Η Ευρωπαϊκή Ένωση σε πόλεμο

P
Αθανάσιος Τσιούρας

Η Ευρωπαϊκή Ένωση σε πόλεμο

Την περασμένη εβδομάδα, η Γαλλία επικαλέστηκε το άρθρο 42 παρ. 7 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ζήτησε να τη συνδράμουν τα υπόλοιπα κράτη-μέλη τής ΕΕ στην κατάσταση πολέμου στην οποία βρίσκεται. Η διάταξη αυτή προστέθηκε στις ευρωπαϊκές συνθήκες με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας και προβλέπει τα εξής:

«Εάν ένα κράτος-μέλος είναι θύμα ένοπλης επίθεσης στο έδαφός του, τα άλλα κράτη-μέλη θα πρέπει να έχουν απέναντί του μία υποχρέωση βοήθειας και συνδρομής με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, σύμφωνα με το Άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Αυτό δεν θα πρέπει να θίγει τον ειδικό χαρακτήρα της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας ορισμένων κρατών-μελών. Οι δεσμεύσεις και η συνεργασία σε αυτό τον τομέα θα πρέπει να είναι σύμφωνες με τις δεσμεύσεις απέναντι στο ΝΑΤΟ, το οποίο, για εκείνα τα κράτη που είναι μέλη του, παραμένει το θεμέλιο της συλλογικής άμυνας και το όργανο της εφαρμογής της».

Όλα τα κράτη-μέλη τής ΕΕ δεσμεύτηκαν ότι θα συνδράμουν τη Γαλλία.

Έχει μια αξία να διαβάσουμε λίγο πιο αναλυτικά την παραπάνω διάταξη, τις προϋποθέσεις για την επίκλησή της και τις συνέπειες της εφαρμογής της.

Η παράγραφος αυτή, λοιπόν, αναφέρεται σε ένοπλη επίθεση. Η έννοια της ένοπλης επίθεσης στη διάταξη δεν είναι το «αντάρτικο πόλεων» ή η τρομοκρατική επίθεση — η περίπτωση αυτή καλύπτεται στο άρθρο 222 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά την οποία η ΕΕ και τα κράτη-μέλη επιδεικνύουν αλληλεγγύη σε κράτη που έχουν πληγεί, μεταξύ άλλων, από τρομοκρατικές επιθέσεις ή φυσικές καταστροφές. Ως ένοπλη επίθεση σε αυτή τη διάταξη νοείται η στρατιωτική εισβολή. Αυτό είναι προφανές από τη στιγμή που γίνεται αναφορά στο άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ. Το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ είναι η διάταξη που αναφέρεται στο δικαίωμα της (στρατιωτικής) άμυνας των κρατών. Επομένως, μιλάμε για μία διάταξη που καλύπτει την περίπτωση κράτους-μέλους που βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση, και δη σε κατάσταση αμύνης.

Άλλο στοιχείο που πρέπει να επισημανθεί για τη διάταξη αυτή είναι ότι καθιερώνεται μία υποχρέωση βοήθειας και συνδρομής γενικότερη, και κατά τρόπο πιο ελαστικό, από τις υποχρεώσεις που καθιερώνει η συνθήκη για το ΝΑΤΟ. Στο άρθρο V της Συνθήκης του ΝΑΤΟ, η διατύπωση είναι ότι η επίθεση εναντίον ενός μέλους του ΝΑΤΟ θεωρείται επίθεση εναντίον όλων των μελών του (η Γαλλία δεν έχει ακόμη επικαλεσθεί το άρθρο V). Έτσι, καταλείπεται αρκετά μεγαλύτερη ευχέρεια στα κράτη-μέλη για να επιλέξουν ποια μέσα θα χρησιμοποιήσουν για να συνδράμουν το κράτος που δέχεται την ένοπλη επίθεση. Τα μέσα αυτά μπορούν να είναι η διάθεση πληροφοριών, η παροχή τεχνικής υποστήριξης ή υποστήριξης logistics αλλά και η συνδρομή σε επίπεδο στρατιωτικών μονάδων που συμμετέχουν από κοινού με την αμυνόμενη χώρα σε μάχες.

Μπορεί να πει κανείς ότι με την καθιέρωση της διάταξης του άρθρου 42 παρ. 7 στη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας, και, ιδίως, με την επίκληση της διάταξης αυτής από τη Γαλλία, κλείνει κατά κάποιον τρόπο ένας κύκλος στην πορεία για την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Η σημερινή ΕΕ είχε ξεκινήσει ως Ευρωπαϊκή Κοινότητα του Άνθρακα και του Χάλυβα (ΕΚΑΧ) το 1952 — με τη λογική ότι ο κοινός έλεγχος των δύο αυτών υλικών, τόσο απαραίτητος για τον πόλεμο, εκ των οποίων ο άνθρακας παρήγετο στη Γερμανία και το ατσάλι στη Γαλλία, θα απέτρεπαν έναν νέο γαλλο-γερμανικό πόλεμο. Στη συνέχεια, έγινε προσπάθεια να δημιουργηθεί η Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα από τα ίδια κράτη που είχαν ιδρύσει την ΕΚΑΧ (Γαλλία, Δυτική Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία και Λουξεμβούργο), αλλά, τελευταία στιγμή, το σχέδιο αυτό ματαιώθηκε από τη Γαλλία (δεν ήθελε να κοινοποιήσει τα μυστικά για την ατομική βόμβα που αποκτούσε εκείνο τον καιρό). Για μεγάλο χρονικό διάστημα η ευρωπαϊκή ενοποίηση επικεντρώθηκε στη δημιουργία κοινής αγοράς, η οποία ολοκληρώθηκε το 1992, και στη συνέχεια άρχισε πάλι η συζήτηση για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση σε άλλους τομείς, μεταξύ των οποίων και στη δικαιοσύνη και την ασφάλεια. Με τη Λισσαβόνα τέθηκε και το ζήτημα του ρόλου που θα είχε η ΕΕ σε περίπτωση πολεμικής σύρραξης, και, έτσι, μετά από κάτι παραπάνω από μισόν αιώνα, έκλεισε ένας κύκλος που είχε πάει να ανοίξει τη δεκαετία του ’50.

Το κλείσιμο του κύκλου αυτού γίνεται σε μία χρονική συγκυρία, κατά την οποία η πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης επανεξετάζεται. Ήδη ασχοληθήκαμε στο προηγούμενο άρθρο με τις ενστάσεις της Μεγάλης Βρετανίας, ενός από τα πιο ισχυρά μέλη της ΕΕ στο οικονομικό και το στρατιωτικό πεδίο, για τον βαθμό στον οποίο τα κράτη-μέλη παραδίδουν μέρος της κυριαρχίας τους προς την Ένωση. Η ίδια η παράγραφος 7 του άρθρου 42 της ΣΕΕ, στην οποία αναφερόμαστε, αναγνωρίζει ότι κάποια κράτη μπορεί να έχουν ειδική αμυντική πολιτική που δεν θίγεται, ενώ καθιστά σαφές και ότι το ΝΑΤΟ δεν υποκαθίσταται στη βασική του λειτουργία. Από την άλλη, οι έλεγχοι στα χερσαία και θαλάσσια σύνορα της χώρας μας γίνονται από διεθνή ομάδα που λειτουργεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Frontex) — πράγμα που σημαίνει ότι η φύλαξη των συνόρων, μία από τις βασικές κρατικές λειτουργίες που σχετίζονται με τον πυρήνα της εθνικής κυριαρχίας, έχει διεθνοποιηθεί.

Και, βέβαια, επανέρχονται με δραματικό τρόπο στην επικαιρότητα τα δύο ζητήματα που έχουν ενταθεί με την εμφάνιση της διασυνοριακής ισλαμικής τρομοκρατίας. Το ένα είναι πώς θα αντιμετωπίζεται πολεμικά μία οντότητα που δεν χαρακτηρίζεται από τη μόνιμη κατοχή ενός εδάφους. Μία πολεμική επιχείρηση που θα καταλάβει εδάφη που σήμερα κατέχονται από τον ISIS δεν είναι βέβαιο ότι θα εξαφανίσει τις σχετικές απειλές, όπως άλλωστε η ανακατάληψη μεγάλου μέρους του Αφγανιστάν, που ήλεγχαν οι Ταλιμπάν, δεν εξαφάνισε τις απειλές της Αλ Κάιντα (μολονότι βέβαια τις περιόρισε σημαντικά). Φαίνεται ότι, ακόμη περισσότερο σε σχέση με το παρελθόν, τις τρομοκρατικές επιθέσεις εκτελούν πολίτες των χωρών που πλήττονται ή γειτονικών χωρών (Γαλλία, Βέλγιο κ.λπ.), άνθρωποι που δεν έχουν απλώς τυπικά την ιθαγένεια των κρατών αυτών, αλλά και έχουν μεγαλώσει στις κοινωνίες που τόσο εχθρεύονται.

Το δεύτερο ζήτημα είναι η σχέση ελευθερίας και ασφάλειας — οι εκπτώσεις στην ελευθερία που γίνονται για χάρη της ασφάλειας (ή με πρόσχημα την ασφάλεια). Σχετικά με το ζήτημα αυτό, θα μεταφέρω κάποιες από τις σκέψεις που διατύπωσε προχθές ο Αντύπας Καρίπογλου στην καταληκτική ομιλία που έδωσε στο regional conference της διεθνούς φιλελεύθερης φοιτητικής οργάνωσης European Students for Liberty.

Η πορεία προς την ελευθερία δεν είναι, δυστυχώς, σταθερή ή αναπότρεπτη. Είμαστε, ειδικά σήμερα, σε μία κατάσταση στην οποία ο αγώνας δεν είναι για την επέκταση της ελευθερίας, αλλά για την προστασία της ελευθερίας που διαθέτουμε, η οποία δέχεται παντός είδους επιθέσεις, εσωτερικές (από την κυβέρνησή μας) και διεθνείς (μεταξύ άλλων και από τη διεθνή τρομοκρατία). Δυστυχώς, οι εξωτερικές απειλές εις βάρος της ελευθερίας είναι απολύτως υπαρκτές. Η ισλαμική τρομοκρατία δεν είναι μία θεωρητική ιδέα, αλλά μία πραγματικότητα που έχει στοιχίσει ζωές, έχει προκαλέσει απώλεια αγαπημένων προσώπων, έχει καταστρέψει ζωές, και έχει καταστρέψει την ελευθερία που φέρνει η έλλειψη φόβου. Επομένως, τα μέτρα που λαμβάνονται υπέρ της ασφάλειας δεν είναι κατ’ ανάγκην μέτρα περιστολής της ελευθερίας, αλλά μέτρα προστασίας της από μία εξωτερική απειλή που είναι απολύτως υπαρκτή. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να αποβάλουμε τη φυσική μας δυσπιστία απέναντι στο κράτος. Δεν πρέπει να δεχόμαστε η έκτακτη κατάσταση να μετατραπεί σε μια νέα κανονικότητα, όπου οι περιορισμοί στην κίνησή μας ή η υποκλοπή των τηλεφωνικών μας συνομιλιών είναι η φυσιολογική κατάσταση. Σημαίνει, όμως, ότι η στάθμιση πρέπει να γίνεται μεταξύ δύο κινδύνων πραγματικών: του κινδύνου της κρατικής αυθαιρεσίας και του κινδύνου της εξωτερικής απειλής. Υπάρχουν τα θεωρητικά εργαλεία για να εκτιμήσουμε τα μέτρα που λαμβάνονται για την προστασία μας (αναγκαιότητα, προσφορότητα, αναλογικότητα, περιορισμένη χρονική διάρκεια κλπ.).

Μόνο που δεν είμαστε πια στη θεωρία, δεν κάνουμε συζήτηση στο ακαδημαϊκό αμφιθέατρο.

Η απειλή, ο πόλεμος, είναι πραγματικότητα για 28 κράτη.