Η εμμονή της μνήμης

C
Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη

Η εμμονή της μνήμης

Εδώ και χρόνια, και μετά από πάμπολλες (θετικές) εκπλήξεις, έχω πάψει να πιστεύω πως το πρώτο κεφάλαιο σ’ ένα μυθιστόρημα αποτελεί καθρέφτη του συνόλου. Με άλλα λόγια, έπαψα ν’ απογοητεύομαι από ένα αδιάφορο πρώτο κεφάλαιο κι επιμένω να διαβάζω τη συνέχεια, πριν συμπεράνω αν ένα βιβλίο μού αρέσει ή όχι. Τον ίδιο κανόνα υπόσχομαι πλέον να εφαρμόζω και στην περίπτωση που, σε πρώτη όψη, κάτι στο συνολικό «πακέτο» που λέγεται βιβλίο μ’ ενοχλεί.

Τούτων δοθέντων, αν δεν είχα την περιέργεια να δω πώς είναι το μοναδικό μυθιστόρημα που έγραψε η Λίντια Ντέιβις, τα διηγήματα και οι σύντομες ιστορίες της οποίας έχουν αγαπηθεί ιδιαίτερα και έχουν μάλιστα κατ’ επανάληψη βραβευτεί, θα έχανα την ευκαιρία να διαβάσω ένα δυνατό και πρωτότυπο μυθιστόρημα. Και αναφέρομαι βέβαια στο βιβλίο της με τίτλο «Το τέλος της ιστορίας» που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος σε μετάφραση της Ρίτας Κολαΐτη.

Το πρώτο λοιπόν εμπόδιο —που μόνη μου, ασφαλώς, είχα θέσει— ήταν το γεγονός ότι το συγκεκριμένο «ερωτικό» μυθιστόρημα, όπως είχε διαφημιστεί στα αγγλικά Μέσα —θέμα, έτσι κι αλλιώς, όχι ιδιαίτερα προσφιλές σε μένα—, φέρει έναν βαρύ τίτλο. Ίδιο μ’ αυτόν που έδωσε σε κάποιο έργο του ο Λουίς Σεπούλβεδα και το οποίο με συγκλόνισε. Το βιβλίο του Σεπούλβεδα, ένα λιγότερο πολιτικό νουάρ και περισσότερο ιδεολογικό μυθιστόρημα, αναφέρεται σ’ έναν παλαίμαχο Χιλιανό επαναστάτη, τον οποίο εκβιάζουν προκειμένου να σκοτώσει έναν πρώην βασανιστή του Πινοτσέτ. Από την άλλη, για το βιβλίο της Ντέιβις είχα διαβάσει πως αφορά «μια προσπάθεια της πρωταγωνίστριας να οργανώσει τις μνήμες της από μια ερωτική σχέση και να τις μετατρέψει σε μυθιστόρημα».

Κι όμως. Επέμεινα. Και το διάβασα.

Στις πρώτες κιόλας σελίδες του, η έκπληξή μου —δεν θα τη χαρακτήριζα θετική— ήταν τεράστια. Τίποτα σ’ αυτό το κείμενο δεν θύμιζε τις σύντομες, καθόλου αφηγηματικές και ιδιαίτερα αιχμηρές προτάσεις στις οποίες μας συνήθισε μέσα από τα διηγήματά της η συγγραφέας. Αντίθετα, μου φάνηκε πως είχα να κάνω μ’ ένα απλό μυθιστόρημα, μια συνηθισμένη και καθημερινή, φλύαρη, τολμώ να πω, ιστορία. Για μια αποτυχημένη σχέση αγάπης, μεταξύ της πρωταγωνίστριας, συγγραφέας και καθηγήτρια στο επάγγελμα, με έναν κατά δώδεκα χρόνια νεότερο φοιτητή, την οποία αγωνίζεται να ανακαλέσει στη μνήμη της προκειμένου να την ξεπεράσει, να οργανώσει τις λεπτομέρειές της και να την αναπλάσει σε μυθιστόρημα.

Η αφήγησή της ξεκινά ήρεμα:

Το ν’ αναπολώ τα περασμένα, να ξαναφέρνω στον νου μου εκείνη τη βραδιά, ήταν σχεδόν καλύτερο από το ότι την έζησα. Κι αυτό γιατί στην ανάμνησή μου δεν προχωρούσε πιο γρήγορα απ’ όσο μπορούσα να τη διαχειριστώ, δεν ανησυχούσα για τον ρόλο μου, και δεν τυραννιόμουν από την αμφιβολία: ήξερα πώς θα κατέληγε. Την ξαναζούσα τόσο συχνά, ώστε ήταν σαν να ’χε συμβεί μόνο και μόνο για να την ξαναζήσω αργότερα.

Όσο, όμως, προχωρά, οι προτάσεις μεγαλώνουν, οι εμμονές γίνονται αισθητές, οι περιγραφές επαναλαμβάνονται επίμονα, αντικατοπτρίζοντας τη δυσκολία της αφηγήτριας να θυμηθεί, να εξηγήσει, να αιτιολογήσει. Να βάλει μια τάξη στη μνήμη της, να σταχυολογήσει τα γεγονότα, τα συναισθήματα, τις αντιδράσεις, δικές της και δικές του.

Κι εκεί που άρχισα να λέω πως αυτό το μυθιστόρημα βλέπω να με κουράζει κάτω από τη φαινομενική απλότητα των λέξεων και των εννοιών, όσο προχωρούσε η αφήγηση άρχισε να γεννιέται ένα εντυπωσιακά σφικτό μείγμα λογοτεχνίας και φιλοσοφίας. Η αφηγήτρια αρχίζει να λειτουργεί διττά, λες και είναι η ίδια ο ψυχαναλυτής του εαυτού της.

Προσπαθώντας να φέρει ξανά την εικόνα του στην μνήμη της, δηλώνει:

Τώρα πια, έχω συνηθίσει την εκδοχή του προσώπου του που έχω δημιουργήσει με υλικό τις αναμνήσεις μου και εκείνη τη μια και μόνη φωτογραφία. Αν έβλεπα […] πολλές φωτογραφίες τραβηγμένες από διαφορετικές γωνίες και με διαφορετικό φωτισμό, θα έπρεπε να συνηθίσω ένα άλλο πρόσωπο. Δεν θέλω να κλονιστώ τώρα…

Μέσα από την επανάληψη των γεγονότων, όσο μελετά και ερευνά τις στιγμές και τις λεπτομέρειες της σχέσης, κάποτε αποθαρρύνεται (Προσπαθούσα να βάλω μια τάξη, αλλά οι σκέψεις μου δεν βρίσκονται σε τάξη — η μια διακόπτει την άλλη, η μια αντιφάσκει με την άλλη και επιπλέον οι αναμνήσεις μου είναι συνήθως σφαλερές, συντετμημένες ή σωριασμένες η μια πάνω στην άλλη),

άλλοτε αναγνωρίζει πως οι δικές της επιφυλάξεις λειτούργησαν σαν φράγμα στη σχέση (Θα μπορούσα να τον συνηθίσω [τον εκκωφαντικό θόρυβο της σπασμένης εξάτμισης του αυτοκινήτου του] ή ακόμα και να τον απολαμβάνω, αν δεν φοβόμουν μήπως ο κόσμος του με καταβροχθίσει, αν δεν ήμουν προσκολλημένη τόσο πεισματικά στον δικό μου — στο αυτοκίνητό μου, στο σπίτι μου, στην πόλη μου, στους φίλους μου) ή συνειδητοποιεί πως πρόκειται για έναν έρωτα στον οποίο ουσιαστικά δεν είχε πιστέψει (Δεν ήξερα τι έκανε ακριβώς όταν δεν ήταν μαζί μου. Τον φανταζόμουν να κάθεται ολομόναχος στο δωμάτιο του, ή να ασχολείται με κάτι, κάτι το ταπεινό πάντα και ενδεχομένως ταπεινωτικό), οπότε αναγκάζεται να προβαίνει σε προσωπικές εξομολογήσεις (Στην πραγματικότητα ήθελα να τον είχα κοντά μου και ταυτόχρονα να απομακρύνομαι από αυτόν). Και είναι τότε που η αφηγήτρια αρχίζει να συνειδητοποιεί τις εμμονές της:

Κι όμως, αφότου μ’ εγκατέλειψε, αναζητούσα διαρκώς το αυτοκίνητό του, τόσο επίμονα και για τόσους μήνες […] κι αυτό άρχισε να αποκτά μια αυτοτελή ύπαρξη, έγινε ένα ζωντανό πλάσμα, ένα είδος ζώου, ένας μικρός σύντροφος, ένας σκύλος, φιλικός και πιστός, ή ένας άγνωστος σκύλος, απειλητικός και επιθετικός. […] Όταν δεν ήμασταν πλέον μαζί, ό,τι μ’ ενοχλούσε σ’ εκείνον είχε πάψει πια να μ’ ενοχλεί. Μού ήταν πιο δύσκολο να βρίσκω κάτι το παράταιρο, επειδή τα χαρακτηριστικά του, παρόλο που παρέμεναν ίδια, είχαν συρρικνωθεί. Και, επειδή δεν τα πρόσεχα πια, είχαν γίνει σχεδόν αδιόρατα.

Και τελικά να αυτοαμφισβητείται:

Ίσως απλώς να ήθελα να είμαι ο θεματοφύλακας αυτού του έρωτα: ήθελα να τον αφήνω να υποφέρει, γιατί ήμουν ασφαλής σ’ αυτόν τον ρόλο και γιατί δεν υπέφερα εγώ.

Εστιάζοντας στον εσωτερικό διαλογισμό, μπαίνει σε μια παλιρροϊκή δίνη που την οδηγεί πίσω στον καιρό της σχέσης και της επιτρέπει να την απομυθοποιήσει και να δώσει στην ίδια τη θετική ενέργεια και ευεξία που χρειάζεται για να λυτρωθεί από το παρελθόν. Αποβάλλοντας τις ψευδαισθήσεις, η προσωπική της ιστορία αρχίζει να διεισδύει στα γραπτά της, στα βιβλία που μεταφράζει, αλλά και στο μυθιστόρημα που θέλει να γράψει. Η εικόνα του αγαπημένου της εξασθενεί και μεταμορφώνεται σε απλά στοιχεία που θα χρησιμεύσουν στη νέα σύνθεση του μύθου.

Κι όταν πια όλα θα πάρουν το βάρος που τους αξίζει, θα αρκεί μια απλή τελετουργική πράξη, ένα φλυτζάνι πικρό τσάι, για να την οδηγήσει σ’ αυτό που με τόση αγωνία αναζητούσε: στο «τέλος της ιστορίας»…

Το μυθιστόρημα της Λίντια Ντέιβις είναι σαφώς πολύ περισσότερο από μια απλή ιστορία αγάπης. Η Λίντια Ντέιβις, πολυβραβευμένη Αμερικανίδα συγγραφέας και μεταφράστρια, είναι σήμερα εβδομήντα χρονών. Είναι ιδιαίτερα γνωστή για τις μικρές της ιστορίες, που μερικές φορές εξαντλούνται μέσα σε δυο-τρεις προτάσεις. Υπήρξε καθηγήτρια δημιουργικής γραφής στο Πανεπιστήμιο του Όλμπανι της Νέας Υόρκης. Εκτός από το «Τέλος της ιστορίας», κανένα άλλο έργο της δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά.

Στρωτό και δυνατό το κείμενο της μετάφρασης από τη Ρίτα Κολαΐτη, η οποία σέβεται και μεταφέρει απόλυτα το ύφος στο οποίο μάς έχει συνηθίσει η συγγραφέας.