Η ελληνική κοινωνία είναι γυμνή

P
Το ελληνάκι

Η ελληνική κοινωνία είναι γυμνή

Έχει περάσει σχεδόν ένας χρόνος από το δημοψήφισμα-φάρσα και μέσα σε αυτό το διάστημα συντελέστηκε —και συνεχίζει ακάθεκτα να συντελείται— η μεγαλύτερη μεταμόρφωση μίας χώρας σε κοινωνικό επίπεδο. Όχι, δεν είναι το κυβερνών τσίρκο, που πλέον μας έχει συνηθίσει στις αλλοπρόσαλλες δηλώσεις και αποφάσεις των στελεχών του. Δεν είναι ούτε η καθημερινή γελοιωποίηση της χώρας από τον Πρωθυπουργό της. Είναι μία βαθύτερη συνθήκη που μόλις τώρα δειλά-δειλά μάς καλωσορίζει στη νέα πραγματικότητα. Μία μεταμόρφωση που επί της ουσίας ξεγυμνώνει την ελληνική κοινωνία απέναντι στον καθρέφτη της.

Με την είσοδο της Χρυσής Αυγής στο ελληνικό Κοινοβούλιο το 2012, έσπασε για πρώτη φορά το ταμπού του φασίστα Έλληνα. Η ελληνική κοινωνία είναι μία βαθιά συντηρητική κοινωνία με έντονο το εθνικιστικό και ρατσιστικό στοιχείο. Η είσοδος της ΧΑ στο ελληνικό κοινοβούλιο και η μετέπειτα σταθερότητά της στην τρίτη θέση των κοινοβουλευτικών κομμάτων, παρά τη δημοσιοποίηση της πραγματικής της δράσης, απενοχοποίησε το πραγματικό ιδεολογικό υπόβαθρο πολλών συμπολιτών μας. Έτσι, από το 2012 και μετά, ο Φασισμός έκατσε στο ίδιο πάνελ με τη Δημοκρατία και καθημερινά έκανε δηλώσεις στις οθόνες και τις εφημερίδες μας. Στα καφενεία, οι περίεργοι σιωπηλοί τύποι απέκτησαν φωνή και στις νεανικές παρέες η ιδεολογία της ΧΑ έγινε trend.

Με τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αλλά κυρίως μετά τις πολιτικές εξελίξεις του περσινού δημοψηφίσματος και της επανεκλογής τους τον Σεπτέμβριο του 2015, έσπασε και το ταμπού του αντικοινωνικού Έλληνα. Εκείνου που δεν λογαριάζει στο παραμικρό την υπόλοιπη κοινωνία και τη χώρα, αλλά κοιτάζει πώς θα ανέλθει πατώντας σε πτώματα. Αυτό βέβαια δεν ήταν κάτι άγνωστο. Ήταν μία κοινή παραδοχή. Αυτή τη φορά όμως η κατάσταση θεσμοθετήθηκε.

Η διχαστική ρητορική επαναλαμβάνεται τόσο συχνά πλέον από την Κυβέρνηση, που αποτελεί μοναδική επιχειρηματολογία απέναντι σε οποιαδήποτε κριτική. Η διχαστική ρητορική, αυτή η μανιχαϊστική αντίληψη που πάντα υποθαλπόταν κάτω από την επιφάνεια της ελληνικής κοινωνίας, έγινε θεσμός του πολιτεύματος. Από τη στιγμή που το παραμύθι της αντιμνημονιακής υστερίας ξεγυμνώθηκε, πέρσι τέτοια εποχή ακριβώς, η νέα κυβερνητική στρατηγική δεν ήταν ο ρεαλιστικός σχεδιασμός για έξοδο από την κρίση αλλα η όξυνση του διχασμού. Αν παρατηρήσει κανείς το κυβερνητικό «έργο» του τελευταίου έτους, θα διαπιστώσει ότι εκεί ακριβώς εστιάζει: στην υποβάθμιση των δημοκρατικών θεσμών, στη συγκέντρωση υπερεξουσιών σε λίγα άτομα, στην πολιτική εισχώρηση στη Δικαιοσύνη, στον ευτελισμό της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και φυσικά στην τροποποίηση του Συντάγματος ώστε η σημερινή Κυβέρνηση να διατηρηθεί περισσότερα χρόνια στην εξουσία. Χωρίς κανένα σχέδιο για την έξοδο από την κρίση, αλλά με συνεχείς παρεμβάσεις που εντείνουν τη φτωχοποίηση ολόκληρης της κοινωνίας.

Εκεί όμως ακριβώς έγκειται και η προαναφερθείσα μεταμόρφωση: όλα αυτά γίνονται με την πλήρη ανοχή και αδιαφορία της κοινωνίας. Το περσινό δημοψήφισμα-φάρσα επέφερε τη μεγαλύτερη πολιτική απαξίωση που βίωσε ποτέ η Ελλάδα μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Και, φυσικά, η πολιτική απαξίωση επιφέρει χαμηλά ποσοστά συμμετοχής στις εκλογές και ενίσχυση των ακραίων και φανατισμένων ιδεολογιών. Εντέλει, η πολιτική απαξίωση αφήνει ελεύθερο το πεδίο στην εκάστοτε κυβέρνηση να μεταβάλει το σύστημα προς το αποκλειστικό συμφέρον της.

Όλα αυτά όμως δεν συντελούνται τυχαία, ούτε έχουν επιβληθεί (ακόμα) με τη βία. Όπως και η είσοδος της ΧΑ στο κοινοβούλιο πριν τέσσερα χρόνια, έτσι και η παρούσα κατάσταση θεμελιώνεται γερά πάνω σε ήδη υπάρχουσες κοινωνικές νοοτροπίες. Το ποσοστό που έχει χάσει ο ΣΥΡΙΖΑ τον τελευταίο χρόνο δεν είναι από απογοητευμένους ψηφοφόρους του που δεν είδαν τελικά τη μαγική μεταμόρφωση της χώρας και της οικονομίας όπως είχε εξαγγείλει προεκλογικά ο Αλέξης Τσίπρας. Το μεγάλο ποσοστό, αυτό που κάποτε ψήφιζε και ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, είναι αυτό που περίμενε πως δεν θα πληρώσει ΕΝΦΙΑ. Τόσο απλά και κοφτά.

Το κρίσιμο ποσοστό ψηφοφόρων που ανεβάζει και ρίχνει κυβερνήσεις κατά το δοκούν είναι αυτό το ποσοστό που πάντα ψηφίζει με μία συγκεκριμένη στενόμυαλη και βραχυπρόθεσμη προοπτική. Όχι για τη χώρα ή την υπόλοιπη κοινωνία: για τον εαυτό του. Άλλωστε, και ο ίδιος ο Πάνος Καμμένος, τον Δεκέμβριο του 2014, είχε δηλώσει ρητά μέσα στην προεκλογική περίοδο ότι η παιδεία και ο πολιτισμός δεν αναφέρονται ούτε σε μία πρόταση στις προτάσεις του κόμματός του επειδή «τώρα που είμαστε σε εμπόλεμη περίοδο [sic], η παιδεία και πολιτισμός δεν έχουν καμία αξία». Δεν γνωρίζω πόσοι από τους 293.000 συμπολίτες μας που τον ψήφισαν έχουν παιδιά ή όχι· θα είναι πολλοί. Το ίδιο και ένα μεγάλο ποσοστό από τους περίπου 1,9 εκατομμύρια Έλληνες που επανεξέλεξαν Πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα, χωρίς προφανώς να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τις δηλώσεις και τις απόψεις του κυβερνητικού του εταίρου.

Εάν πριν τέσσερα χρόνια απενεχοποιήθηκε ο φασίστας Έλληνας, εδώ και ένα χρόνο απενεχοποιείται ο αντικοινωνικός, αντιδημοκρατικός Έλληνας. Αυτός που θεωρεί φυσιολογικό τον διορισμό μίας στρατιάς από Καρανίκες, τις συντηρητικές, διχαστικές και ολοκληρωτικές απόψεις των στελεχών της Συγκυβέρνησης και ανθρώπους σαν τον Πολάκη και των ομοίων του στις θέσεις διοίκησης της χώρας.

Οι «Ε, όλοι τα ίδια είναι, οπότε εγώ κοιτάω την πάρτη μου», είναι πλέον στην εξουσία, και η κοινωνία από κάτω συμπορεύεται μαζί τους υπνωτισμένη. Η ιστορία έχει δείξει πως τέτοιες βίαιες κοινωνικές μεταβολές προφανώς έχουν βαθύτερες ρίζες, οι οποίες για να κοπούν χρειάζονται χρόνια.

Πολλά χρόνια.