρισμό, το Φυσικό Αέριο, τις Τηλεπικοινωνίες, τα Ταχυδρομεία και τους Σιδηροδρόμους και C-34/20: Telekom Deutschland κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας εκπροσωπούμενης από το Ομοσπονδιακό Γραφείο για τον Ηλεκτρισμό, το Φυσικό Αέριο, τις Τηλεπικοινωνίες, τα Ταχυδρομεία και τους Σιδηροδρόμους. Οι υποθέσεις αυτές συζητήθηκαν χωριστά από το Όγδοο Τμήμα του Δικαστηρίου, εκδόθηκαν χωριστές αποφάσεις, αλλά το διατακτικό ήταν σχεδόν πανομοιότυπο.

Και οι τρεις αποφάσεις κρίθηκαν να κρίνουν πακέτα υπηρεσιών των παρόχων (Internet Service Providers: ISP’s) Vodafone και Telekom Deutschland, τα οποία παρέχουν δεδομένα με μηδενική χρέωση στους χρήστες, όταν αυτοί συνδέονται με ορισμένες ιστοσελίδες που έχουν συνάψει ειδική συμφωνία με τους παρόχους.

Πώς λειτουργεί αυτό; Ας δώσουμε ένα υποθετικό παράδειγμα: η Vodafone έχει συνάψει μια ειδική συμφωνία με το Facebook, σύμφωνα με την οποία η Vodafone λαμβάνει κάποιο χρηματικό (ή άλλο) αντάλλαγμα και παρέχει στους πελάτες της/χρήστες του διαδικτύου δωρεάν πρόσβαση στο Facebook (ενδεχομένως να το κάνει αυτό και χωρίς συμφωνία, παρέχοντας για δικούς της λόγους προβολής μηδενική χρέωση σε δημοφιλείς ιστοσελίδες, ώστε να προσελκύσει περισσότερους χρήστες/πελάτες). Ένας χρήστης έχει ένα συμβόλαιο, σύμφωνα με το οποίο πληρώνει 0,01 ευρώ το ένα MB. Επομένως, για κάθε MB που κατεβάζει χρεώνεται ένα λεπτό του ευρώ. Ειδικά όμως όταν συνδέεται στο Facebook, έχει μηδενική χρέωση (= δεν έχει χρέωση), όσα MB και GB και να κατεβάσει. Έτσι, στο τέλος του μήνα ο χρήστης έχει κατεβάσει 125 MB από το Facebook και 350 MB από άλλες ιστοσελίδες. Η χρέωσή του θα είναι 350 ΜΒ x 0,01 ευρώ = 3,50 ευρώ. Η χρέωση θα ήταν η ίδια εάν ο χρήστης κατέβαζε 2 MB ή 2 GB από το Facebook μέσα στον μήνα. Τέτοια πακέτα κρίθηκαν και στις τρεις υποθέσεις που ήχθησαν ενώπιον του ΔΕΕ μετά από προδικαστικές παραπομπές γερμανικών Δικαστηρίων.

Τα πακέτα αυτά είχαν κάποιες εξαιρέσεις/αποκλίσεις στις τρεις υποθέσεις. Στην πρώτη υπόθεση δεν ίσχυε η μηδενική χρέωση, εάν η χρήση του κινητού γινόταν στο εξωτερικό, μέσω υπηρεσίας roaming. Στη δεύτερη δεν ίσχυε, εάν ο χρήστης παράλληλα χρησιμοποιούσε το κινητό του ως hotspot για να αξιοποιηθεί για τη λήψη δεδομένων από τρίτους (tethering). Στην τρίτη υπόθεση, για να μπορεί να αξιοποιεί τη μηδενική χρέωση ο χρήστης έπρεπε να συμφωνεί ότι η ταχύτητα κατεβάσματος των δεδομένων θα ήταν πολύ πιο χαμηλή από την κανονική. Το ΔΕΕ ρωτήθηκε εάν οι εξαιρέσεις αυτές από το πακέτο μηδενικής χρέωσης είναι συμβατές με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, ειδικότερα, με το άρθρο 3 του Κανονισμού 2015/2120 που αναφέραμε παραπάνω, το οποίο έχει ως εξής (έχει αξία να παρατεθεί ολόκληρο, μολονότι το σημείο που είναι κρίσιμο για τις αποφάσεις που εξετάζουμε είναι αυτό με την έντονη γραφή):

Άρθρο 3

Διασφάλιση πρόσβασης στο ανοικτό διαδίκτυο

1. Μέσω της υπηρεσίας πρόσβασης στο διαδίκτυο που διαθέτουν, οι τελικοί χρήστες έχουν το δικαίωμα να έχουν πρόσβαση και να διανέμουν πληροφορίες και περιεχόμενο, να χρησιμοποιούν και να παρέχουν εφαρμογές και υπηρεσίες και να χρησιμοποιούν τερματικό εξοπλισμό της επιλογής τους, ανεξαρτήτως του τόπου του τελικού χρήστη ή του παρόχου ή του τόπου, της προέλευσης ή του προορισμού της πληροφορίας, του περιεχομένου, της εφαρμογής ή της υπηρεσίας. Η παρούσα παράγραφος δεν θίγει το ενωσιακό δίκαιο ούτε το εθνικό δίκαιο που συμμορφώνεται με το ενωσιακό δίκαιο, σχετικά με τη νομιμότητα του περιεχομένου, των εφαρμογών ή των υπηρεσιών.

2. Οι συμφωνίες μεταξύ των παρόχων υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο και των τελικών χρηστών σχετικά με τις εμπορικές και τεχνικές προϋποθέσεις και τα χαρακτηριστικά των υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο, όπως η τιμή, ο όγκος των δεδομένων ή η ταχύτητα, καθώς και οποιεσδήποτε εμπορικές πρακτικές των παρόχων υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο, δεν περιορίζουν την άσκηση των δικαιωμάτων των τελικών χρηστών όπως προσδιορίζονται στην παράγραφο 1.

3. Οι πάροχοι υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο, όταν παρέχουν υπηρεσίες πρόσβασης στο διαδίκτυο, αντιμετωπίζουν ισότιμα κάθε κίνηση, χωρίς αποκλεισμούς, περιορισμούς ή παρεμβάσεις και ανεξαρτήτως του αποστολέα και του παραλήπτη, του περιεχομένου στο οποίο έχει γίνει πρόσβαση ή του διανεμηθέντος περιεχομένου, των χρησιμοποιούμενων ή παρεχόμενων εφαρμογών ή υπηρεσιών ή του χρησιμοποιούμενου τερματικού εξοπλισμού.

Το πρώτο εδάφιο δεν εμποδίζει τους παρόχους υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο από το να εφαρμόζουν εύλογα μέτρα διαχείρισης της κίνησης. Για να θεωρηθούν εύλογα, τα μέτρα αυτά πρέπει να είναι διαφανή και αναλογικά, να μην εισάγουν διακρίσεις και να μη βασίζονται σε εμπορικά κριτήρια, αλλά σε αντικειμενικά διαφορετικές απαιτήσεις τεχνικής ποιότητας των υπηρεσιών για συγκεκριμένες κατηγορίες κίνησης. Τα εν λόγω μέτρα δεν παρακολουθούν το συγκεκριμένο περιεχόμενο και δεν διατηρούνται πέραν του απαιτουμένου.

Οι πάροχοι υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο δεν εφαρμόζουν μέτρα διαχείρισης της κίνησης που υπερβαίνουν αυτά που ορίζονται στο δεύτερο εδάφιο και, κυρίως, δεν παρεμποδίζουν, επιβραδύνουν, αλλοιώνουν, περιορίζουν, εισάγουν παρεμβολές, υποβαθμίζουν ή επιβάλλουν διακρίσεις έναντι συγκεκριμένου περιεχομένου, εφαρμογών ή υπηρεσιών ή συγκεκριμένων κατηγοριών αυτών, εκτός αν αυτό είναι αναγκαίο και μόνο για όσο διάστημα είναι αναγκαίο, ούτως ώστε:

α) να συμμορφωθούν με τις ενωσιακές νομοθετικές πράξεις ή την εθνική νομοθεσία που συμμορφώνεται με το ενωσιακό δίκαιο, στην οποία υπάγεται ο πάροχος υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο, ή με τα μέτρα που συμμορφώνονται με το ενωσιακό δίκαιο που θέτει σε εφαρμογή τις εν λόγω ενωσιακές νομοθετικές πράξεις ή εθνική νομοθεσία, μεταξύ άλλων και με τις αποφάσεις δικαστηρίων ή δημόσιων αρχών που διαθέτουν τις σχετικές αρμοδιότητες·

β) να διασφαλίσουν την ακεραιότητα και την ασφάλεια του δικτύου, των υπηρεσιών που παρέχονται μέσω του εν λόγω δικτύου και του τερματικού εξοπλισμού των τελικών χρηστών·

γ) να προλάβουν την εμφάνιση εμποδίων λόγω συμφόρησης του δικτύου και να αμβλύνουν τις επιπτώσεις από τυχόν εξαιρετική ή προσωρινή συμφόρηση του δικτύου, υπό την προϋπόθεση ότι ανάλογες κατηγορίες κίνησης αντιμετωπίζονται ισότιμα.

4. Οποιοδήποτε μέτρο διαχείρισης της κίνησης μπορεί να συνεπάγεται επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μόνο στον βαθμό που αυτή η επεξεργασία είναι απαραίτητη και αναλογική για την επίτευξη των σκοπών που καθορίζονται στην παράγραφο 3. Η επεξεργασία αυτή διενεργείται σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Τα μέτρα διαχείρισης της κίνησης συμμορφώνονται επίσης με την οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

5. Οι πάροχοι ηλεκτρονικών επικοινωνιών στο κοινό, συμπεριλαμβανομένων των παρόχων υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο, και οι πάροχοι περιεχομένου, εφαρμογών και υπηρεσιών είναι ελεύθεροι να προσφέρουν υπηρεσίες πέραν των υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο, βελτιστοποιημένες για συγκεκριμένο περιεχόμενο, εφαρμογές ή υπηρεσίες ή συνδυασμό αυτών, εφόσον η βελτιστοποίηση είναι αναγκαία ώστε να ικανοποιείται η απαίτηση για συγκεκριμένο επίπεδο ποιότητας του περιεχομένου, των εφαρμογών ή των υπηρεσιών.

Οι πάροχοι ηλεκτρονικών επικοινωνιών στο κοινό, συμπεριλαμβανομένων των παρόχων υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο, μπορούν να προσφέρουν ή να διευκολύνουν τέτοιες υπηρεσίες μόνο εάν η χωρητικότητα του δικτύου επαρκεί για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών πέραν των υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο. Τέτοιου είδους υπηρεσίες δεν χρησιμοποιούνται ούτε παρέχονται ως υποκατάστατο των υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο και δεν υπονομεύουν τη διαθεσιμότητα ή τη γενική ποιότητα των υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο για τους τελικούς χρήστες.

Ρωτήθηκε, λοιπόν, το Δικαστήριο εάν οι παραπάνω εξαιρέσεις από το πακέτο μηδενικής χρέωσης που εφάρμοζαν για ορισμένες ιστοσελίδες παραβιάζει την υποχρέωση των παρόχων να διασφαλίζουν ελεύθερη και ισότιμη πρόσβαση στο διαδίκτυο. Εδώ, όμως, το ΔΕΕ έκανε την έκπληξη: αντί να κρίνει μεμονωμένα τις εξαιρέσεις στο πακέτο μηδενικής χρέωσης, έκρινε το πακέτο μηδενικής χρέωσης καθ’ αυτό και θεώρησε ότι αντίκειται στον κανονισμό. Είχε βέβαια προηγηθεί μια απόφαση του ΔΕΕ με αντίστοιχο περιεχόμενο (απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2020 στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑807/18 και C‑39/19, Telenor Magyarország Zrt. κατά Nemzeti Média - és Hírközlési Hatóság Elnöke), η οποία για πρώτη φορά είχε θέσει το ζήτημα της συμβατότητας πακέτων μηδενικών χρεώσεων με το άρθρο 3 του Κανονισμού 2015/2120, αλλά η διατύπωση στο σκεπτικό των τριών αποφάσεων της 2 Σεπτεμβρίου 2021 ήταν ακόμη πιο σαφής. Συγκεκριμένα, το ΔΕΕ στο σκεπτικό του, στην απόφαση για την υπόθεση C-854/19 (και επαναλαμβάνει και στις άλλες δύο υποθέσεις) λέει τα εξής:

26 Κατ’ αρχάς, παρατηρείται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 19 της παρούσας απόφασης, το πρώτο εδάφιο του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/2120, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 8 του κανονισμού, επιβάλλει στους παρόχους υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο γενική υποχρέωση ισότιμης μεταχείρισης της κίνησης, άνευ διακρίσεων, περιορισμών ή παρεμβάσεων, από την οποία δεν χωρεί σε καμία περίπτωση παρέκκλιση μέσω εμπορικών πρακτικών που εφαρμόζουν οι εν λόγω πάροχοι ή μέσω συμφωνιών που οι τελευταίοι συνάπτουν με τους τελικούς χρήστες (απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2020, Telenor Magyarország, C‑807/18 και C‑39/19, EU:C:2020:708, σκέψη 47).

27 Περαιτέρω, από το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/2120, καθώς και από την αιτιολογική σκέψη 9 του εν λόγω κανονισμού υπό το πρίσμα της οποίας πρέπει να ερμηνευθεί το εδάφιο αυτό, προκύπτει ότι οι πάροχοι υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο, μολονότι οφείλουν να τηρούν τη γενική αυτή υποχρέωση, διατηρούν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν εύλογα μέτρα διαχείρισης της κίνησης. Εντούτοις, η δυνατότητα αυτή εξαρτάται από την προϋπόθεση, μεταξύ άλλων, τα μέτρα αυτά να βασίζονται σε «αντικειμενικά διαφορετικές απαιτήσεις τεχνικής ποιότητας των υπηρεσιών για συγκεκριμένες κατηγορίες κίνησης» και όχι σε «εμπορικά κριτήρια». Ειδικότερα, πρέπει να θεωρείται ότι βασίζεται σε τέτοια «εμπορικά κριτήρια» κάθε μέτρο παρόχου υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο έναντι κάθε τελικού χρήστη το οποίο έχει ως αποτέλεσμα, χωρίς να βασίζεται σε τέτοιες αντικειμενικά διαφορετικές απαιτήσεις, να μην αντιμετωπίζονται ισότιμα και χωρίς διακρίσεις το περιεχόμενο, οι εφαρμογές ή οι υπηρεσίες που προτείνουν οι διάφοροι πάροχοι περιεχομένου, εφαρμογών ή υπηρεσιών (απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2020, Telenor Magyarország, C‑807/18 και C‑39/19, EU:C:2020:708, σκέψη 48).

28 Πάντως, μια αποκαλούμενη «μηδενικής χρέωσης» τιμολογιακή επιλογή, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, προβαίνει, βάσει εμπορικών κριτηρίων, σε διάκριση στο πλαίσιο της κίνησης στο διαδίκτυο με το να μην αφαιρεί από το βασικό πακέτο την κίνηση δεδομένων προς συνεργαζόμενες εφαρμογές. Κατά συνέπεια, μια τέτοια εμπορική πρακτική δεν είναι σύμφωνη προς τη γενική υποχρέωση ισότιμης μεταχείρισης της κίνησης, άνευ διακρίσεων ή παρεμβάσεων, την οποία επιβάλλει το άρθρο 3, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2015/2120.

Στη συνέχεια το ΔΕΕ έκρινε τις εξαιρέσεις από την πρακτική αυτή (για τις οποίες ζητήθηκε η γνώμη του από τα γερμανικά Δικαστήρια) παράνομες, επειδή ακριβώς βασίζονται στην παράνομη πρακτική μηδενικής χρέωσης. Επομένως, το ΔΕΕ ξεκαθάρισε ότι απαγορεύεται στους παρόχους υπηρεσιών διαδικτύου να διαφοροποιούν, για εμπορικούς λόγους, τις χρεώσεις τους ανάλογα με την ιστοσελίδα στην οποία αποκτούν πρόσβαση οι χρήστες/πελάτες τους.

Στις ΗΠΑ, όπου η αντίστοιχη συζήτηση συνεχίζεται, δεν έχουν ακόμη καταλήξει εάν η ουδετερότητα του διαδικτύου επιβάλλεται για να διασφαλισθεί η ελεύθερη πρόσβαση όλων στο διαδίκτυο ή εάν πρόκειται για βλαπτική απαγόρευση στους ISP’s. Σε γενικές γραμμές όμως, μολονότι εκεί συμπλέκονται η ομοσπονδιακή νομοθεσία αλλά και οι πολιτειακές, απόλυτες απαγορεύσεις όπως αυτές του άρθρου 3 του Κανονισμού 2015/2120 δεν υπάρχουν. Τα αποτελέσματα της διαφορετικής αντιμετώπισης του ζητήματος στις ΗΠΑ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα φανούν τα επόμενα χρόνια.

[ Πηγή εικόνας ]