Η γελοιότητα αθωώνει το κακό;

P
Ρηγούλα Γεωργιάδου

Η γελοιότητα αθωώνει το κακό;

Η είδηση γράφτηκε και διαδόθηκε γρήγορα σαν εκείνα τα, λίγο σαχλά, λίγο ασεβή, λίγο παράφωνα ανέκδοτα, που λειτουργούν σαν δικλίδα εκτόνωσης σε μια κηδεία. Εκεί που οι άνθρωποι πονούν, πενθούν, συλλογίζονται τη δική τους θνητότητα και ό,τι άλλο ζόρικο και οδυνηρό βγάζει στην επιφάνεια ο θάνατος του άλλου — κι όχι κανενός ξένου άλλου, παρά δικού σου, κι ας μην έχετε το ίδιο αίμα, γιατί υπάρχουν δεσμοί πολύ πιο δυνατοί και ακατάλυτοι από το αίμα.

 Αυτοί που πενθούσαν στην αρχή στάθηκαν μουδιασμένοι — δεν είναι πάντα εύκολη ή γρήγορη η μετάβαση από το ένα συναίσθημα στο άλλο. Το σχολίασαν μεταξύ τους και στο τέλος άρχισαν να γελούν με την καρδιά τους. Ίσως και πιο δυνατά απ’ όσο θα γελούσαν άλλοτε, κάτω από άλλες συνθήκες. Γιατί ο θάνατος —και μάλιστα ο παράλογος (αν δεχτούμε ότι ο θάνατος είναι κάτι που έχει λογική), ο άκαιρος, ο αδικαιολόγητος, αυτός που σε αιφνιδιάζει με τον ερχομό του— δεν αντέχεται εύκολα. Και βιάζεται κανείς να αποδράσει από όσα τον συνοδεύουν.

«Αυτή η επίθεση ήταν άστοχη και λανθασμένη καθότι ουδέποτε είχαμε πρόθεση να επιτεθούμε σε μπλοκ αριστερών σχημάτων και αναρχικών(προφανώς)», έγραφε, και ήταν αυτό το προφανώς που έδινε εκπληκτικά τον τόνο. Και ήταν εκείνο το, «Τους είπαμε πως εμείς τους επιτεθήκαμε και πως θα μπορούσαν να πράξουν αναλόγως σε βάρος μας» που μετέτρεψε αυτό το κείμενο σε πραγματικό μνημείο-ντοκουμέντο.

Από αυτή την άποψη θα μπορούσαμε ακόμα και να τους χρωστάμε ευγνωμοσύνη. Το γέλιο που μας χάρισαν ήταν ευπρόσδεκτο, αναγκαίο. Κι ας αφορούσε κάτι κακό.

Όμως φτάνει η ακραία γελοιότητα για να αθωώσει τον πυρήνα του κακού; Φτάνει ένα κείμενο-απολογία για ξύλο που έπεσε σε «λάθος ανθρώπους» (!) εξαιτίας «λανθασμένης πληροφόρησης» (!), οι ανορθόγραφες αιτήσεις συγγνώμης και η άδεια αντιποίνων (!) στα «αθώα θύματα» από τους κακοπληροφορημένους θύτες για να παραβλεφθεί το κακό;

Το κακό, εκτός από κοινότοπο, όπως απέδειξαν κάποιοι που το έζησαν στο πετσί τους στην απόλυτη μορφή του, εντέλει μπορεί στις δευτερεύουσες εκδηλώσεις του να είναι και γελοίο. Αυτό όμως το κάνει λιγότερο κακό στις διαστάσεις που του αναλογούν; Μπορεί μια ανοιγμένη μύτη, ένα σπασμένο κεφάλι, να πονούν λιγότερο επειδή αυτός που τα έσπασε ήταν ένας γελοίος που τα έσπασε για γελοίους λόγους και έσπευσε να δικαιολογηθεί με ακόμα πιο γελοίο τρόπο;

Στη σκιά όσων έγιναν πριν λίγες μέρες, και στις δονήσεις όσων προοιωνίζονται, φαίνεται τόσο απίστευτα ασήμαντο. Και είναι. Και βέβαια είναι, ανεξάρτητα από τη συγκυρία. Όμως ένα είναι σίγουρο: το κείμενο της «συγγνώμης προς τους δικούς» που δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό χώρο των «αντιεξουσιαστών» θα μείνει στην ιστορία ως παγκόσμια πρώτη, ως ένα πρωτότυπο ντοκουμέντο μιας τόσο πρωτόγονης πολιτικής σκέψης που το μέγεθός της μπορεί να συγκριθεί μόνο με τη φτωχή, ανελλήνιστη διατύπωσή της.

Όμως αυτό μπορεί να το δει κανείς με δύο τρόπους. Απ’ τη μια, λες κι έχει σημασία αν αυτός που κάθε τόσο σού σπάει τη βιτρίνα και το κεφάλι και σου καίει το αυτοκίνητο και σε κάνει έναν άνθρωπο που τον μποδίζουν να βαδίζει είναι ευφυής ή/και ορθογράφος. Λες κι αν ήταν θα έλεγες χαλάλι. Και, από την άλλη, συνειδητοποιείς ότι μια τέτοια πρωτόγονη πολιτική σκέψη πίσω από τη γελοία πράξη αποκαλύπτει το «σοβαρό» κακό: τη βεβαιότητα ότι, πέρα από τους «δικούς» που τις έφαγαν άδικα και κατά λάθος, υπάρχουν άλλοι που θα ήταν δίκαιο να τις φάνε. Θα ήταν τα «σωστά» θύματα, θα ήταν δικαιολογημένη η πράξη. Μακάρι μόνο να ήταν «σωστή η πληροφόρηση» και όλα θα ήταν υπέροχα! Μακάρι να είχαν έρθει οι σωστοί από τον σωστό δρόμο και όλα θα είχαν πάει πρίμα!

Τι κρίμα που οι δαρμένοι σύντροφοι (και συντρόφισσες) δεν δέχτηκαν τη συγνώμη, δεν πίστεψαν πως ήταν ένα τυχαίο λάθος. Και, το χειρότερο, δεν τους αναγνωρίζουν και δεν τους νομιμοποιούν ως συνοδοιπόρους…

ΥΓ. Μα, που να πάρει η ευχή, ούτε έναν αναρχικό της προκοπής δεν μπορεί πλέον να βγάλει αυτή η παρηκμασμένη χώρα;