Η διακριτική γοητεία της ακινησίας

L
Ειρήνη Αγαπηδάκη

Η διακριτική γοητεία της ακινησίας

Στις επικείμενες καταστροφές, οι άνθρωποι συνήθως προετοιμάζονται. Το αρχικό σοκ διαδέχεται γρήγορα η ανάγκη εξεύρεσης λύσης και η επιστράτευση όλων των διαθέσιμων μέσων για την αντιμετώπιση των συνεπειών, ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν τη ζωή τους με το μικρότερο δυνατό κόστος. Η προσδοκία για το μέλλον κινητοποιεί τους ανθρώπους. Το μέλλον, ψυχικά, δεν αποτελεί μια αβέβαιη κατάσταση αλλά μία υπαρκτή δυνατότητα για δημιουργία. Στην περίπτωσή μας, η απουσία των παραπάνω ενεργειών ενόψει της αναπόδραστης καταστροφής οδηγεί πολλούς στο απλοϊκό επιχείρημα ότι οι πολίτες πενθούν. Όσοι το υποστηρίζουν αυτό προβάλλουν την άρνηση της πραγματικότητας ως βασική ένδειξη πένθους — μόνο που φοβάμαι ότι τα πράγματα είναι λίγο πιο περίπλοκα. Δεν πενθούμε, αφηνόμαστε να πεθάνουμε.

Εδώ και καιρό η πραγματικότητα ολισθαίνει στο όριο μεταξύ φαντασιακού και πραγματικού. Στην ψυχανάλυση, αυτός ο ψυχικός χώρος αποτελεί συνώνυμο της δημιουργικότητας. Εκεί μπορεί κάποιος (λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις της εξωτερικής πραγματικότητας, αλλά χωρίς να ανήκει η σκέψη του ολότελα σε αυτήν) να βρει καινοτόμες και ριζοσπαστικές λύσεις για προβλήματα που φαίνονται άλυτα. Προϋπόθεση, η ύπαρξη ενός συγκροτημένου και λειτουργικού εαυτού, που στην ελληνική κοινωνία δεν υφίσταται ως πλειοψηφική τάση. Παρ’ όλα αυτά, η ερώτηση που βρίσκεται στα χείλη μας καθημερινά: «Είναι αλήθεια όλα αυτά; Συμβαίνουν πράγματι;» καταδεικνύει ότι η πραγματικότητα αμφισβητείται, σαν κακό συλλογικό όνειρο — περιμένουμε κάποιον να μας ξυπνήσει και να μας διαβεβαιώσει πως τίποτε από όλα αυτά δεν είναι αληθινό. Δεν το ζούμε. Ο «καλός» εαυτός νανουρίστηκε επιτυχώς από τον κακό: νίκησε.

Η καταστροφικότητα δεν επικρατεί πάντα σαν λαίλαπα, αλλά και σαν απραξία, παθητικότητα, ύπνος. Μάλιστα, έτσι εξυπηρετεί πολλά περισσότερα από ό,τι όταν εκδηλώνεται με βανδαλισμούς και καταστροφές. Ο επιθετικός λήθαργος επιτρέπει στο άτομο να υιοθετήσει τον ρόλο του θύματος. Έτσι, καταστρέφει τη ζωή του, των παιδιών του, των διπλανών του, χωρίς να αισθάνεται καμία ευθύνη. Επιπλέον, όταν οι εξωτερικές συνθήκες μεταβάλλονται συνεχώς, ο άνθρωπος κουρνιάζει στο κακό, επειδή είναι η μόνη κανονικότητα που διατηρείται.

Πολλοί θεωρούν ότι η έλευση των προσφύγων θα κινητοποιήσει τους πολίτες, καθώς τώρα πια δεν έχουν μόνο τον εαυτό τους να νοιαστούν, αλλά και πολλούς ακόμη. «Too good to be true», όπως θα έλεγε και ο Freud. Ποτέ ο άνθρωπος δεν κινητοποιείται από το κακό που συμβαίνει στον Άλλο, τον Ξένο, για να κάνει κάτι καλό. Η ψυχική οικονομία υπαγορεύει ως πρωταρχικό κίνητρο το ατομικό συμφέρον. Εδώ ακριβώς μάλιστα εντοπίζεται η πυρηνική στρέβλωση που πιστοποιεί την επικράτηση του «κακού» και αποκλείει το πένθος.

Ο λαϊκισμός που επικράτησε επί τόσες δεκαετίες εκπαίδευσε τους πολίτες να θεωρούν ως «ατομικό συμφέρον» τον κορπορατισμό, τον παρασιτισμό και την υφαρπαγή των δημόσιων πόρων — εξ ορισμού επιθετικά στοιχεία. Άλλωστε, το κακό είναι πολύ ευκολότερο να κινητοποιηθεί ψυχικά, σε σχέση με το καλό που απαιτεί κόπο και κόστος. Έτσι, όπως συμβαίνει συχνά (σε όλες τις χώρες), οι πολίτες, αντί να αντισταθούν, ταυτίστηκαν με τη λαϊκιστική πολιτική ηγεσία. Κατάφεραν δηλαδή συμμαχώντας μαζί της να επιτεθούν αποτελεσματικά στον εαυτό τους.

Το ζήτημα δεν είναι απλώς ότι η ψήφος στο ΣΥΡΙΖΑ κατέστρεψε την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και υπονόμευσε τη δυνατότητα για δημιουργία στο μέλλον, αλλά ότι η «ταύτιση με τον επιτιθέμενο», που υιοθετήθηκε πλειοψηφικά χρόνια τώρα, άλλαξε εντελώς τους όρους του παιχνιδιού. Η επιδίωξη του άκοπου και ανέξοδου πλουτισμού μέσα από τον προσπορισμό των δημοσίων πόρων θεωρήθηκε κοινωνικά αποδεκτή επιλογή. Η υιοθέτηση του λαϊκισμού για την κατάληψη της εξουσίας, αναγκαία συνθήκη. Τα δύο μέρη, πολίτες-πολιτικοί, συνήψαν μια συμφωνία με απόλυτη συνέργεια. Το κακό θεωρήθηκε καλό, συνώνυμο του ατομικού συμφέροντος και για τις δύο πλευρές.

Πολλοί αναρωτιούνται γιατί οι πολίτες δεν αλλάζουν γνώμη ψήφου, παρά τις ολέθριες συνέπειες που είχε η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Επειδή ακριβώς δεν μιλάμε μόνο για την ενοχή που συνοδεύει την ψήφο μιας ή δύο εκλογικών αναμετρήσεων, αλλά για τη συνενοχή δεκαετιών. Μπορείς εύκολα να αποδεχτείς το σφάλμα όταν αφορά κάτι στιγμιαίο· όταν όμως η καταστροφική σου δράση είναι πολυετής και πολυσχιδής, η ενοχή είναι κατακλυσμική και, ως τέτοια, έχει έναν μόνο δρόμο: την απώθηση.

Η διαρκής και εξελισσόμενη κρίση που ζούμε αποκάλυψε πως η πολιτική ηγεσία μπορεί να διατηρεί τα προνόμιά της, ακόμη και όταν οι πολίτες χάσουν τα δικά τους. Αυτό ακριβώς το ρήγμα μπορεί να πυροδοτήσει την «αφύπνιση» των πολιτών. Για την ανάληψη δράσης όμως, προκειμένου να αρθεί το αδιέξοδο, χρειάζεται κάτι περισσότερο από την οργίλη αντίδραση στις πλατείες. Είναι ακριβώς σαν το «Προσφυγικό»: δεν αρκεί η εθελοντική, αυθόρμητη πρωτοβουλία — χρειάζεται συντεταγμένη, προγραμματισμένη δράση. Το «καλό», όταν δεν υποτάσσεται στο υγιές ατομικό συμφέρον, στερεύει γρήγορα και μεταλλάσσεται ακόμη γρηγορότερα σε παθητικότητα.

[Εικονογράφηση: Hieronymus Bosch, Ο πειρασμός του Αγίου Αντωνίου (1501), λεπτομέρεια ].