Η δίψα

D
Δημήτρης Ζεγγίνης

Η δίψα

Τελείωσε τέλος Σεπτεμβρίου το σίριαλ Πάμπλο Εσκομπάρ στο STAR μετά από τρεις μήνες καθημερινής μετάδοσης. Το παρακολουθούσα κολλημένος. Από την πρώτη στιγμή στα μάτια μου η σειρά, αλλά και η ίδια η υπόθεση του Εσκομπάρ, δεν ήταν για το έγκλημα και τη διακίνηση ναρκωτικών. Αυτά ήταν παρεμπίπτοντα ζητήματα. Η υπόθεση Εσκομπάρ αφορά κυρίως την πολιτική και την εξουσία στην Κολομβία.

Την Κολομβία για πρώτη φορά τη γνώρισα μέσα από τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές, όταν πήρε το Νόμπελ το 1982 και διάβασα το «Εκατό χρόνια μοναξιά». Έγινε, ο Μαρκές, από τους αγαπημένους μου συγγραφείς και συνέχισα να διαβάζω βιβλία του, αλλά δεν με απασχόλησε πολύ η Κολομβία. Μέσα από το σίριαλ όμως άρχισα να την προσεγγίζω με ενδιαφέρον. Εδώ ξανασυνάντησα τον Μαρκές και το βιβλίο του «Η είδηση μιας απαγωγής» που αφορά ένα σημαντικό γεγονός απαγωγών από τον Εσκομπάρ.

Είναι σημαντικό να καταλάβουμε πως η Κολομβία χαρακτηρίζεται ιστορικά από τρία πράγματα: Πρώτον, την ύπαρξη μιας πολιτισμικά και αισθητικά υψηλού επιπέδου (elegant) ελίτ εξαιρετικής καλλιέργειας που κυριαρχούσε στη χώρα. Παρακολουθώντας το σίριαλ, βλέπει κανείς ανάγλυφα τον τρόπο ζωής, την εκφορά του λόγου, την καλλιέργεια, το μορφωτικό επίπεδο, αλλά ακόμα και το προσωπικό γούστο αυτής της ελίτ. Από την άλλη, βλέπουμε το χαμηλό μορφωτικό, πολιτισμικό και αισθητικό επίπεδο της μεγάλης μάζας του πληθυσμού. Δεύτερον, την ύπαρξη, λόγω της κομβικής γεωγραφικής της θέσης, ενός πνεύματος ελεύθερου εμπορίου, το οποίο όμως, πολλές φορές, δύσκολα διέκρινε τα όρια ανάμεσα στο νόμιμο εμπόριο και το λαθρεμπόριο. Φαινόμενο σύνηθες στην Ιστορία, αν θυμηθούμε τους δικούς μας καραβοκύρηδες πριν το 1821, αλλά και τους πατέρες του αμερικανικού έθνους των ΗΠΑ. Τρίτον, η χώρα είχε μια παράδοση βίαιης επίλυσης των πολιτικών και οικονομικών ζητημάτων της. Ήδη από τη δεκαετία του 1950 —για να πάρουμε τη σύγχρονη Ιστορία— υπάρχουν ένοπλες ακροαριστερές και παραστρατιωτικές ομάδες που δρουν ανεξέλεγκτα. Η τελευταία μάλιστα, η FARC, διαλύθηκε πριν λίγες ημέρες. Αυτά τα τρία μάς βοηθούν να καταλάβουμε την ιστορία του Εσκομπάρ.

Από τη δεκαετία του 1960 η χώρα κυβερνιόταν από δύο κόμματα, το συντηρητικό και το φιλελεύθερο. Η εναλλαγή αυτή είχε διαμορφώσει ένα οικονομικό καθεστώς κρατισμού και προστατευτισμού της οικονομίας. Η δυνατότητα των φτωχών αλλά και των μικροαστικών τάξεων για ανέλιξη ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Επίσης η δυνατότητα ελεύθερου νόμιμου εμπορίου ήταν περιορισμένη λόγω του προστατευτισμού. Η Κολομβία εκείνη την εποχή ήταν μια χώρα κλειστής οικονομίας και κοινωνίας, που κυβερνιόταν από την ελίτ που προανέφερα. Η οποία ελίτ ήταν φιλοαμερικανική κυρίως, γιατί εκεί σπούδαζαν, ζούσαν ή σπούδαζαν για κάποια διαστήματα, και εκεί ήταν οι κοινωνικές τους αναφορές. Από την άλλη, η πλειοψηφία του λαού βρισκόταν σε μεγάλη φτώχεια με περιορισμένους ορίζοντες καλυτέρευσης των συνθηκών ζωής.

Σε αυτό το πλαίσιο αναδεικνύεται ο Εσκομπάρ από τη δεκαετία του 1970. Προέρχεται από μια μικροαστική οικογένεια (η μητέρα δασκάλα, ο πατέρας μικρέμπορος), με σχετική μόρφωση και καλλιέργεια. Ζουν όμως στη φτώχεια παλεύοντας για τα απαραίτητα. Ασφυκτιά σε αυτό το περιβάλλον και κάνει τη συνειδητή επιλογή να ασχοληθεί με το λαθρεμπόριο και το έγκλημα. Ξεκινά με μικρολαθρεμπόριο και ως μπράβος. Εκείνη την εποχή αρχίζει να δημιουργείται μεγάλη ζήτηση στις ΗΠΑ για κοκαΐνη, προϊόν διαθέσιμο στην Κολομβία και στις γειτονικές χώρες σε μεγάλες ποσότητες λόγω της ινδιάνικης παράδοσης χρήσης του φυτού της κόκας. Ο Εσκομπάρ αρπάζει την ευκαιρία και με συνεργάτες του (το περίφημο καρτέλ του Μεντεγίν) οργανώνει το δίκτυο παραγωγής και διανομής του προϊόντος με εξαιρετική επιτυχία. Σίγουρα είχε επιχειρηματικό ταλέντο και ταλέντο στη διαχείριση ανθρωπίνου δυναμικού. Φτάνει στο τέλος της δεκαετίας του ’80 να είναι στους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο (για επτά χρόνια στη δεκάδα της λίστας Forbes), ενώ το καρτέλ του Μεντεγίν είχε ένα τζίρο δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως.

Με την εξουσία που αποκτά από το χρήμα, θεωρεί πως το επόμενο βήμα είναι η πολιτική εξουσία. Από τη μέχρι τότε εμπειρία του με τους πολιτικούς πιστεύει πως μόνο μέσω της πολιτικής μπορεί κάποιος να έχει πραγματική εξουσία. Ασχολείται λοιπόν με την πολιτική με το Νεοφιλελεύθερο κόμμα που δημιουργείται τότε, και μάλιστα εκλέγεται στο κοινοβούλιο. Το Νεοφιλελεύθερο κόμμα είναι ένα κόμμα εκσυγχρονιστικό, φιλελεύθερο και φιλοαμερικανικό, που αμφισβητεί το κατεστημένο των δύο κομμάτων εξουσίας υπό την ηγεσία του Λουίς Κάρλος Γκαλάν —προερχόμενος από τους φιλελευθέρους ο ίδιος και τα περισσότερα στελέχη του— και διεκδικεί πειστικά την εξουσία. Όταν μαθαίνουν όμως για τις ασχολίες του με τα ναρκωτικά, τον αποκηρύσσουν δημόσια και μάλιστα στην πόλη του, το Μεντεγίν. Και, σαν να μην αρκούσε αυτό, ο Γκαλάν γίνεται διαπρύσιος κήρυκας του πολέμου κατά της διακίνησης ναρκωτικών και υπερασπιστής της ανάγκης έκδοσης των ναρκοεμπόρων στις ΗΠΑ. Αυτές οι πράξεις ισοδυναμούν με κήρυξη πολέμου για τον Εσκομπάρ. Τόσο προσωπικά ο ίδιος ο Γκαλάν, όσο και η ηγετική ομάδα των Νεοφιλελευθέρων γύρω του, αλλά και συνολικότερα η κυβερνώσα ελίτ σηματοδοτούν τον εχθρό.

Για τον Εσκομπάρ είναι φανερό πως μόνο με ανοιχτό πόλεμο θα μπορέσει να «καταλάβει την εξουσία». Σε αυτό το πλαίσιο αντιμετωπίζει τους εχθρούς του με τον μόνο τρόπο που ξέρει: τη βία. Αρχίζει τις δολοφονίες, τις απαγωγές, τις τρομοκρατικές επιθέσεις και για μερικά χρόνια η χώρα βυθίζεται στο χάος.

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε πως οι ΗΠΑ εκείνη την εποχή, οδηγούμενες από την ευρύτατη χρήση ναρκωτικών και ιδίως κοκαΐνης στους δρόμους τους, αλλά και από την αδυναμία τους να ελέγξουν τη ζήτηση στο έδαφός τους, αποφασίζουν να ξεκινήσουν τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών, προσπαθώντας να περιορίσουν την προσφορά. Και η προσφορά είναι στην Κολομβία.  Σε συνεργασία λοιπόν με την κυβέρνηση της Κολομβίας, αρχίζουν τον πόλεμο κατά του Εσκομπάρ. Η κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Η Κολομβία είναι ουσιαστικά εκείνη την εποχή ένα αποτυχημένο κράτος. Η κυβερνώσα ελίτ δεν μπορεί να ελέγξει τους ακροαριστερούς αντάρτες, τις παραστρατιωτικές οργανώσεις και, τέλος, το εμπόριο των ναρκωτικών. Οι δυνάμεις ασφαλείας είναι διεφθαρμένες, όπως και ο υπόλοιπος κρατικός μηχανισμός και η δικαιοσύνη. Μετά από είκοσι χρόνια διακυβέρνησης, το μοντέλο των δύο κομμάτων εξουσίας έχει καταρρεύσει. Οι ΗΠΑ λοιπόν έρχονται ως ο από μηχανής θεός. Η κυβερνώσα ελίτ βλέπει τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών ως μια ευκαιρία εκσυγχρονισμού της χώρας, ανοίγματος της οικονομίας και διεύρυνσης των σχέσεων με τον ισχυρό παράγοντα της Βορείου Αμερικής, τις ΗΠΑ. Γι’ αυτό και ασμένως συμφωνεί με την έκδοση των υπηκόων της που εμπλέκονται στο εμπόριο ναρκωτικών στις ΗΠΑ, αν και ουσιαστικά και τυπικά παραδίδει έτσι μέρος της εθνικής κυριαρχίας.

 

Εδώ είναι σημαντικό να δώσουμε έμφαση. Αυτοί που είναι ένθερμοι υποστηρικτές του πολέμου κατά του Εσκομπάρ είναι η εκσυγχρονιστική, φιλελεύθερη πλευρά της κυβερνώσας ελίτ. Κυρίως μπαίνει μπροστά ο Γκαλάν και το Νεοφιλελεύθερο κόμμα, με τα ΜΜΕ που τους υποστηρίζουν. Θεωρούν πως, αναδεικνύοντας την αντίθεση με την παρανομία και τις έκνομες οικονομικές δραστηριότητες και δείχνοντας αποφασιστικότητα στην αντιμετώπισή τους, διαφοροποιούνται από το κατεστημένο των δύο κομμάτων εξουσίας. Με αυτό τον τρόπο, και με τη βοήθεια των ΗΠΑ, πιστεύουν πως θα πάρουν την εξουσία. Πράγμα που εντέλει όντως καταφέρνουν: στις αρχές της δεκαετίας του ’90 αρχίζει μια φιλελευθεροποίηση της οικονομίας και της κοινωνίας της Κολομβίας, πολύ σημαντική για τη μετέπειτα εξέλιξη της χώρας.

Σε αυτό το παιχνίδι εξουσίας μπλέκει ο Εσκομπάρ, ηθελημένα και γνωρίζοντας πως είναι ένα παιχνίδι εξουσίας, αλλά μη αντιλαμβανόμενος τι σημαίνει πολιτική εξουσία και ποιο είναι το εύρος της. Για τον Εσκομπάρ η εξουσία είναι κάτι απλό: χρήμα ή/και σφαίρα («Ρlata o plomo» είναι η περίφημη φράση του). Εξουσία έχει όποιος έχει χρήματα και δυνατότητα άσκησης βίας. Εναπόκειται στον άλλο να διαλέξει ένα από τα δύο. Θα λέγαμε πως σε τελευταία ανάλυση αυτό είναι το νόημα της εξουσίας. Η διαχείριση της δυνατότητας να μοιράζεις χρήματα ή/και να ασκείς βία.

Δεν μπορεί όμως να αντιληφθεί —κι αυτό τον έφαγε τελικά— πως η εξουσία του κράτους έχει τέτοιο εύρος, που είναι εξαιρετικά δύσκολο ένας άνθρωπος να τη νικήσει. Γι’ αυτόν είναι ένας πόλεμος κατά του κράτους. Από την άλλη μεριά, και για το κράτος είναι ένας πόλεμος εναντίον ενός αμφισβητία της εξουσίας του. Στο επίπεδο του πολιτικού λόγου και της επικοινωνίας όμως η διαμάχη παρουσιάζεται ως ένας αγώνας του κράτους κατά της εγκληματικότητας.

Αυτό που αποτελεί πραγματική απειλή για το κράτος είναι η οικονομική δύναμη που δίνει το εμπόριο ναρκωτικών στα καρτέλ και ειδικότερα στο καρτέλ του Μεντεγίν. Με άλλα λόγια, από τη μία το παλιό κατεστημένο διστακτικά ακολουθεί την αμερικανική πολιτική γιατί δεν θέλει να έχει κακές σχέσεις με τις ΗΠΑ, και από την άλλη το νέο κατεστημένο που αναδύεται προτάσσει σε ένα πλαίσιο λαϊκισμού τον αγώνα κατά των ναρκοεμπόρων ως έναν αγώνα κατά της διαφθοράς και της εγκληματικότητας και της υπεράσπισης του κράτους δικαίου. Παρόλο που προέρχονται από την ίδια ελίτ, επιλέγουν επιτυχώς αυτή τη διαφοροποίηση για να πάρουν την εξουσία και τελικά τα καταφέρνουν με τον Σέζαρ Γκαβίρια, διάδοχο του δολοφονηθέντα Γκαλάν, το 1990.

 

Εν είδει επιλόγου θα λέγαμε τα εξής. Η ιστορία του Εσκομπάρ είναι μια κλασική ιστορία των σχέσεων της πολιτικής εξουσίας και της διαχείρισής της με την οικονομική εξουσία και τη διεκδίκηση από αυτήν ενεργού ρόλου στην πολιτική εξουσία. Συνήθης ιστορία από την αρχαιότητα. Στην περίπτωση της Κολομβίας και του Εσκομπάρ, παίρνει απλώς την ακραία της μορφή λόγω της άσκησης καθαρής και απροσχημάτιστης βίας και από τις δύο πλευρές. Γι’ αυτό και είναι διδακτική για το πού μπορούν να φτάσουν τα πράγματα όταν η υπέρμετρη φιλοδοξία από τις δύο πλευρές για την εξουσία, με τον ξένο παράγοντα ενεργό και πανταχού παρόντα, οδηγεί σε ανεξέλεγκτη βία. Με λίγα λόγια, στην περίπτωση της Κολομβίας η μεγάλη δίψα για την εξουσία δύο ανθρώπων με έντονα στοιχεία λαϊκισμού, του Λουίς Γκαλάν και του Πάμπλο Εσκομπάρ, οδήγησε και τους δύο στο θάνατο (μαζί με εκατοντάδες άλλους και από τις δύο πλευρές) και τη χώρα στο χείλος του γκρεμού. Μόνο όταν πρυτάνευσαν πιο μετριοπαθείς απόψεις και άνθρωποι, κατάφερε η χώρα να βρει τον δρόμο της, να εκσυγχρονιστεί, να ανοίξει την οικονομία και την κοινωνία και να ζήσουν οι κάτοικοί της μια φυσιολογική ζωή για όλους.