Η εποχή του Ντρόουγκρ

C
Άντζη Κουνάδη

Η εποχή του Ντρόουγκρ

Πριν τρία ή τέσσερα καλοκαίρια, επισκεπτόμενη την Έκθεση Βιβλίου στο Πασαλιμάνι, σταμάτησα να ρίξω μία ματιά στο περίπτερο των Εκδόσεων Διόπτρα. Αγαπούσα και αγαπώ τις συγκεκριμένες εκδόσεις, καθώς έχουν πολλούς τίτλους ξένων αστυνομικών μυθιστορημάτων, σε πολύ καλές μεταφράσεις και πάντα προσεκτικά επιμελημένα.

Εκεί λοιπόν, ένας γλυκύτατος υπάλληλος, βλέποντάς με να χαζεύω το «Τελευταίο αίνιγμα» της Marisha Pessl, μου πρότεινε και έναν άγνωστο για εμένα Έλληνα συγγραφέα, κάποιον Γιαννίση, και το βιβλίο του «Το Μίσος» με ήρωα τον επιθεωρητή Άντερς Οικονομίδη — ένα μυθιστόρημα που διαδραματιζόταν στην Σουηδία. Θα είμαι ειλικρινής, δεν ήθελα να το πάρω. Σκέφτηκα, «Ουφ τώρα, Έλληνας συγγραφέας που γράφει σκανδιναβικό αστυνομικό και καλά… Ποιος νομίζει ότι είναι, ο Mankell;» Όμως, ο εν λόγω υπάλληλος απεδείχθη ικανός να πουλήσει άμμο σε Άραβα και σε εμένα το «Μίσος». Επιστρέφοντας σπίτι, το έβαλα στη στοίβα με τα άλλα αδιάβαστα και —ναι, ναι, το παραδέχομαι— το ξέχασα…

Κάποια στιγμή το 2017 έγινα μέλος στο Facebook της ομάδας «ΦΙΛΟΙ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ» και πήρε το μάτι μου δεκάδες αναφορές στο βιβλίο. Σκέφτηκα λοιπόν, «Δεν μπορεί να κάνουν όλοι λάθος και εγώ η περίεργη. Ας το διαβάσω». Το διάβασα. Και μου άρεσε. Πραγματικά μού άρεσε. Και μου άρεσε τόσο ώστε να αγοράσω και τα επόμενα δύο βιβλία του ιδίου, το «Κάστρο» και τον «Χορό των Νεκρών», και να ανακαλύψω έτσι έναν νέο συγγραφέα που κάθε του προσπάθεια ήταν καλύτερη από την προηγούμενη.

Με αυτά και με αυτά, φτάσαμε στον Μάιο του 2018 και στο νέο βιβλίο του Βαγγέλη Γιαννίση, τη «Σκιά», που για την ακρίβεια κυκλοφόρησε πριν από μόλις λίγες ημέρες. Το προπαρήγγειλα φυσικά με ιδιόχειρη αφιέρωση του συγγραφέα (το πατουσάκι του Jax ήταν bonus), τον οποίο πλέον γνωρίζω και προσωπικά. Όπως συνέβη και με τον Δημήτρη Σίμο, αγόρασα τη «Σκιά» με μία μικρή επιφύλαξη: φοβόμουν μήπως δεν μου άρεσε και πώς θα το έλεγα στον Βαγγέλη…

Ευτυχώς, από τις πρώτες σελίδες οι φόβοι μου εξανεμίστηκαν.

Η κοπέλα ανατρίχιασε — όχι εξαιτίας μιας ψυχρής ριπής ανέμου η οποία ξύρισε τον σβέρκο της, τρυπώνοντας ύπουλα μέσα από το πλεγμένο με μαλλί μερινό κασκόλ της, ούτε εξαιτίας του πηχτού σκοταδιού το οποίο είχε αρχίσει να χρωματίζει τον ουρανό με σκούρες αποχρώσεις ήδη από τις τεσσερισήμισι. Ήταν άλλωστε συνηθισμένη στις μοναχικές απογευματινές βόλτες στο δάσος κοντά στο σπίτι της παρέα με την Μπέτι, το μαύρο ροτβάιλερ που είχε υιοθετήσει μαζί με το αγόρι της πριν από σχεδόν μία πενταετία. Ωστόσο, από τη στιγμή που έκλεισε την πόρτα του σπιτιού της και άρχισε να περπατάει στο λασπωμένο μονοπάτι, δεν μπορούσε να διώξει μια δυσοίωνη αίσθηση, η οποία είχε κολλήσει στο πίσω μέρος του λαιμού της σαν τη δυσάρεστη γεύση ενός φαρμάκου και την εμπόδιζε να καταπιεί. Ήταν σίγουρη —δίχως να ξέρει το γιατί— πως κάτι την παρακολουθούσε …

Αλλά δεν θέλω να σας προϊδεάσω περισσότερο. Θα καταδυθείτε, άλλωστε, αμέσως μέσα του, ήδη από τις πρώτες του αράδες. Και, πιστέψτε με, η «Σκιά» θα σας ανταμείψει.

Ο Βαγγέλης Γιαννίσης έγραψε ένα (ακόμη) σκανδιναβικό αστυνομικό μυθιστόρημα με μία ελληνική πινελιά. Ο ήρωάς του, ο Άντερς Οικονομίδης, αν και Σουηδός μέχρι το κόκαλο, δεν μπορεί να αποτινάξει από πάνω του κάποιες δικές μας συνήθειες: είναι εγγεγραμμένες στο DNA του. Και αυτό είναι που διαφοροποιεί τον Βαγγέλη Γιαννίση από τους υπόλοιπους συγγραφείς του είδους, αυτό που τον κάνει να ξεχωρίζει. Γιατί κατά τα άλλα τα μυθιστορήματά του είναι ατόφια σκανδιναβική σχολή — και μάλιστα υψηλού επιπέδου.

Η υπόθεση σε κερδίζει αμέσως, και είναι όσο αιματοβαμμένη χρειάζεται χωρίς να γίνεται σπλάτερ. Κοφτή, γρήγορη γραφή, με αρκετές επεξηγήσεις όπου πρέπει (κάποιους ίσως τους ξενίσει αυτό, αλλά αμφιβάλλω αν υπάρχουν πολλοί αναγνώστες που γνωρίζουν πολλά περί Black Metal μουσικής, για παράδειγμα), και ανατροπές τόσο όσο. Και μέσα σ’ όλα αυτά και ένα στοιχείο μεταφυσικού, που δεν υπήρχε στα προηγούμενα βιβλία, και που μου έφερε στο μυαλό τον γίγαντα Graham Masterton:

Μπορεί το Ζάναξ που πήρε να μούδιασε κάπως τον ξαφνικό φόβο, ωστόσο δεν μπορούσε να διώξει από το μυαλό του τη σκέψη πως μια δυσάρεστη οσμή τον ακολουθούσε από τότε που βγήκε από το διαμέρισμα της Άνα Λάρσον, ενώ μια σκοτεινή παρουσία η οποία κινούνταν στα όρια του οπτικού του πεδίου επισκίαζε το κάθε του βήμα.

To παιχνίδι με την όσφρηση, την πιο υποτιμημένη αίσθηση, βρίσκεται παντού στο βιβλίο. Υποτιμημένη γιατί ξεχνάμε ότι κάποιες φορές οι ωραιότερες αναμνήσεις μας έχουν απόλυτη σχέση με κάτι που μυρίσαμε και πως αυτή η οσμή μπορεί να επαναφέρει στον νου μας κάτι που διαφορετικά θα είχαμε ξεχάσει. Και, συγχρόνως, ναι, δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από μία μυρωδιά που δεν φεύγει ποτέ, που δεν βγαίνει από πάνω σου όσο και να τριφτείς στο μπάνιο, όσο και να πλύνεις τα ρούχα που φορούσες τότε

Όσοι έχουν διαβάσει τα προηγούμενα βιβλία του Γιαννίση θα ξαναβρούν παλιούς αγαπημένους χαρακτήρες και στη «Σκιά». Υπάρχει όμως και ένας νέος που μου άρεσε πολύ: η Άριελ Ριβέρα, με τα προβλήματα και τα μυστικά της —μεγάλο μέρος της πλοκής στηρίζεται πάνω της—, έδωσε μια άλλη πνοή στην υπόθεση. Θα καταλάβετε τι εννοώ διαβάζοντας το βιβλίο. Και είμαι σίγουρη πως θα την αγαπήσετε και εσείς.

Για να τελειώσω: δεν κουράζεσαι να διαβάζεις τη «Σκιά» — δεν κάνει πουθενά κοιλιά, θέλεις να γυρίζεις τις σελίδες συνέχεια και συνέχεια, μέχρι να τελειώσει. Ο Βαγγέλης Γιαννίσης ωρίμασε πολύ, παρά το νεαρό της ηλικίας του (είναι δεν είναι 30 χρονών), και δεν έχει πια τίποτα μα τίποτα να ζηλέψει από τους διάσημους Σκανδιναβούς συνάδελφους του.