Η δική μας αδράνεια
Με ανοιχτές τις κουρτίνες διάβασα πρόσφατα την επανέκδοση των «Αδιάφορων» του Αλμπέρτο Μοράβια, που κυκλοφόρησε σε εξαιρετική μετάφραση της Ελένης Τουλούπη από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα. Το μυθιστόρημα, το πρώτο και κατά πολλούς σημαντικότερο του μεγάλου Ιταλοεβραίου συγγραφέα, εκδόθηκε το 1929, όταν ήδη την Ιταλία εξουσίαζε ο Μουσολίνι.
Πώς όμως μπορεί κανείς να σχολιάσει ένα βιβλίο για το οποίο γράφτηκαν εκατοντάδες κείμενα εδώ και ενενήντα χρόνια; Τι καινούργιο μπορεί να έχει να πει; Κι όμως· κάθε νέα ανάγνωση, ακόμα κι αν πρόκειται για επανάληψη, φωτίζεται μέσα από διαφορετικό πρίσμα: το πρίσμα της εποχής κατά την οποία το διαβάζουμε.
Πρέπει, βέβαια, να αναφέρουμε αρχικά πως με τους «Αδιάφορους» ο Μοράβια, όπως ο ίδιος δήλωνε, φιλοδοξούσε να φέρει μια καινοτομία στη λογοτεχνία, παντρεύοντας την τραγωδία με το μυθιστόρημα. Με έναν εξαιρετικό αφηγηματικό τρόπο, θεατρικό και με πλούσιους διαλόγους, και με μια πέρα για πέρα αστική ιστορία που εκτυλίσσεται σε μόλις τρεις μέρες στις πλούσιες γειτονιές της Ρώμης στα χρόνια του Μεσοπολέμου, μιλά για τα τεκταινόμενα στους κόλπους μιας ξεπεσμένης οικογένειας — αλλά το ίδιο το θέμα προβάλλει τις συνθήκες, τη χαύνωση της ιταλικής κοινωνίας, που επέτρεψε να ξεπεταχτεί ένας δικτάτορας.
Μια μητέρα με τα δυο νεαρά της παιδιά παρασύρονται από έναν αριβίστα, τον Λέο, που, εκμεταλλευόμενος τον θάνατο του πατέρα της οικογένειας, καταφέρνει να τους παρασύρει στις ερωτικές του ορέξεις από τη μια και στην οικονομική εκμετάλλευση από την άλλη. Το τραγικό στοιχείο εδώ είναι το γεγονός πως, ενώ όλοι αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει και επιθυμούν να ξεφύγουν από την καταστροφική πορεία στην οποία τους οδηγεί ο Λέο —εραστής κατ’ αρχήν της μάνας και στη συνέχεια και της κόρης—, παρ’ όλα αυτά επιλέγουν, σχεδόν χωρίς να το αντιλαμβάνονται, την ευθεία πτώση σαν την εύκολη οδό. Ο καθένας λειτουργεί αποσπασματικά, όχι ως μέλος της οικογένειας, και χωρίς διάθεση ανάληψης ουσιαστικής δράσης. Παρασύρονται στην πτώση ακολουθώντας ένα σχέδιο που ένας άλλος προετοιμάζει γι’ αυτούς. Ο Μιγκέλ και η Κλάρα κυριαρχούνται από την αδράνεια. Κι ενώ στόχος τους είναι να δουν τη ζωή τους να αλλάζει, δεν αποφασίζουν να πάρουν τις τύχες τους στα χέρια τους σαν ομάδα, αλλά αντίθετα, ζώντας σε μια απόλυτη χαύνωση, ξεχωρίζουν τον εαυτό τους από την υπόλοιπη οικογένεια, για να αποδυναμωθούν φυσικά έτσι απέναντι στον ουσιαστικά κοινό τους εχθρό.
Με ανοιχτές, λοιπόν, τις κουρτίνες διάβασα το μυθιστόρημα, αυτή την εποχή, της μεγάλης νέας απειλής του κορονοϊού (τόσο νέας που ο αυτόματος διορθωτής κειμένου τη σημειώνει με κόκκινη υπογράμμιση), των πιεστικών προκλήσεων στα βόρεια σύνορα του Έβρου, των επανειλημμένων αναποτελεσματικών κινήσεων στο Κυπριακό με πρόσφατο αποκορύφωμα το ακόμη ένα βήμα πίσω στις προσπάθειες επαναπροσέγγισης με το κλείσιμο των οδοφραγμάτων. Ναι, έχω κάτι να πω, κι ας έχει γραφτεί το βιβλίο αυτό πριν 90 χρόνια.
Έχω να υπογραμμίσω την αδράνειά μας απέναντι σε κάθε ξεβόλεμα. Αυτή η τεράστια δύναμη που νικά την ορθολογική σκέψη και τον αυτοσεβασμό μαστίζει κάθε κοινωνία, και φυσικά και τη σημερινή. Η δύναμη της αδράνειας, του εγωκεντρισμού, μας οδηγεί στα ίδια, διαρκώς επαναλαμβανόμενα λάθη. Κι έχω να πω ακόμα πως τίποτε δεν έρχεται τυχαία. Πως τα εφτά κακά της μοίρας μας φτάνουν τη στιγμή που η κοινωνία ναρκώνεται. Τη στιγμή που σταματάμε να επαγρυπνούμε και επιτρέπουμε να αγόμαστε και να φερόμαστε από στοιχεία που εκμεταλλεύονται ακριβώς τη δική μας χαύνωση, την αδιαφορία και την αδράνειά μας.
Βλέποντάς την [Κάρλα] εκεί, όρθια, μπροστά του, σιωπηλή και πεισματάρα, όχι σαν ένοχη, αλλά σαν ένας άνθρωπος που ακούει να τον μαλώνουν με σεβασμό, ίσως και με υποταγή, αλλά σίγουρα με αδιαφορία, [ο Μιγκέλ] ένιωσε πόσο πολύ απέχει από την αλήθεια και πόσο βουτηγμένος είναι στο ψέμα λόγω της αδράνειας του πνεύματός του, και τότε τον κυρίευσε μια σκοτεινή αγωνία, μια ντροπιαστική ταπείνωση. Παντού σκοτάδι, σκέφτηκε. Σκοτάδι και τίποτε άλλο. Χαμήλωσε τα μάτια. Καιρός να αρχίσουμε από την αρχή, πρόσθεσε με βαθιά και διστακτική φωνή. Τα λάθη μας οφείλονται στην ανία και την ανυπομονησία μας για ζωή.
Ας είναι τώρα, σ’ αυτές τις τελευταίες δοκιμασίες που περνάμε, η στιγμή που θα πούμε κι εμείς: «Καιρός να αρχίσουμε από την αρχή». Η στιγμή της συμμόρφωσης στους κανόνες του συνόλου· της κοινωνίας στην οποία συμμετέχουμε.
Μαζί θα τα καταφέρουμε.
Την ελληνική έκδοση του μυθιστορήματος συνοδεύουν κάποια σημαντικά κείμενα του ιδίου τού Μοράβια αναφορικά με το βιβλίο, δύο κριτικά σημειώματα των Εντουάρντο Σανγκουινέτι και της Αλεσάντρα Γκραντέλις, καθώς και ένα χρονολόγιο για τον συγγραφέα.