Η εύκολη αρετή

C
Χρήστος Γραμματίδης

Η εύκολη αρετή

Χρήστος Γραμματίδης, Αλεχάντρο Γκονσάλες Ινιάριτου, Birdman, Κινηματογράφος

Παρόλο που το «Birdman» (ή «Η Απρόσμενη Αρετή της Αφέλειας») του Αλεχάντρο Γκονσάλες Ινιάριτου μιλά για έναν δυσαρεστημένο σκηνοθέτη που ξεγυμνώνει την ψυχή και τα σωθικά του απευθυνόμενος σ’ ένα άκαρδο κοινό και σε μια στυγνή κριτική, η πορεία της ταινίας προς τη δόξα των πολλαπλών βραβείων ήταν μάλλον ταιριαστή. Ενώ η ταινία είναι φαινομενικά ένα οργισμένο μανιφέστο υπέρ της καλλιτεχνικής ακεραιότητας και ενάντια στη βιομηχανία του πολιτισμού που πούλησε τον Ρέιμοντ Κάρβερ για τον Μπάτμαν (καθώς και ενάντια στην αγράμματη κριτική που είναι απρόθυμη ή ανίκανη να καλλιεργήσει τις τεχνικές της ικανότητες), η κραυγή διαμαρτυρίας του «Birdman» είναι μάλλον χλιαρή και άσφαιρη. Παρότι σε αδρές γραμμές έχει την απαιτούμενη δόση αγριάδας (όπως αναπόφευκτα κάθε πολεμική), το «Birdman» είναι επίσης (λόγω Ινιάριτου ) ένα αρκετά πληθωρικό έργο τέχνης, η δεξιοτεχνία του οποίου έγκειται στο ότι είναι εύπεπτο. Τα βάζει με όλους εκτός από το είδος των ανθρώπων που θα το αποθεώσουν, όντας εντέλει το ίδιο συμβιβασμένο όπως ο ήρωας του: ένας γλείφτης που παρακαλάει για βραβεία, ενώ υποκριτικά τραγουδάει το εγκώμιο της δυσκολίας.

Ο Μάικλ Κίτον εκμεταλλεύεται στο έπακρο τον σπάνιο πρωταγωνιστικό ρόλο του Ρίγκαν Τόμσον, ένα όνομα του Χόλιγουντ το πάλαι ποτέ, οι μέρες του οποίου ως σταρ ταινιών με τον ομότιτλο της ταινίας υπερήρωα έχουν περάσει ανεπιστρεπτί (είναι ενδιαφέρον ότι ο υπερήρωας που υποτίθεται έπαιζε ο Ρίγκαν είναι πιο κοντά στον Μπάτμαν του Κρίστιαν Μπέιλ και του Νόλαν από ό,τι στα φιλμ του ίδιου του Κίτον και του Τιμ Μπάρτον). Καθώς μαστίζεται από οικονομικά προβλήματα, οικογενειακά δεινά με τη θητεύσασα σε κέντρο αποτοξίνωσης κόρη του Σαμ (Έμα Στόουν) και μικροπρεπείς ζήλιες προς τους επαγγελματικούς του ανταγωνιστές σαν τον ηθοποιό Μάικ (Έντουαρντ Νόρτον), ο Ρίγκαν αποφασίζει να κάνει μια τελευταία προσπάθεια για λύτρωση, με τους δικούς του όρους αυτή τη φορά. Αγνοώντας την άρνηση που εισπράττει από την εσωτερική φωνή του φτερωτού alter ego του (που τον αντιμετωπίζει κάθε φορά που κοιτάζει στον καθρέφτη), ο Ρίγκαν αποφασίζει να ποντάρει ό,τι έχει απομείνει από την καριέρα του σε μια προσπάθεια να σκηνοθετήσει και να πρωταγωνιστήσει στο Μπρόντγουεϊ σε μια πλούσια, δυνητικά καταστροφική διασκευή του διηγήματος του Ρέιμοντ Κάρβερ «What We Talk About When We Talk About Love».

Αν η ασυμβατότητα μεταξύ του έντονου μινιμαλισμού του Κάρβερ και των αθεράπευτα μαξιμαλιστικών τάσεων του Ινιάριτου  προορίζεται να λειτουργήσει σαν αστείο, είναι το μόνο ελαφρώς επιτυχημένο αστείο σε αυτήν την πεισματικά μη αστεία απόπειρα για «μαύρη» κωμική σάτιρα. Ενώ το ωμό στυλ του Ινιάριτου  δούλεψε λίγο-πολύ αποτελεσματικά στο μαινόμενο μελόδραμα του «Amores Perros» και στο υπερευαίσθητα μαρτυρικό «Biutiful», το παντελώς ελλείπον χιούμορ στη μέχρι τώρα φιλμογραφία του καθιστά σαφές ότι δεν έχει κάποια ιδιαίτερη ικανότητα για κωμωδία. Και, πράγματι, η σάτιρα στο «Birdman» δεν λειτουργεί επειδή είναι εύκολη και ανέμπνευστη: «Είναι αλήθεια ότι κάνετε ενέσεις με σπέρμα από γουρούνια;» ρωτά μια δημοσιογραφίσκος τον Ρίγκαν — κι αμέσως προσθέτει «Γράφτηκε στο Τwitter», λες και η απλή αναφορά των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αρκεί για να σημάνει την κενότητα. Το φιλμ φιλοδοξεί να μας δείξει ότι υπάρχει πολλή βλακεία στον κόσμο, ότι υπάρχουν κακιασμένες ψηφιακές ορδές (που κάνουν viral ένα βίντεο με τον Ρίγκαν κλειδωμένο έξω από το καμαρίνι του να γυρνάει με τα εσώρουχα), και φυσικά ότι υπάρχουν κενόδοξοι κριτικοί της παλιάς φρουράς, άκαρδοι πορτιέρηδες του κλειστού κλαμπ της τέχνης που δεν θα καταδέχονταν να αφήσουν έναν αρχάριο, όπως ο Ρίγκαν, να περάσει πριν πληρώσει το εισιτήριό του με αίμα.

Αυτή η τελευταία κατηγορία στόχων σάτιρας (η κριτική και οι κριτικοί) οδηγεί σε μία από τις πλέον αμφισβητούμενες στιγμές του «Birdman»: ενώ η Λίνζι Ντάνκαν είναι εντυπωσιακή στον ρόλο της Τάμπιθα, μιας λιτής, ώριμης κριτικού θεάτρου για τους New York Times (μάλλον υπάρχει εδώ μια έμμεση αναφορά στην πασίγνωστη κριτικό ταινιών της ίδιας εφημερίδας Μανόλα Ντάργκις), το θέαμα του ολίγον τσαντίλα Μάικ και του ιδρωμένου Ρίγκαν (δύο τύποι που υποτίθεται υποφέρουν για την τέχνη τους) να κατσαδιάζουν την κορυφαία κριτικό στον κόσμο για έλλειψη επάρκειας δεν πείθει καθόλου. Θα μπορούσε ασφαλώς να υποστηριχτεί ότι η Τάμπιθα δεν είναι πραγματική περσόνα αλλά απλώς μια προβολή της μισογυνικής οργής του Ρίγκαν και της καλλιτεχνικής του ανασφάλειας. Αλλά, ακόμη κι αν το δεχτούμε αυτό, το πρόβλημα είναι ότι το «Birdman», παρ’ όλη την τάση του προς τον μαγικό ρεαλισμό, δεν καταφέρνει να γίνει αρκετά «ανισόρροπο» φορμαλιστικά ώστε να το νιώσουμε σαν όνειρο. Το «Birdman», κι εδώ είναι το πρόβλημα, δεν καταφέρνει εντέλει να γίνει αυτό που αφηγείται: το παραληρηματικό κύκνειο άσμα που μπορεί να καταφέρει να φτιάξει ένας ηθοποιός δεύτερης κατηγορίας που μεταμορφώθηκε σε εγωιστή σκηνοθέτη μέσα σ’ ένα καμαρίνι που, όπως λέγεται στην τανία, «μυρίζει αρχιδίλα».

Στην καλύτερη περίπτωση, το «Birdman» είναι μια απόπειρα για στιλ Γουές Άντερσον: το ερειπωμένο θέατρο του Ρίγκαν, στη θέση του ερμητικά κλειστού υποβρυχίου στο «The Life Aquatic with Steve Zissou», με τους διαδρόμους του να οδηγούν από τη μία κάθαρση στην άλλη. Κι ενώ η δουλειά του Ιμάνιουελ Λουμπέζκι στα μακρόσυρτα πλάνα (αόρατα μονταρισμένα ώστε όλη η ταινία να μοιάζει να γυρίστηκε μεμιάς, μια μεγάλη μονοκόμματη βόλτα στη σκοτεινή νύχτα της ψυχής του Ρίγκαν) είναι μια αναζωογονητική εναλλαγή σε σχέση με τις φανταχτερές επιλογές του Ινιάριτου  στο «21 Grams» ή στο ψευδομυστικιστικό γαϊτανάκι του «Babel» γύρω από την υφήλιο, το αποτέλεσμα είναι τελικά μέτριο. Αν και ο Λουμπέζκι είναι σαφώς το μεγαλύτερο ατού της ταινίας, πρόκειται για αμφίβολης αξίας διάκριση, καθώς τα μαγικά κόλπα της κάμερας του είναι, σε τελική ανάλυση, στην υπηρεσία ενός κοινότοπου, αυτάρεσκου σεναρίου. Παρ’ όλο το μπλα-μπλα του για τις αρετές της αχαλίνωτης δημιουργικότητας, το «Birdman» λειτουργεί ως επιβεβαίωση αυτού που ήδη πιστεύουν οι «δήθεν» καλλιτέχνες και οι ψευτοκουλτουριάρηδες κριτικοί: ότι λίγος φορμαλιστικός στόμφος, ρηχός στη σύλληψη και επιδεικτικός στην εκτέλεση, είναι το μόνο που χρειάζεται για να κάνεις μεγάλη τέχνη.